Του Δημήτρη Σκάλκου*
Η Ελλάδα οδεύει, μέσα σε ένα περιβάλλον υψηλής αβεβαιότητας, στην ολοκλήρωση του τρίτου προγράμματος οικονομικής προσαρμογής (Μνημόνιο ΙΙΙ). Στα προηγούμενα χρόνια οι διαδοχικές κυβερνήσεις, με διαφορετικό βαθμό επιτυχίας, συμμάζεψαν τα δημόσια οικονομικά και εισήγαγαν μία σειρά μεταρρυθμίσεων με στόχο τον εξορθολογισμό των εγχώριων αγορών και της διοικητικής μηχανής. Η βαθιά κρίση όμως άφησε έντονο το κοινωνικό αποτύπωμά της με κυριότερο την υψηλή ανεργία και την ακραία φτώχεια.
Σήμερα η προτεραιότητα πρέπει να είναι η τροχοδρόμηση της οικονομίας σε υψηλούς, δυναμικούς ρυθμούς ανάπτυξης, οι οποίοι θα αποκλιμακώσουν το δημόσιο χρέος και θα δημιουργήσουν τον απαιτούμενο δημοσιονομικό χώρο για την άσκηση μίας αποτελεσματικότερης κοινωνικής πολιτικής και την υλοποίηση αναγκαίων δημόσιων επενδύσεων. Και κυρίως θα μετριάσουν τα υψηλά ποσοστά ανεργίας καθώς, με τους σημερινούς ρυθμούς μείωσής της, η ανεργία θα επανέλθει στα προ κρίσης επίπεδα το 2030.
Ωστόσο, η οικονομία σήμερα κάθε άλλο παρά ανταποκρίνεται στους επιθυμητούς ρυθμούς ανάπτυξης. Στην πραγματικότητα η ελληνική οικονομία, εγκλωβισμένη στην «παγίδα της χαμηλής ανάπτυξης», παραμένει σε κρίση καθώς το σημερινό ΑΕΠ (200 δις €) απέχει πολύ από τα προ κρίσης επίπεδα (περίπου 356 δις € το 2008). Η ενδεικτική σύγκριση με χώρες που αντιμετώπισαν παρόμοια ζητήματα με τα δικά μας, όπως η Πορτογαλία, η Ισπανία και η Κύπρος, είναι απογοητευτική καθώς, σε αντίθεση με μας, αυτές επέστρεψαν τάχιστα σε δυναμικούς ρυθμούς ανάπτυξης (πίνακας 1).
Παρά τη βελτίωση του οικονομικού κλίματος, η οικονομία λειτουργεί μακριά από τις δυνατότητές της. Το «παραγωγικό κενό» της ελληνικής οικονομίας (δηλαδή η απόσταση ανάμεσα στο πραγματικό και το δυνητικό ΑΕΠ) παραμένει μεγάλο (πίνακας 2) υπονομεύοντας τις αναπτυξιακές προοπτικές και τη μεγάλη απόσταση που έχει ακόμη να διανύσει. Οι διεθνείς οργανισμοί και τα ερευνητικά ιδρύματα αναθεωρούν διαρκώς προς τα κάτω τις εκτιμήσεις τους για την πορεία της ελληνικής οικονομίας και για το 2018 και η οποία βουλιάζει στο τέλμα των χαμηλών προσδοκιών και της πολιτικής αναξιοπιστίας.
Ακόμη χειρότερα όμως, θα πρέπει να μας απασχολήσουν οι συγκριτικά μικρές δυνητικές δυνατότητες της οικονομίας. Καθώς γνωρίζουμε ότι κάθε οικονομική ύφεση συνδέεται με μόνιμες παραγωγικές απώλειες (V. Cerra and S.C. Saxena, Booms, Crises, and Recoveries: A New Paradigm of the Business Cycle and Its Policy Implications, IMF working paper, November 2017), η οικονομία δεν θα ανακάμψει αυτόματα στα προηγούμενα επίπεδα χωρίς μία ολοκληρωμένη στρατηγική ανάπτυξης που να αντιμετωπίζει τη μη αναστρέψιμη φθορά της, κύρια τη συντελεσθείσα καταστροφή της παραγωγικής βάσης και την αδρανοποίηση σημαντικού μέρους του ανθρώπινου δυναμικού της.
Ταυτόχρονα, οι προωθούμενες μεταρρυθμίσεις υπόκεινται στην ψευδαίσθηση της συνέργειας, δηλαδή την αντίληψη πως οι μεταρρυθμίσεις λειτουργούν σωρευτικά καθώς και την αντίληψη ότι όλες οι μεταρρυθμίσεις αποδίδουν στον ίδιο βαθμό. Αντίθετα, αν και σε γενικές γραμμές οι μεταρρυθμίσεις αποδίδουν σημαντικά σε μεσο-μακροπρόθεσμο ορίζοντα, υπολογίζεται ότι, περίπου ένα στα τρία μεταρρυθμιστικά προγράμματα έχουν επιδόσεις κατώτερες του αναμενόμενου, κύρια λόγω της θεσμικής υστέρησης της χώρας εφαρμογής τους (P. Marrazzo and A. Terzi, Structural reform waves and economic growth, European Central Bank, working paper, November 2017). Για παράδειγμα, η σημαντική μείωση του μισθολογικού κόστους στη χώρα μας δεν οδήγησε σε αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας. Περισσότερο χρήσιμη λοιπόν είναι μία στοχευμένη προσέγγιση που να βασίζεται στη διάγνωση των κύριων προσκομμάτων στην ανάπτυξη μιας εθνικής οικονομίας (growth diagnostics), με προτεραιότητα των προσπαθειών μας σε εκείνα που είναι αντιμετωπίσιμα και πολλαπλασιάζουν τα δυνητικά οφέλη. Υπό αυτό το πρίσμα, το βάρος του σχεδιασμού στο πλαίσιο μίας εθνικής αναπτυξιακής στρατηγικής για την ελληνική οικονομία στην μετά το Μνημόνιο περίοδο πρέπει να επικεντρωθεί στα παρακάτω πεδία:
Πρώτον, στην αποκατάσταση της χρηματοδότησης της οικονομίας. Γνωρίζουμε ότι μία μη επαρκώς χρηματοδοτούμενη ανάκαμψη είναι λιγότερο δυναμική, αντιστοιχώντας μόλις στο ένα τρίτο της χρηματοδοτούμενης ανάκαμψης. Η έλλειψη ρευστότητας πνίγει τις ελληνικές επιχειρήσεις, ιδιαίτερα τις μικρομεσαίες, υπονομεύοντας τη βιωσιμότητά τους και ματαιώνοντας τα σχέδια τους.
Δεύτερον, στην ελάφρυνση της φορολογικής επιβάρυνσης η οποία αναδεικνύεται ως σημαντικό επενδυτικό αντικίνητρο, υποσκάπτοντας την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας. Ας μη ξεχνούμε ότι, η Ελλάδα διατηρεί υπέρμετρα φορολογικά βάρη στην επιχειρηματικότητα και αγνοεί πλήρως το κομμάτι των φορολογικών κινήτρων (κύρια στο πεδίο της Έρευνας & Ανάπτυξης), τη στιγμή που στη γεωγραφική περιοχή μας συντελείται ένας φορολογικός ανταγωνισμός για την προσέλκυση επενδύσεων.
Τρίτον, στην εφαρμογή μίας αποτελεσματικής βιομηχανικής πολιτικής (η οποία επανέρχεται διεθνώς ως εργαλείο αναπτυξιακής πολιτικής) με κύρια στόχευση τη μεταποίηση. Οι μεγάλες βιομηχανικές επιχειρήσεις παρουσιάζουν αυξημένη παραγωγικότητα, δημιουργούν συγκριτικά πολλαπλάσιες θέσεις εργασίας και πλήθος θετικών επιδράσεων (spillover effects) στο σύνολο της οικονομίας. Χρηματοδοτήσεις, η απλοποίηση των διαδικασιών αδειοδότησης και η προώθηση του ανταγωνισμού και των συνεργειών εντός του ίδιου κλάδου, αποτελούν τους άξονες ενίσχυσης της βιομηχανικής παραγωγής. Οι παραπάνω προτεραιότητες μπορούν να αποτελέσουν τη βάση για την ταχύτερη ανάκαμψη της οικονομίας, την αναστροφή του αρνητικού κλίματος και ταυτόχρονα να δώσουν τον απαιτούμενο χρόνο ώστε να αποδώσουν οι περισσότερο σύνθετες μεταρρυθμίσεις «δεύτερης γενιάς» που θα αυξήσουν τις δυνητικές δυνατότητες της οικονομίας.
Ας συγκρατήσουμε ότι, παρά την κατασπατάληση πολύτιμου χρόνου τα τελευταία χρόνια, το στοίχημα της ανάπτυξης δεν έχει χαθεί για την οικονομία μας. Αρκεί να βαδίσουμε στο σωστό δρόμο.
* Ο κ. Δημήτρης Σκάλκος είναι πολιτικός επιστήμονας-διεθνολόγος. Το βιβλίο του «Αλλάζει η Ελλάδα;» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Επίκεντρο.