του Δημήτρη Β. Τριανταφυλλίδη
Στην χώρα, η οποία με κάθε ευκαιρία διακήρυττε τον διεθνισμό και την αλληλεγγύη της με τα καταπιεσμένα έθνη όλου του κόσμου, οι άνθρωποι ήταν ξεκάθαρα και αυστηρά προσδιορισμένη από την εθνικότητά τους.
Με βάση αυτό, το μοναδικό κριτήριο, ο τρομερός κατασταλτικός μηχανισμός του Λαϊκού Κομισαριάτου Εσωτερικών Υποθέσεων (N.K.V.D.) σχεδίασε και υλοποιούσε τις περιβόητες «εθνικές επιχειρήσεις» κατά των μελών εθνικών ομάδων και μειονοτήτων. Και όλα αυτά, πολύ πριν ξεκινήσει κάτι ανάλογο ο Χίτλερ.
Στην ορολογία, στην αργκό αυτού του κατασταλτικού μηχανισμού, οι επιχειρήσεις αυτές αποκαλούνταν «λευκώματα». Στην εσωτερική αλληλογραφία του μηχανισμού χρησιμοποιούνταν ειδικές λέξεις για την περιγραφή των επιχειρήσεων και την ακριβή απεικόνιση των αποτελεσμάτων. Για παράδειγμα, οι κρατούμενοι αποκαλούνταν «λευκές κόλλες», ενώ οι αριθμοί των εκτελεσθέντων σημειώνονταν με την έκφραση «σφαγές ζώων». Ας δούμε ένα παράδειγμα: ο διευθυντής της τοπικής διεύθυνση N.K.V.D. στο Ιρκούτσκ Α. Ν. Τρόιτσκι, τον Μάρτιο του 1938 σε σημείωμά του προς τον βοηθό του Μπ. Π. Κούλτσεφ έγραφε: «Επεκτείνετε τις αγορές σε όλες τις κατηγορίες». Απαντώντας ο Κούλτσεφ, ανέφερε: «Αγοράστηκαν 900 κεφάλια ζώων. Σφάχτηκαν για κρέας 280. Ζώα συνεχίζουν να έρχονται από διάφορα μέρη. Προφανώς τις επόμενες 3-4 ημέρες, θα έχουμε 1000 και πλέον κεφάλια. Συνεπώς μέχρι τις 10 Μαρτίου δεν προλαβαίνω να σφάξω όλα τα αγορασμένα ζώα». Και ο Τρόιτσκι, ανταπαντά: «Σας στείλαμε την καταδίκη από την τρόικα 326 ατόμων της πρώτης κατηγορίας, εκτελέστε την και έτσι θα ελευθερώσετε θέσεις».
Με την διαταγή Νο 00485 ορίστηκε η διαδικασία και χρόνος διεξαγωγής όλων των εθνικών επιχειρήσεων. Οι τοπικές διευθύνσεις ανέλαβαν να στείλουν τους φακέλους των κατηγορουμένων στην Μόσχα και εκεί, ειδικές τρόικες εξέδιδαν μαζικά τις καταδικαστικές τους αποφάσεις, τις οποίες υπέγραφαν ο Γιεζόφ ως Λαϊκός Κομισάριος Εσωτερικών Υποθέσεων και ο Βισίνσκι ως γενικός εισαγγελέας.
Μέσα σε μία ημέρα, οι Γιεζόφ και Βισίνσκι υπέγραφαν εκατοντάδες θανατικές καταδίκες. Για παράδειγμα: στις 29 Δεκεμβρίου 1937 καταδίκασαν σε θάνατο 992 άτομα.
Συνολικά, από τις 25 Αυγούστου 1937 μέχρι τις 17 Νοεμβρίου 1938, εξετάστηκαν 346.713 υποθέσεις, από τις οποίες καταδικάστηκαν 335.513 άτομα, εκ των οποίων 247.157 εκτελέστηκαν, δηλαδή το 73,555 του συνολικού αριθμού.
* * *
«...Η δουλειά βάσει εντολών για την εξόντωση των κατασκοπευτικών φωλιών στο εσωτερικό των εθνικοτήτων, οι οποίες δεν ανήκουν στην Σοβιετική Ένωση (Πολωνοί, Λιθουανοί, Εσθονοί, Ιρανοί, Έλληνες και άλλοι), είχε την κωδική ονομασία «Λευκώματα» και γινόταν με μεθόδους, τις οποίες δεν μπορώ παρά να αποκαλέσω επιζήμιες και για την οποία δουλειά φέρω ευθύνη, ενώπιον του δικαστηρίου του σοβιετικού λαού...»
«...Η διαδικασία εκτέλεσης των καταδικαστικών αποφάσεων στις επιχειρήσεις «Λευκώματα» ήταν ορισμένος άκρως πρωτόγονα, η οποία εξ των προτέρων επέτρεπε την διάπραξη αγριοτήτων, χωρίς τον φόβο της τιμωρίας. Η διαδικασία ήταν η εξής: στην αριστερή πλευρά μίας σελίδας, έπρεπε να καταγραφούν τα βιογραφικά στοιχεία του συλληφθέντα, στην δεξιά, η ουσία της υπόθεσης. Από το κέντρο, πίεζαν διαρκώς να γράφουμε εν συντομία, δηλαδή το υλικό που είχε συγκεντρωθεί, τις καταθέσεις, την ομολογία, την ουσία του εγκλήματος, κατασκοπία, δολιοφθορά, τρομοκρατία, ποιες πράξεις έκανε ο κατηγορούμενος ή ποια αποστολή είχε. Στο κέντρο, όλες αυτές οι υποθέσεις, ραμμένες για ευκολία σε λευκώματα των 100 σελίδων, στέλνονταν στην διεύθυνση του Τσεσάρσκι ή στο 3ο τμήμα στον Μινάεφ για να υπογραφούν από τον διευθυντή της διεύθυνση και τον εισαγγελέα. Η εξέταση αυτών των υποθέσεων ήταν απλά εγκληματικά. Λίγες ώρες πριν την έναρξη κάθε επιχείρησης ο Τσεσάρκσκι και ο Μινάεφ, διάλεγαν 500-600 ή μέχρι 1000 και αποφάσιζαν οριστικά για την τύχη τους. Όταν άρχισαν να μαζεύονται πολλά λευκώματα, τότε τα μοιράζονταν μεταξύ τους και ο καθένας χωριστά όριζε τις ποινές. Συνήθως, το 95% ήταν η εσχάτη των ποινών. Στη συνέχεια υπέγραφε το πρακτικό και το πήγαινε στον Γιεζόφ να το υπογράψει. Ο Γιεζόφ, όπως είδα πολλές φορές, χωρίς να τις διαβάσει, άνοιγε την τελευταία σελίδα και γελώντας ρωτούσε τον Τσεσάρσκι, πόσοι Πολωνοί ήταν, υπέγραφε χωρίς να διαβάζει. Δίπλα ήταν η υπογραφή του Βισίνσκι, δεν μπορώ όμως να πω με σιγουριά αν ήλεγχε τις αποφάσεις ή αν έκανε κάποιες αλλαγές. Κατ’ αυτόν τον τρόπο έβγαιναν οι αποφάσεις των υποθέσεων. Από τις κατά τόπους διευθύνσεις έφταναν ανησυχητικά στοιχεία για απαράδεκτες παρεκτροπές τόσο στις συλλήψεις, όσο και στις ανακρίσεις, έφταναν στοιχεία για μαζικές συλλήψεις χωρίς τεκμηρίωση, μόνο και μόνο επειδή ήταν Πολωνοί».
«... Ο Γιεζόφ, βλέποντας την εξέλιξη της επιχείρησης, αντί να σταματήσει την εγκληματική δουλειά, έστελνε όλη την ώρα τηλεγραφήματα με εντολές, ζητώντας να ενισχύσουν τα χτυπήματα, να αυξηθούν οι συλλήψεις, λέγοντας ευθέως πως η περιοχή σας υστερεί...
Στη συνέχεια ξεκίνησε η επιχείρηση κατά των Λιθουανών, των Εσθονών, των Βουλγάρων, των Ιρανών, των Ελλήνων και άλλων. Ο Μινάρεφ και ο Τσεσάρσκι έλεγαν ανοιχτά: αυτές οι περιοχές είχαν αυτό τον αριθμό, εσείς υστερείτε, θα πρέπει να πιέσετε, να στις άλλες περιοχές όλοι ομολογούν, εσείς δεν ξέρετε να δουλεύετε. Βλέποντας αυτή την πίεση από την πλευρά του Γιεζόφ και του μηχανισμού του, εγώ με την σειρά μου πίεζα τον δικό μου μηχανισμό για να κάνει περισσότερες συλλήψεις...
Κατά την διάρκεια της επιχείρησης στα περίχωρα της Μόσχας συνελήφθησαν 2.500 ή 2.700 Πολωνοί. Στο μεταξύ, οι επιχειρήσεις πήραν τέτοια έκταση που τα λευκώματα άρχισαν να έρχονται σε τεράστιους αριθμούς και τότε απλοποίησαν κι άλλο την εξέταση αυτών των υποθέσεων, άρχισαν να μοιράζουν λευκώματα στους προϊσταμένους των τμημάτων με χιλιάδες συλληφθέντες και οι προϊστάμενοι των τμημάτων αποφάσιζαν για την τύχη των κρατουμένων. Ο Γιεζόφ, χωρίς να διαβάζει υπέγραφε τα έτοιμα πρακτικά, το ίδιο έκανε, δυστυχώς, και ο Βισίνσκι».
Τα παραπάνω αποσπάσματα είναι από το πρακτικό ανάκρισης κάπου Ρέντενς και βρίσκεται στο Κεντρικό Αρχείο της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Ασφαλείας της Ρωσίας.
Φάκελος ανάκρισης του Σ. Φ. Ρέντενς Νο 975047, σε δύο τόμους, τόμους 1, φύλλα 203-243
Ποιος όμως ήταν αυτός ο επιμελής αξιωματικός
Στανισλάβ Φράντσεβιτς Ρέντενς, στέλεχος της ΤΣΕ.ΚΑ. από το 1917. Παντρεμένος με την αδελφή της συζύγου του Στάλιν.
Από τον Μάιο του 1931 ήταν εντεταλμένος εκπρόσωπος της Ο.ΓΚΕ.ΠΕ.ΟΥ στο Σοβιέτ Λαϊκών Κομισαρίων της Ε.Σ.Σ.Δ. στην στρατιωτική περιοχή της Λευκορωσίας και ταυτόχρονα πρόεδρος της ΓΚΕ.ΠΕ.ΟΥ Λευκορωσίας.
Από το Ιούλιο του 1931 μέχρι τον Φεβρουάριο του 1933 ήταν πολιτικός εκπρόσωπος της Ο.ΓΚΕ.ΠΕ.ΟΥ στην Ουκρανία και πρόεδρος της ΓΚΕ.ΠΕ.ΟΥ. Ουκρανίας.
Από τις 20 Φεβρουαρίου 1933 ήταν επικεφαλής της αντιπροσωπείας της Ο.ΓΚΕ.ΠΕ.ΟΥ στην περιοχή της Μόσχας και από τον Ιούνιο του 1934 μέχρι τον Ιανουάριο του 1938 διευθυντής της διεύθυνσης περιχώρων Μόσχας του Λαϊκού Κομισαριάτου Εσωτερικών Υποθέσεων.
Στις 26 Νοεμβρίου 1935 προάγεται σε κομισάριος κρατικής ασφάλειας 1ης τάξεως.
Στις 20 Ιανουαρίου 1938 διορίστηκε Λαϊκός Κομισάριος Εσωτερικών Υποθέσεων της Σ.Σ.Δ. του Καζακστάν.
Στις 21 Νοεμβρίου 1939 συνελήφθη και εκτελέστηκε με την κατηγορία της κατασκοπίας υπέρ της Πολωνίας.
Μόνο στο Καζακστάν ο Ρέντες, ενέκρινε την εκτέλεση 4.000 κρατουμένων, χωρίς «αιτιολογημένη απόφαση». Ο ίδιος δεν συμμετείχε σε βασανιστήρια, αλλά έδινε τις κατάλληλες εντολές στους υφισταμένους μου.
Όπως κατέθεσε ο πρώην αναπληρωτής του Π. Β. Βολοντζκό, στην ερώτηση τι πρέπει να κάνει αν δεν υπάρχει αιτιολογία σύλληψης, ο Ρέντενς απάντησε: «Θα πρέπει να τον δείρετε ανελέητα και τότε θα ομολογήσει».
Ο Ρέντενς δεν πρόλαβε να εκτελέσει μία σημαντική εντολή του Γιεζόφ: «Ο Γιεζόφ μου ανέθεσε την παρακάτω αποστολή: να πιέσω του Κορεάτες, οι οποίοι είχαν μεταφερθεί στο Καζακστάν από την Άπω Ανατολή. Για τον σκοπό αυτό, μου είπε, πως μου δίνει νέα μεγέθη συλλήψεων, δηλαδή 10.000 της πρώτης κατηγορίας, δηλαδή ότι μπορώ να εκτελέσω 10.000 Κορεάτες. Για τον πρώην Λαϊκό Κομισάριο Εσωτερικών Υποθέσεων Ζαλίν μου είπε μόνο πως είναι καιρό στην θέση του, δεν ξέρει τι κάνει και στη συνέχεια: πίεσε για επιχειρήσεις λευκώματα και όταν θα φτάσω επί τόπου να του γράψω για την κατάσταση στο Καζακστάν. Άλλες εντολές δεν μου έδωσε».
Φάκελος ανάκρισης του Σ. Φ. Ρέντενς Νο 975047, σε δύο τόμους, τόμους 1, φύλλα 203-243
Στις 16 Νοεμβρίου 1961 μετά από αλλεπάλληλες κρούσεις της χήρας του, της Αλληλούγιεβνα, και εντολή του Νικήτα Χρουστσόφ, ο Ρέντενς αποκαταστάθηκε ως «θύμα της σταλινικής τρομοκρατίας»
Ο θύτης μετατράπηκε σε θύμα.