Απεργία: Το τσίμπημα της μέλισσας

Απεργία: Το τσίμπημα της μέλισσας

Του Ιωάννη Ληξουριώτη*

Οταν η μέλισσα τσιμπάει και προσπαθεί να φύγει, το κεντρί της αποχωρίζεται από το σώμα της μαζί με τον δηλητηριώδη αδένα και ένα μέρος του πεπτικού της συστήματος. Μπορεί το δηλητήριο που χύνεται στο ανθρώπινο σώμα να μην επιφέρει τον θάνατο, αλλά η μέλισσα, χάνοντας ζωτικής σημασίας όργανα, σε λίγο πεθαίνει.

Βέβαια, η μέλισσα δεν ασκεί κάποιο «δικαίωμα» στον θάνατο και η αντανακλαστική αυτή ατομική συμπεριφορά της απέναντι στον κίνδυνο έχει έναν θεμελιώδη «υπαρξιακό σκοπό»: τη διάσωση της κυψέλης. Από την άλλη, η φύση έχει εφοδιάσει το ανθρώπινο είδος με το ένστικτο της αυτοσυντήρησης, ατομικής και συλλογικής.

Μετά τη μικρή αυτή εισαγωγή, ας περάσουμε στο περιώνυμο «δικαίωμα της απεργίας». Πολύ πριν να λάβει αυτή, με την πάροδο του χρόνου, το χαρακτήρα «δικαιώματος» και πριν καταλήξει σταδιακά στη σημερινή «χλιδάτη» κανονιστική μορφή της, δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ένα αντανακλαστικό ξέσπασμα, μια μίνι-επανάσταση, ιδίως χειρωνακτών εργαζομένων, σε τοπικό επίπεδο, περιορισμένο αποκλειστικά σε ιδιωτικές παραγωγικές μονάδες. Οι εργαζόμενοι παραιτούνταν ομαδικά από τις θέσεις εργασίας τους, πιέζοντας τους εργοδότες, σε περιόδους έλλειψης εργατικών χεριών, να βελτιώσουν τους άθλιους όρους εργασίας και τις αμοιβές τους.

Ωστόσο, βρισκόμαστε σε μια εποχή με βιομηχανία στοιχειωδώς μηχανοποιημένη, με εξέχουσα την ανάγκη χρησιμοποίησης μεγάλης ποσότητας εργατικών χεριών, με σχεδόν μηδενική κινητικότητα εργαζομένων, με δειλή κινητικότητα κεφαλαίων και με νηπιώδη ανάπτυξη της μετάδοσης της πληροφορίας. Στο πλαίσιο αυτό, κάποιες φορές οι εργοδότες δεν είχαν πολλές επιλογές εξεύρεσης νέου αυτόχθονος εργατικού προσωπικού και, υποχωρώντας στην πίεση που ασκούσε η ομαδική παραίτηση των εργαζομένων, τους επαναπροσλάμβαναν, βελτιώνοντας σε κάποιο βαθμό τους όρους εργασίας. Ωστόσο, τις περισσότερες φορές οι απεργοί κατέληγαν να βρεθούν οριστικά εκτός αγοράς εργασίας, είτε λόγω μη εργοδοτικής υποχώρησης είτε λόγω οριστικού κλεισίματος του εργοστασίου.

Ηδη, λοιπόν, το απεργιακό φαινόμενο, πέραν της ζημιογόνας για τον εργοδότη επίδρασής του, είχε γενετικά έναν προφανή «αυτοκαταστροφικό» χαρακτήρα, που θα μπορούσε ενδεχομένως να θεωρηθεί εύλογος σε μια περίοδο που, κατά τον Μαρξ, οι εργαζόμενοι-προλετάριοι με την απεργιακή μικρο-επανάστασή τους «δεν είχαν τίποτε άλλο να χάσουν παρά τις αλυσίδες τους». Ομως, σήμερα, το δικαίωμα αυτό, το οποίο σταδιακά σφετερίστηκαν σχεδόν απόλυτα οι συνδικαλιστικο-κομματικές συντεχνίες του δημόσιου τομέα και των οργανισμών κοινής ωφέλειας, έχει ελάχιστη σημασία για τους εργαζομένους του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας, που ενώ δεν έχουν πλέον αλυσίδες να χάσουν, έχουν κάθε λόγο να διατηρήσουν τη θέση εργασίας τους. Και τούτο, γιατί οι συνθήκες που γέννησαν το απεργιακό φαινόμενο έχουν πλέον οριστικά εκλείψει: πλήρης αλλαγή στην οργάνωση και στις τεχνικές παραγωγής, τεχνολογία και διάδοση πληροφορίας που κινούνται με ταχύτητα φωτός, αγορά εργασίας διαμορφωμένη σε πλανητικό επίπεδο κ.λπ.

Σήμερα, η άλογη χρήση του δικαιώματος της απεργίας, εκτός από αντικοινωνικό όπλο στα χέρια των συνδικαλιστών του δημόσιου τομέα, αποτελεί ένα ισοδύναμο του κεντρίσματος της μέλισσας: Οσο περισσότερο βλάπτεται η επιχείρηση τόσο περισσότερο δημιουργούνται συνθήκες που οδηγούν στη φυγή της, ξεριζώνοντας μαζί και εργασιακές θέσεις.

*Ο κ. Ιωάννης Ληξουριώτης είναι ομότιμος καθηγητής Εργατικού Δικαίου