Από τη... σεισάχθεια του 2014, στη δήμευση του 2018

Από τη... σεισάχθεια του 2014, στη δήμευση του 2018

Είναι ειρωνικό και τραγικό ταυτόχρονα ο κος Τσίπρας ως Πρωθυπουργός να υιοθετεί, έστω και με μισή καρδία, ακριβώς εκείνες τις μεταρρυθμίσεις τις οποίες απέρριπτε μετά βδελυγμίας όταν ήταν αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, με ενδεικτικό παράδειγμα την τότε «υστερική» αντίδραση του ΣΥΡΙΖΑ στην εργαλειοθήκη του ΟΟΣΑ, όπως λέει στο Liberal ο Πάνος Τσακλόγλου, καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών. Και φέρνει ως παράδειγμα το γεγονός ότι για πολλούς συμπολίτες μας η σημερινή υπερφορολόγηση αγγίζει τα όρια της δήμευσης, πολιτική στην οποία η κυβέρνηση έχει δείξει ιδιαίτερη προτίμηση, αγνοώντας αν αυτή στραγγαλίζει την ανάπτυξη.

Σχολιάζοντας την πρόσφατη έκθεση του ΟΟΣΑ, που έγινε δεκτή με πανηγυρισμούς από την κυβέρνηση, σημειώνει ότι παραμένουν οι παθογένειες της ελληνικής οικονομίας, και αυτός ακριβώς είναι και ο λόγος που το «ελατήριο» στη περίπτωση της Ελλάδας δύσκολα θα λειτουργήσει, αντιθέτως με ότι συνέβη σε άλλες χώρες που βίωσαν επίσης μνημόνια. Τέλος κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για την κατάσταση στο Ασφαλιστικό, σημειώνοντας ότι η ανταποδοτικότητα των συντάξεων είναι χαμηλή, και αυτό οδηγεί σε στροφή προς τη μαύρη εργασία, με συνεπακόλουθο αποτέλεσμα τη δημιουργία πρόσθετων ελλειμμάτων στα Ταμεία, και την περαιτέρω εκροή πόρων από τον Προϋπολογισμό.

Συνέντευξη στον Γιώργο Φιντικάκη


- Ξεφυλλίζοντας την έκθεση του ΟΟΣΑ που παρέλαβε προ ημερών ο Πρωθυπουργός, διαβάζουμε ξανά για τις γνωστές «κίτρινες κάρτες». Από τη χαμηλή προσέλκυση επενδύσεων και την αδυναμία της χώρας να διατηρεί εντός συνόρων τα ταλέντα της έως τα πενιχρά κονδύλια για έρευνα και ανάπτυξη και την υστέρηση στις υποδομές. Εξηγήστε μας επομένως, πως δικαιολογείται η φράση του Πρωθυπουργού «η Ελλάδα έγινε πρωταθλήτρια χώρα του ΟΟΣΑ στις μεταρρυθμίσεις»;

Πράγματι, εκ πρώτης όψεως οι δύο δηλώσεις μοιάζουν αντιφατικές, αλλά δεν είναι. Η κρίση της Ελλάδας ήταν στη βάση της κρίση ανταγωνιστικότητας και αυτή οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό στην έλλειψη διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων για πολλά χρόνια. Σύμφωνα με την έκθεση του ΟΟΣΑ «Going for Growth», στην περίοδο των Μνημονίων – με εξαίρεση το annus horribilis 2015 – η χώρα μας υλοποίησε περισσότερες μεταρρυθμίσεις από κάθε άλλη χώρα του ΟΟΣΑ.

Όμως, η βάση εκκίνησης της Ελλάδας ήταν εξαιρετικά χαμηλή. Με τις μεταρρυθμίσεις των τελευταίων ετών, απλώς φτάσαμε τους τελευταίους των Ευρωπαίων εταίρων μας. Αυτός είναι ο λόγος που αν θέλουμε να επιστρέψουμε σε διατηρήσιμους ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης πρέπει να μείνουν αταλάντευτα στο δρόμο των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.

Πάντως, είναι ειρωνικό και τραγικό ταυτόχρονα ότι ο κος Τσίπρας ως πρωθυπουργός υιοθετεί, έστω και με μισή καρδία, ακριβώς εκείνες τις μεταρρυθμίσεις τις οποίες απέρριπτε μετά βδελυγμίας όταν ήταν αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Για παράδειγμα, θυμηθείτε την υστερική αντίδραση του ΣΥΡΙΖΑ στην «εργαλειοθήκη» του ΟΟΣΑ.

- Εκτός και αν με τη φράση αυτή, ο Πρωθυπουργός εννοεί ότι η Ελλάδα είναι πρωταθλήτρια στην αύξηση των φόρων, όπως δείχνει και μια άλλη έκθεση (ΙΟΒΕ για λογαριασμό ένας Διανέοσις). Αλήθεια, αν οι επενδύσεις φορολογούνται με 29% γιατί ένας ξένος να μην προτιμήσει την Ιρλανδία όπου ο φόρος είναι 12,5%. Για ένας λόγο ένας ελεύθερος επαγγελματίας να μην μεταφέρει την έδρα του σε Κύπρο ή Βουλγαρία;

Η δημοσιονομική προσαρμογή της Ελλάδας ήταν εξαιρετικά επίπονη και βασίστηκε τόσο στην περικοπή δαπανών όσο και στην αύξηση φόρων. Η σημερινή κυβέρνηση έχει δείξει ιδιαίτερη προτίμηση στην αύξηση της φορολογίας. Για μερίδα συμπολιτών μας, η φορολογία, όντως, αγγίζει τα όρια της δήμευσης. Ως προς το ερώτημά σας για την επιλογή του τόπου εγκατάστασης μίας επιχείρησης, πρέπει να επισημανθεί ότι αυτή εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, ένας των οποίων είναι και η φορολογία. Ακριβώς, όμως, επειδή το κεφάλαιο είναι ο παραγωγικός συντελεστής με τη μεγαλύτερη κινητικότητα, μεγάλες διαφορές στους φορολογικούς συντελεστές επιχειρηματικών κερδών με τους άμεσους ανταγωνιστές μας μπορούν να αποδειχθούν καταστροφικές για την προσπάθεια προσέλκυσης επενδύσεων και, τελικά, επιτάχυνσης της διαδικασίας εξόδου από την κρίση.

- Τέτοιες εκθέσεις, όπως και η πρόσφατη της Deloitte για λογαριασμό του ΣΕΒ, δεν δείχνουν αν μη τι άλλο ότι το ελληνικό ελατήριο είναι τελικά «σκουριασμένο»; Δεν αποτελούν αν μη τι άλλο ηχηρά καμπανάκια ότι δίχως αλλαγή πολιτικής, οι προσδοκίες που καλλιεργεί η κυβέρνηση για εισροή κύματος επενδύσεων μετά τον Αύγουστο, παραμένουν χαμηλές; Έχει βάση να μιλά κανείς για «success story» στην οικονομία, όταν στα τέλη Ιουνίου κλείνουμε τρία χρόνια με capital controls;

Η Ελληνική κρίση χαρακτηρίζεται τόσο από το βάθος της όσο και από τη διάρκειά της. Άλλες χώρες με παρόμοια μείωση της οικονομικής τους δραστηριότητας όσο και η Ελλάδα επανήλθαν σε θετικούς ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης μετά από λίγα χρόνια – π.χ. η Λετονία. Σε αυτές τις περιπτώσεις, το «ελατήριο» όντως λειτούργησε. Στην περίπτωση της Ελλάδας αυτό δύσκολα θα ισχύσει. Το κεφάλαιο μίας επιχείρησης που είναι κλειστή για ένα ή δύο χρόνια μπορεί εύκολα να τεθεί και πάλι σε λειτουργία όταν οι συνθήκες αλλάξουν. Δεν ισχύει το ίδιο για μία επιχείρηση που έχει μείνει κλειστή για έξι, επτά ή οκτώ χρόνια. Σε αυτή την περίπτωση το κεφάλαιο πιθανότατα έχει απαξιωθεί πλήρως. Αυτό με τη σειρά του είναι λογικό να επηρεάζει αρνητικά το ρυθμό μεγέθυνσης της οικονομίας.

Ως προς το δεύτερο τμήμα της ερώτησής σας, σε σύγκριση με άλλες χώρες που βγήκαν από Μνημόνια, η ελληνική οικονομία δείχνει μάλλον αδύναμη. Επιπρόσθετα, σε αντίθεση με αυτές τις χώρες, με την ανακοπή της ανάκαμψης που είχε ξεκινήσει το 2014 η Ελλάδα έχασε την εξαιρετικά ευνοϊκή διεθνή συγκυρία της τριετίας 2014-2017 (άφθονη ρευστότητα, χαμηλή ισοτιμία του ευρώ, χαμηλή τιμή του πετρελαίου, θετικοί ρυθμοί ανάπτυξης σε κάθε γωνιά του πλανήτη). Αυτές οι συνθήκες δύσκολα θα επαναληφθούν και τα επόμενα χρόνια η χώρα μας θα πασχίζει να ορθοποδήσει σε ένα πολύ πιο δύσκολο διεθνές περιβάλλον.

- Στέκομαι ειδικά σε ένα σημείο της έκθεσης του ΟΟΣΑ, σχετικά με το brain drain και την αδυναμία της χώρας να διατηρεί τα ταλέντα της εντός των συνόρων. Στις πρώτες ημέρες ανάληψης της διακυβέρνησης της χώρας, ο Πρωθυπουργός διαβεβαίωνε ότι θα έκανε τα πάντα προκειμένου να κρατήσει τους νέους επιστήμονες στην Ελλάδα. Είχε μάλιστα απευθύνει κάλεσμα στους Έλληνες τους εξωτερικού να επιστρέψουν. Τρία χρόνια μετά, βλέπετε να έχουν δημιουργηθεί αλήθεια τέτοιες προϋποθέσεις;

Για να έχουμε επιστροφή των Ελλήνων επιστημόνων που μετανάστευσαν στα χρόνια της κρίσης στο εξωτερικό, απαιτούνται ισχυροί ρυθμοί ανάπτυξης για αρκετά χρόνια. Μόνο κατ' αυτό τον τρόπο θα μειωθεί η ανεργία, θα αρχίσουν να αυξάνονται σταδιακά οι μισθοί και θα δημιουργηθούν σημαντικές ευκαιρίες απασχόλησης με ικανοποιητικούς μισθούς για τα άτομα αυτά. Μέχρι στιγμής, καμία από τις συνθήκες αυτές δεν ισχύει και δεν παρατηρείται καμία τάση επιστροφής. Μάλλον το αντίθετο, θα έλεγα.

- Συμφωνείτε με την προτροπή του ΟΟΣΑ στη κυβέρνηση ότι για να ενισχυθεί μακροπρόθεσμα η ανάπτυξη, να ενισχυθούν τα δημοσιονομικά έσοδα, και να καταστεί βιώσιμο το χρέος, πρέπει να αυξηθούν περαιτέρω τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης;

Εκτός του υψηλού ποσοστού ανεργίας, η χώρα μας είχε πριν την κρίση και εξακολουθεί να έχει και σήμερα χαμηλά ποσοστά συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό. Ένας από τους λόγους ήταν η χαμηλή πραγματική ηλικία συνταξιοδότησης που ίσχυε για μεγάλα τμήματα του εργατικού δυναμικού. Αυτό έχει αλλάξει με διαδοχικές παρεμβάσεις στο ασφαλιστικό στα χρόνια των Μνημονίων. Το όριο συνταξιοδότησης έχει αυξηθεί από τα 65 στα 67 και αντί κινήτρων έχουμε ισχυρά αντικίνητρα για πρόωρη συνταξιοδότηση.

Επιπρόσθετα, το όριο συνταξιοδότησης είναι νομοθετικά συνδεδεμένο με το προσδόκιμο της επιβίωσης των συνταξιούχων. Επομένως, αναμένω ότι τα επόμενα χρόνια το πραγματικό όριο συνταξιοδότησης θα αυξηθεί και δεν βλέπω λόγο για νομοθετικές παρεμβάσεις σε αυτό το σημείο. Άλλα είναι τα κομμάτια του τελευταίου συνταξιοδοτικού νόμου που με προβληματίζουν. Κυρίως το ότι η ανταποδοτικότητα των συντάξεων, εξαιρουμένης της εθνικής σύνταξης, είναι χαμηλή. Κατ' αυτό τον τρόπο, εμμέσως, δίνονται κίνητρα για μαύρη εργασία, ελλείμματα στα ασφαλιστικά ταμεία και εκροή πόρων του κρατικού προϋπολογισμού.

Επίσης, θα μπορούσαμε να σκεφτούμε πιο δημιουργικά αναφορικά με τις δυνατότητες απασχόλησης συνταξιούχων. Το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο καθιστά αυτή την απασχόληση απαγορευτική. Όμως, ο πληθυσμός της χώρας μας γερνά γρήγορα και σύντομα θα έχουμε την ανάγκη όσο το δυνατό περισσότερων εργατικών χεριών.