Του Κυριάκου Αθανασιάδη
Μέσα στο κοτέτσι, απ' όπου θα φύγει μόνο όταν πρόκειται να τον σκοτώσουν, ο πετεινός τραγουδά ύμνους προς την ελευθερία επειδή τού έδωσαν δυο κούρνιες.
Είναι εδώ στη γειτονιά ένα καφενείο οπαδών, μια μπιραρία, ένα στέκι όπου συγκεντρώνονται, ή βρίσκουν καταφύγιο, άντρες και γυναίκες κάθε ηλικίας, που συνιστούν κάτι σαν σύνδεσμο οπαδών. Αλλά αυτοί οι συγκεκριμένοι δεν υποστηρίζουν κάποιαν ομάδα. Για την ακρίβεια, τους ενοχλούν όλες οι ομάδες, είναι δεδηλωμένοι αντίπαλοί τους, εχθροί σχεδόν, μισούν τις άλλες ομάδες, τον αθλητισμό και τους άλλους οπαδούς —ή μάλλον μισούν τις ομάδες γενικώς, τους οπαδούς και τους φίλους των ομάδων— με ένα τόσο βαθύ μίσος, ακριβώς γιατί οι ίδιοι δεν είναι οπαδοί καμίας ομάδας. Και δεν είναι οπαδοί καμία ομάδας, όχι τόσο από επιλογή, όσο επειδή μισούν τους οπαδούς των ομάδων. Έχουν περάσει σε μία περιοχή απέχθειας προς την κανονικότητα —ακόμη και στην πιο ταπεινή, άθλια μορφή της, όπως είναι αυτή των οπαδικών συνδέσμων— που δύσκολα συναντά κανείς αλλού. Παρ' όλα αυτά, κατόρθωσαν να συστήσουν έναν πραγματικό σύνδεσμο οπαδών, και μάλιστα αρχετυπικό. Κι ας είναι φαινομενικά κάτι άλλο.
Καμία λαμπρή ιδέα δεν μπορεί να τεθεί σε κυκλοφορία αν δεν συμπεριλαμβάνει κάποιο στοιχείο βλακείας. Η συλλογική σκέψη είναι βλακώδης γιατί είναι συλλογική: τίποτα δεν περνάει τα σύνορα του συλλογικού χωρίς ν' αφήσει εκεί ως αντίτιμο το μεγαλύτερο μέρος της ευφυΐας που φέρει μέσα του. […] Στον ανώτερης ευφυΐας άνθρωπο δεν απομένει σήμερα άλλος δρόμος από την παραίτηση.
Όταν περνάς μπροστά από το καφενείο, ή την μπιραρία αυτή, πιάνεις αμέσως το μίσος που εκπέμπεται από μέσα της. Μπορεί να σε κοιτά κάποιος που κάθεται μέσα, δίπλα στο παράθυρο, ή που στέκεται έξω και καπνίζει, ή μπορεί απλώς να φταίει το «ηλεκτρομαγνητικό πεδίο» που μαίνεται εκεί. Ένα πεδίο καθαρού, απαστράπτοντος μίσους. Όλη η περιοχή είναι ποτισμένη με αυτό, έτσι όπως ξεχύνεται από τον σύνδεσμο των οπαδών που δεν είναι οπαδοί. Λίγο-λίγο, το μίσος κατακτά ακόμη ένα μέτρο εδώ, ακόμη ένα μέτρο παραπέρα, άλλο ένα μέτρο πιο εκεί. Πιστεύω πως σε λίγο καιρό θα έχει εξαπλωθεί σε όλο το τετράγωνο. Για να το αποφύγω, κάνω αυτό που έχω παρατηρήσει και σε άλλους, παλαιότερους από εμένα στη γειτονιά: επιλέγουν να περνούν από απέναντι, ακόμη και αν βιάζονται να προλάβουν το τραμ. Κάνω λοιπόν και εγώ το ίδιο. Όμως, καθώς περπατώ, δεν μπορώ παρά να ρίχνω κλεφτές ματιές στην άλλη πλευρά. Το μαγαζί —ο σύνδεσμος— φαίνεται θολό από μακριά, λες και είναι φτιαγμένο από πίξελ, ίσως ακριβώς λόγω του ηλεκτρομαγνητικού του πεδίου, ή ίσως από κάτι άλλο. Σάμπως εκεί να κυοφορείται κάτι εξαιρετικά επίφοβο.
Επαναστάτης ή μεταρρυθμιστής — το λάθος είναι το ίδιο. Ανίκανος να ελέγξει ή να αναθεωρήσει την ίδια του τη στάση απέναντι στη ζωή, που είναι τα πάντα, ή τον ίδιο του τον εαυτό, που είναι σχεδόν τα πάντα, ο άνθρωπος προσπαθεί να ξεφύγει θέλοντας ν' αλλάξει τους άλλους ή τον εξωτερικό κόσμο. Κάθε επαναστάτης, κάθε μεταρρυθμιστής, είναι δραπέτης. […] Ο άνθρωπος που διαθέτει δίκαιη ευαισθησία και ορθή κρίση, εφόσον τον απασχολεί το κακό και το άδικο στον κόσμο, προσπαθεί, φυσικά, να το διορθώσει, πρώτα απ' όλα, σε ό,τι βρίσκεται πιο κοντά του. Και το πιο κοντινό είναι ο εαυτός του.
Αυτά μέχρι τις προάλλες. Γιατί στην απέναντι μεριά του δρόμου, αυτήν που επιλέγουμε όσοι δεν θέλουμε να εκτεθούμε στο πεδίο μίσους που κυλά από το καφέ των μη-οπαδών, από την μπιραρία τους αυτή, άνοιξε πρόσφατα ένα άλλο, παρόμοιο μαγαζί, που μαθαίνουμε ότι θα υποστηρίζεται πελατειακά από ανθρώπους, άντρες και γυναίκες κάθε ηλικίας, που αντιτίθενται σθεναρά και με σφοδρότητα σε όσα υποστηρίζουν οι απέναντι. Είναι όλοι τους απηυδισμένοι από τους αντιπάλους αυτούς, μολονότι και οι ίδιοι δεν υποστηρίζουν κάποια ομάδα —το αντίθετο, για την ακρίβεια—, και στη συναναστροφή τους, λένε όσοι τούς έχουν ήδη ακούσει, η απέναντι μπιραρία είναι το βασικό και μάλλον το μόνο θέμα συζητήσεως. Ο χώρος έχει ήδη διαμορφωθεί, μάλιστα ένα προηγούμενο βράδυ πριν από μία εβδομάδα, όταν εμείς λείπαμε, έγιναν και τα εγκαίνια, και πλέον θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο νέος χώρος λειτουργεί κανονικά. Και όχι μόνο: ήδη, όταν περνάμε αμέριμνοι από κοντά τους, κι ενώ αυτοί οι καινούργιοι είτε κάθονται μέσα, δίπλα στα παράθυρα, είτε στέκονται έξω στο πεζοδρόμιο και καπνίζουν, νιώθουμε το βλέμμα τους να μας καίει την πλάτη και το σβέρκο. Το βλέμμα τους αυτό μπορεί σχεδόν να σε αγγίξει. Είναι μία ηλεκτρομαγνητική ενέργεια, απτή.
Κάποιοι κυβερνούν τον κόσμο, κάποιοι είναι ο κόσμος. Ανάμεσα σ' έναν Αμερικανό εκατομμυριούχο, τον Καίσαρα, τον Ναπολέοντα ή τον Λένιν, και τον σοσιαλιστή αρχηγό του χωριού, δεν υπάρχει ποιοτική αλλά μόνο ποσοτική διαφορά. Κάτω απ' αυτούς στην ιεραρχία είμαστε εμείς, η μάζα, ο παλαβός δραματουργός Γουίλιαμ Σαίξπηρ, ο μέγας τεχνίτης Τζον Μίλτον, ο αλήτης Δάντης Αλιγκέρι, το παιδί που έστειλα χτες για ένα θέλημα, εγώ, ο κουρέας που μου διηγείται ιστορίες, ο σερβιτόρος που μου έδειξε την αδελφικότητά του λέγοντάς μου περαστικά, γιατί ήπια μόνο το μισό μπουκάλι κρασί.
Ήδη δεν ξέρουμε από πού πλέον θα μπορούμε να πηγαίνουμε για να πάρουμε το τραμ και να πάμε στη δουλειά μας χωρίς να αισθανόμαστε επάνω μας εκείνα τα ηλεκτρομαγνητικά βλέμματα μίσους, ή ποια διαδρομή πρέπει τέλος πάντων να επιλέξουμε για να βγάζουμε βόλτα τον σκύλο μας. Ο ένας σύνδεσμος οπαδών ήταν ήδη πολύς, αλλά μπορούσαμε εύκολα ή δύσκολα να τον παρακάμψουμε, ακόμη και αν έπρεπε να αποφύγουμε όλο το τετράγωνο. Τώρα πλέον, με τον δεύτερο, τα πράγματα είναι δύσκολα. Κι αν φαίνεται σαν ελκυστική, σε μια πρώτη ματιά, η λύση τού πέρα δρόμου, ενός παράλληλου με αυτόν που έχουμε συνηθίσει, ενός στενού που θα μπορούσε να μας βολέψει χωρίς να κάνουμε ιδιαιτέρως μεγάλη παράκαμψη —σε κανέναν μας δεν περισσεύει ο χρόνος—, τι θα κάνουμε αν ανοίξει και εκεί μια παρόμοια μπιραρία, ένα τέτοιο καφέ; Δεν φαίνεται να υπάρχουν ξεκάθαρες λύσεις σε μία τέτοια περίπτωση. Δεν μπορούμε να ξεφύγουμε. Δεν υπάρχει λύση στο πρόβλημα.
Δεν υπάρχει τίποτα που να καθορίζει με τρόπο τόσο αξιοσημείωτο το απόγειο ενός πολιτισμού όσο η γνώση, για μας που τον ζούμε, του ατελέσφορου κάθε προσπάθειας, γιατί μας διέπουν νόμοι αδυσώπητοι, που τίποτα δεν αναιρεί μήτε εμποδίζει. Είμαστε, όλως τυχαίως, σκλάβοι αλυσοδεμένοι στην ιδιοτροπία των θεών, που είναι δυνατότεροι αλλά όχι καλύτεροί μας, υποκείμενοι, εμείς όπως κι αυτοί, στη σιδηρά εξουσία ενός αφηρημένου πεπρωμένου, ανώτερου από τη δικαιοσύνη και την καλοσύνη, ξένου προς το καλό και το κακό.
Ή μάλλον υπάρχει μια λύση, λένε οι πιο τολμηροί από εμάς, καθώς πράγματι αρχίσαμε να συζητάμε το πρόβλημα τα τελευταία εικοσιτετράωρα, δύο-δύο ή και περισσότεροι μαζί, όταν τυχαίνει να βρισκόμαστε μακριά από τα αντίπαλα καφέ: να φτιάξουμε το δικό μας. Χώροι, αν μη τι άλλο, υπάρχουν πολλοί. Θα μπορούσαμε να το ανοίξουμε κοντά στα άλλα δύο, ή και κάπου απόμερα. Αν και η λογική λέει πως θα ήταν πιο σωστό, ή καλύτερα πιο δίκαιο, να το ανοίγαμε κοντά τους. Στον ίδιο δρόμο. Έτσι, θα μας έβλεπαν συνεχώς μέσα από τα παράθυρα, λοξεύοντας το κεφάλι, ή όσο θα στέκονταν στο πεζοδρόμιο καπνίζοντας, και κατ' αυτό τον τρόπο θα παίρναμε ενδεχομένως την εκδίκησή μας. Σε μία κουβέντα μάλιστα που κάναμε χθες το βράδυ, ψήφισα και εγώ υπέρ αυτής της λύσης.
Σήμερα, που δεν είμαι γέρος ακόμα, μπορώ να ονειρεύομαι νησιά του Νότου και αδιανόητες Ινδίες. Ίσως αύριο μου δοθεί, από τους ίδιους Θεούς, το όνειρο ότι είμαι ιδιοκτήτης ενός μικρού ψιλικατζίδικου ή συνταξιούχος σ' ένα σπίτι στα περίχωρα. Οποιοδήποτε όνειρο είναι το ίδιο όνειρο, γιατί όλα είναι όνειρα. Θεοί, μπορείτε να μου αλλάζετε τα όνειρά μου, αλλά όχι το δώρο τού ονειρεύεσθαι.
Εντέλει καταλήξαμε. Θα φτιάξουμε τον δικό μας σύνδεσμο. Δεν υπάρχει κάτι άλλο που να μπορεί να γίνει. Μπορεί, ισχυρίζονται αρκετοί, μοναδικός μας στόχος να είναι η αγάπη, αλλά συχνά πρέπει να αλλάζει κανείς τους στόχους του. Αποφασίστηκε: θα νοικιάσουμε ένα μαγαζί δίπλα στα άλλα. Κι αν χρειαστεί να αφήσουμε τις δουλειές μας, που θα χρειαστεί, κι αν αναγκαστούμε να περιορίσουμε τις βόλτες του σκύλου μας, που βέβαια θα τις περιορίσουμε, μικρό το κακό. Ήδη, από τη στιγμή που πήραμε τη γενναία αυτή απόφαση, γίνεται πιο ξεκάθαρη η εικόνα των αντιπάλων συνδέσμων, πιο κρύα τα βλέμματά τους, αλλά και πιο φοβισμένα στο βάθος-βάθος. Και τα δικά μας μάτια είναι πιο λαμπερά. Από το ηλεκτρομαγνητικό πεδίο που πια σφύζει μέσα μας και που άρχισε κιόλας να εξαπλώνεται σε όλο το τετράγωνο. Από το μίσος.
Προς την είσοδο του λιμανιού, όπου η δύση του ήλιου ολοκληρώνεται διαρκώς, το φως μετατρέπεται σ' ένα λευκό χλωμό, ενώ ένα ψυχρό πράσινο του δίνει γαλαζωπές ανταύγειες. Υπάρχει στην ατμόσφαιρα μια νάρκη από αυτό που ποτέ δεν κατορθώνουμε. Το τοπίο του ουρανού σιωπά εκεί ψηλά.
ΥΓ. Στο σημερινό σημείωμα αντλήσαμε αποσπάσματα από το βιβλίο του Fernando Pessoa, «Το Βιβλίο της Ανησυχίας» (μετάφραση Μαρία Παπαδήμα, Εκδόσεις Gutenberg). Ένα αριστούργημα χωρίς όμοιό του, ένας θρίαμβος.