Στην χώρα μας έχουμε γνωρίσει πολλές μορφές πολιτικής πόλωσης. Ιδεολογική πόλωση που οδήγησε σε εμφύλιο, πολιτική πόλωση που οδήγησε σε απόπειρες πολιτικών δολοφονιών, πόλωση με στόχο την ηθική απαξίωση – ολόκληρες παρατάξεις να χαρακτηρίζονται ως διεφθαρμένοι, πουλημένοι ή κλέφτες – και τις τελευταίες ημέρες βιώνουμε μία ακραία μορφή πόλωσης την οποία θα ονόμαζα πολιτικό εκφυλισμό. Γιατί πολιτικός εκφυλισμός είναι η χυδαία επίθεση στον πυρήνα του ήθους και της προσωπικής στάσης ανθρώπων που ταυτόχρονα εκπροσωπούν και θεσμούς.
Η πρόσκληση για συζήτηση στην Βουλή δημιούργησε έναν «φόβο πάνω από την πόλη». Πολλοί περιμένουν εκχυδαϊσμό του πολιτικού λόγου, λέξεις που γεννούν απέχθεια και μίσος. Και η αλήθεια είναι ότι μία συζήτηση υψηλού πολιτικού επιπέδου απαιτεί αντίστοιχους συνομιλητές. Η ποιότητα του πολιτικού λόγου προϋποθέτει αντιτιθέμενες ποιότητες.
Όμως η ιδεολογική απίσχναση ενός κόμματος μπορεί αντί για την προσπάθεια ανασυγκρότησης του, να το οδηγήσει να απευθυνθεί σε ακραία και θορυβώδη στοιχεία που επικρατούν σε περιόδους σύγχυσης. Δηλαδή σε εκ των πραγμάτων εξάλειψη κάθε ποιοτικής προσέγγισης.
Η συζήτηση πρέπει να αφορά τον τρόπο που θα πάμε μπροστά. Η συναίνεση είναι ευκταία, αλλά όχι συχνά επιτεύξιμη. Αυτό που είναι αναγκαίο είναι να συνεισφέρουμε κριτικά αλλά θετικά στην διέξοδο και στην λύση των προβλημάτων. Και μπροστά μας έχουμε τεράστια ζητήματα: από την λειτουργία του κράτους που παρουσιάζει την άριστη εκδοχή του στους εμβολιασμούς και ταυτόχρονα τις διαχρονικές παθογένειες του στην αντιμετώπιση καταστροφών, μέχρι την επόμενη μέρα των τεράστιων οικονομικών πληγών της χώρας.
Μπροστά μας έχουμε ξανά μεγάλες απειλές: όπως η συμπεριφορά της Τουρκίας και οι σχέσεις μας με τους συμμάχους. Αλλά μπροστά μας έχουμε και ευκαιρίες: Τώρα που έσπασε η σιωπή να ενθαρρύνουμε τους πολίτες ψυχολογικά, θεσμικά και πρακτικά να μιλήσουν, δίνοντας σε όλους την αίσθηση της εμπιστοσύνης σε μια πολιτεία που μπορεί να προστατέψει την δημόσια αλλά και την ιδιωτική ζωή και αξιοπρέπεια.
Η γενναία συμπεριφορά γυναικών και ανδρών να μιλήσουν για το προσωπικό τραύμα που προκαλεί ένα διαχρονικό διαταξικό, διεπαγγελματικό και σε όλα τα φύλα έγκλημα, όπως αυτό της σεξουαλικής παρενόχλησης και βίας, είναι η ευκαιρία και η αφορμή για μία θετική υπέρβαση. Πράγμα που σημαίνει ότι πρέπει να υπερβούμε τις κομματικές παθογένειες για την συνολική εξόντωση του αντιπάλου και να πάμε μπροστά.
Αν στα θύματα και στους θύτες δώσουμε χρώμα κόκκινο, κίτρινο ή μπλε, τότε εμποδίζουμε την ελεύθερη έκφραση τους αλλά και την αναγκαία δικαίωση και τιμωρία. Η ελληνική κοινωνία με την τεράστια κόπωση του εγκλεισμού, τα οικονομικά αδιέξοδα και τον φόβο για το μέλλον, περιμένει απαντήσεις από αυτούς που μπορούν να δουν μπροστά, τον καθαρό ορίζοντα, όχι να έχουν το βλέμμα στους βούρκους που ανοίγουν δίπλα μας.
Αυτό σημαίνει ότι η ελληνική πολιτεία, με την επεξεργασμένη πολιτικά και ιδεολογικά συνεισφορά όλων των κομμάτων αλλά και των φορέων της, θα πρέπει γρήγορα να παρουσιάσει ένα σχέδιο. Ένα θεσμικό πλαίσιο με την αντίστοιχη δομή υποστήριξης που ενθαρρύνει την/τον πολίτη να μιλήσει ανοιχτά, να υποστηριχθεί ψυχολογικά, να προσφύγει στην δικαιοσύνη, να ζητήσει αποζημίωση και δικαίωση. Ταυτόχρονα θα χρειαστούν οι επιμορφωτικοί φορείς των οργανώσεων, των δήμων και του κράτους να ενημερώσουν εργοδότες και εργαζόμενους για τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους.
Μόνο πολίτες ελεύθεροι χωρίς φόβο και καλά ενημερωμένοι μπορούν να νικήσουν τα σκοτεινά ένστικτα που η κάθε μορφή μικρής ή μεγάλης εξουσίας μπορεί να τους επιβάλει. Η κοινωνία των πολιτών πρέπει να μιλήσει. Η πρωτοβουλία ανήκει όπως πάντα στην κυβέρνηση, αλλά η ευθύνη του να πάμε γρήγορα μπροστά ανήκει και στην μείζονα αντιπολίτευση και στα άλλα κόμματα.
* Η Άννα Διαμαντοπούλου είναι Πρόεδρος του Δικτύου για την Μεταρρύθμιση στην Ελλάδα και την Ευρώπη – πρ. Επίτροπος ΕΕ – πρ. Υπουργός