Ένας βαθμός ισορροπίας δυνάμεων αποτελεί σημαντική προϋπόθεση, όχι βέβαια την μόνη, για μια ουσιαστική διαπραγμάτευση.
Όσο μεγαλύτερη η ανισορροπία δυνάμεων, τόσο περισσότερες οι πιθανότητες είτε για ανισοβαρή έκβαση της διαπραγμάτευσης εφόσον αυτή πραγματοποιηθεί, είτε για προτίμηση προσφυγής στη σύγκρουση λόγω υπολογισμών της μιας ή της άλλης πλευράς ότι δεν τις συμφέρει η αποδοχή της ειρηνικής διευθέτησης. Δηλαδή ο σχετικά ισχυρότερος μπορεί να προσβλέπει σε υπέρτερα οφέλη από την πολεμική αναμέτρηση, ενώ ο σχετικά ασθενέστερος να φοβάται μια απαράδεκτα ανισοβαρή έκβαση από την διαπραγμάτευση.
Παρά το αδιαμφισβήτητο αξιόμαχο των ενόπλων δυνάμεων και τις δυνατότητες των οπλικών συστημάτων της Ελλάδας, μια δεκαετία οξύτατης οικονομικής κρίσης και περικοπών έχει αφήσει σημάδια. Η ισορροπία είναι βέβαια έννοια σύνθετη και πολυεπίπεδη, περιλαμβάνει αλλά δεν περιορίζεται στην ισορροπία στρατιωτικών δυνάμεων που ενδέχεται να αναμετρηθούν ανά πάσα στιγμή σε ένα πεδίο. Αναφέρεται άλλωστε τόσο σε αντικειμενικά στοιχεία όσο και στην αντίληψη (ακριβή ή ανακριβή, ορθή ή πεπλανημένη) της κάθε πλευράς για τις δυνάμεις των απέναντι.
Πέρα από κάθε άλλη διάσταση (και είναι πολλές), η παρέμβαση της Γαλλίας στην Ανατολική Μεσόγειο συνεισφέρει και σε αυτό το συγκεκριμένο ζήτημα, ένα ζήτημα που μπορεί να έχει πολλές και διαφορετικές συνέπειες.
Η έμπρακτη γαλλική παρέμβαση όχι μόνο δεν δυσχεραίνει την έλευση της ύφεσης στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, όπως αναπαράγουν ορισμένοι, αλλά –αντιθέτως– συνεισφέρει στη δημιουργία των προϋποθέσεων εκείνων που μπορεί να βοηθήσουν την ηγεσία της Τουρκίας να αντιληφθεί ότι οι πολεμικές ιαχές, η συνεχής παρουσία του στόλου και οι υπερπτήσεις δεν οδηγούν πουθενά.
Αλλά εάν η γαλλική παρουσία βοηθά σε αυτό το επίπεδο, περιορίζοντας όχι τον παροξυσμικό λόγο, αλλά τους πρακτικούς υπολογισμούς της νέο-οθωμανικής ηγεσίας της γείτονος, δίνοντας τη δυνατότητα σε επόμενα βήματα να δοκιμαστούν, ποιες είναι οι διαδικασίες που θα πρέπει να ακολουθήσουμε;
Ποιος διάλογος;
Πρέπει καταρχήν να είναι σαφές ότι ενώ οι επαφές είναι βεβαίως χρήσιμες, η αναζήτηση γρήγορων «λύσεων» στα ελληνοτουρκικά είναι – στη σημερινή συγκυρία – λανθασμένη επιλογή από την άποψη των ελληνικών εθνικών συμφερόντων. Η Αθήνα έχει λόγο να επιδιώξει (α) αποκλιμάκωση με αποχώρηση των ερευνητικών σκαφών και του τουρκικού στόλου, (β) ένα κλίμα επαφών και διαλόγου, (γ) εγκατάλειψη των υπέρμετρα αισιόδοξων προσδοκιών για τη σύνοδο της ΕΕ στις 24-25 Σεπτεμβρίου και (δ) εντατικοποίηση και εμβάθυνση των επιμέρους διμερών συζητήσεων με Γαλλία και ΗΠΑ, με στόχο όμως την συνολική ενίσχυση της χώρας, όχι την αναζήτηση από μηχανής θεών για την επόμενη κρίση.
Με άλλα λόγια, η ελληνική πλευρά χρειάζεται χρόνο. Αλλά χρόνο για να προετοιμαστεί σοβαρά. Εάν η Άγκυρα επιθυμεί μια συζήτηση μέσα στο πλαίσιο των διεθνών κανόνων, τότε τα νέα θα είναι ευχάριστα. Εάν όχι – κάτι που δεν θα μας εκπλήξει – τότε η Ελλάδα θα είναι καλύτερα προετοιμασμένη για να υπερασπιστεί το Αιγαίο και τα συμφέροντά της συνολικά στην Ανατολική Μεσόγειο.
Σε δήλωση για την πρωτοβουλία του ΓΓ του ΝΑΤΟ, η Τουρκία ξεκαθάρισε ότι συμφωνεί και την χαρακτήρισε «πρωτοβουλία η οποία στοχεύει στην έναρξη στρατιωτικών - τεχνικών συνομιλιών μεταξύ των δύο χωρών εντός του ΝΑΤΟ», επισημαίνοντας ταυτόχρονα ότι «παραμένει έτοιμη για διάλογο χωρίς προϋποθέσεις για την επίλυση όλων των ζητημάτων μεταξύ των δυο χωρών». Είναι προφανές ότι το δεύτερο σκέλος απλώς επαναλαμβάνει την πάγια επιθυμία της Τουρκίας για διάλογο με ανοικτή ατζέντα.
Ακόμη και με τις καλύτερες προθέσεις, ένας τέτοιος διάλογος θα αποτελεί εξ' αρχής υποχώρηση για το μέρος εκείνο που αποδέχεται να περιληφθούν στην ατζέντα θέματα που δεν αναγνωρίζει ως υπαρκτά. Και δεν τα αναγνωρίζει είτε διότι θεωρεί ότι έχουν επιλυθεί με συμφωνίες του παρελθόντος είτε διότι διαβλέπει την πρόθεση προβολής μονομερών και αυθαίρετων διεκδικήσεων υπό τον μανδύα των συνομιλιών.
Το άνοιγμα της βεντάλιας των θεμάτων που η Τουρκία θεωρεί αυθαίρετα ότι θα πρέπει να περιληφθούν σε συνομιλίες, σε συνάρτηση με την επικοινωνιακή ανάγκη να φαίνεται – όπως άλλωστε είναι – η Ελλάδα χώρα των ειρηνικών επιλογών, οδηγούν σε διάφορες επιλογές διαπραγματευτικών πρακτικών, όπως π.χ. η αποδοχή μοντέλου συνομιλιών σταδιακής ανάπτυξης με αρχική και μόνη ατζέντα την υφαλοκρηπίδα και ΑΠΖ. Ως κοινό παρονομαστή θα πρέπει οι όποιες επιλογές να έχουν: (α) κάποια σαφή όρια (αδύνατο να συζητήσουμε ζητήματα κυριαρχίας και άμυνας, όπως η άμυνα των νησιών μας) και (β) το δίπολο: κερδίζουμε χρόνο και εξοπλιζόμαστε, τόσο κυριολεκτικά όσο και διπλωματικά.
Τον περασμένο Ιανουάριο, δυο ημέρες πριν τη Διάσκεψη του Βερολίνου (στην οποία δεν είχε προσκληθεί η Ελλάδα), η Γαλλία επανήλθε επί της πειρατικής αλλά υπαρκτής συμφωνίας Τουρκίας – Τρίπολης και δήλωσε εκ νέου ότι η συμφωνία «αποτελεί άμεση αμφισβήτηση των συμφερόντων και των κυριαρχικών δικαιωμάτων των κρατών-μελών της Ένωσης, ειδικότερα της Κύπρου και της Ελλάδας». Όπως τότε έτσι και τώρα, αυτήν ακριβώς την άμεση αμφισβήτηση επιμένει να την αγνοεί η Γερμανία, ενθαρρύνοντας εμμέσως τον τουρκικό αναθεωρητισμό. Οι λόγοι γνωστοί, από την εσωτερική πολιτική με την ισχυρή τουρκική μειονότητα, μέχρι τις καλές οικονομικές και εμπορικές σχέσεις, αλλά και τον φόβο της εργαλειοποίησης της μετανάστευσης όπως και την αντίληψη ότι η Τουρκία πρέπει να παραμείνει κομμάτι της Δύσης.
Από το χθες στο αύριο
Για μια όχι μικρή χρονική περίοδο, η ελληνική εξωτερική πολιτική βρισκόταν σε συνεχή αναδίπλωση την οποία μάλιστα κάποιοι επέλεγαν να βαπτίζουν «αυξημένη εξωτερική νομιμοποίηση» (χωρίς ίχνος χιούμορ). Με την χρηματοπιστωτική και οικονομική κρίση που οδήγησε σε κρίσιμη εξάρτηση, την σαφώς αλληλένδετη και επίσης εμβληματική εθνική υποχώρηση με τη Συμφωνία των Πρεσπών, την εξασθένιση της αποτρεπτικής ισχύος απέναντι στην Τουρκία και την επικράτηση αντιλήψεων που εμπόδισαν την οριοθέτηση θαλασσίων ζωνών, η Ελλάδα έγινε μια χώρα υπερβολικά προβλέψιμη.
Είναι χαρακτηριστικό ότι το 2018 οι σχέσεις με την Ρωσία έφτασαν σε σχεδόν πλήρη ρήξη λόγω της Συμφωνίας των Πρεσπών, όταν η προηγούμενη κυβέρνηση επικαλούμενη παρέμβαση της Ρωσίας στο θέμα προχώρησε στην απέλαση δύο Ρώσων διπλωματών και την απαγόρευση εισόδου στην Ελλάδα άλλων δυο.
Είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι στο τέλος του 2019 η νέα κυβέρνηση στην Αθήνα προέβη σε σκληρή κριτική στη Γαλλία διότι καθυστέρησε την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων με Τίρανα και Σκόπια. Αντίθετα, μια σοβαρή στρατηγική κατανόηση του εξελισσόμενου διεθνούς περιβάλλοντος θα αντιλαμβανόταν πρωτίστως τη σημασία της ιδιαίτερα στενής συνεργασίας με τη Γαλλία σε πολλά επίπεδα, περιλαμβανομένου εκείνου της ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής. Θα αντιλαμβανόταν επίσης, σε τελείως διαφορετικό πλαίσιο, και την ανάγκη βελτιωμένων, στο περιορισμένο πάντοτε πλαίσιο του εφικτού, σχέσεων με τη Ρωσία.
Τα αποτελέσματα είναι σήμερα απτά. Η Τουρκία παραβιάζει την μη οριοθετημένη από εμάς υφαλοκρηπίδα ενώ κάνει και επίσημα δηλώσεις για νησιά αμφισβητούμενης κυριαρχίας. Λείπει στην Ελλάδα η σοβαρή διαμόρφωση και ιεράρχηση προτεραιοτήτων, αλλά ευτυχώς υπάρχουν ήδη σημάδια μιας αποφασισμένης –αλλά ακόμη όχι στρατηγικά συνεκτικής– ανάδυσης της χώρας. Με όλους τους συμβιβασμούς τους, οι συμφωνίες με Ιταλία και με Αίγυπτο αποτελούν πολύ σημαντικά, απολύτως θετικά βήματα που έπρεπε να γίνουν επειγόντως.
Η διαμεσολάβηση της γερμανικής προεδρίας της ΕΕ σε αυτή την περίοδο θα πρέπει να είναι και αυτονόητη και ευπρόσδεκτη. Αλλά μοιάζει να αγνοεί τα μεγάλα ερωτήματα. Μπορεί η Τουρκία να επανέλθει (ουσιαστικά, όχι τυπικά) στο δυτικό στρατόπεδο; Και, εάν επανέλθει, πώς μπορούν οι σχέσεις της με την Ελλάδα να οδηγήσουν σε μια βιώσιμη ειρήνη στην περιοχή;
Όπως έχω εξηγήσει και στο παρελθόν, αυτό που στρατηγικά έχει κάθε λόγο να επιθυμεί η Ελλάδα για τις σχέσεις με την Τουρκία είναι μια βιώσιμη ειρήνη που δεν θα υποκρύπτει φινλανδοποίηση. Ήταν ανέκαθεν δύσκολο λόγω των δομικών χαρακτηριστικών της σύγχρονης Τουρκίας, κατέστη ακόμη δυσκολότερο με δεδομένη αφενός τη νεο-οθωμανική διάσταση του εξελισσόμενου τουρκικού αναθεωρητισμού, αφετέρου τις αδυναμίες της Ελλάδας που αναδείχθηκαν σαφέστερα με την δεκαετή κρίση. Αλλά η σχετική ισορροπία δυνάμεων απέναντι σε μια γείτονα με αναθεωρητικές τάσεις αποτελεί προϋπόθεση για διάλογο και –εάν οι εξελισσόμενες συνθήκες ευνοήσουν– βιώσιμη ειρήνη. Πέρα από την αυτονόητη, στενή συνεργασία με τις ΗΠΑ, χρειάζεται άμεση ενίσχυση της αποτρεπτικής ισχύος της Ελλάδας με παράλληλη εμβάθυνση των συνεργασιών με χώρες –όπως η Γαλλία– που έχουν και οι ίδιες συμφέρον να ανακόψουν την επιχειρούμενη τουρκική ηγεμονία στην Ανατολική Μεσόγειο και τη διείσδυσή της στην Αφρική.
*Ο Κώστας Α. Λάβδας είναι Καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο