Του Μάνου Παπάζογλου*
Η δυσοίωνη εκτίμηση ότι το πρόβλημα της χώρας είναι κατά μείζονα λόγο πολιτικό φαίνεται ότι επιβεβαιώνεται κάθε έτος της κρίσης με τον χειρότερο τρόπο. Η κατακόρυφη πτώση της εμπιστοσύνης των πολιτών στο πολιτικό σύστημα, πρωτόγνωρη για τις ώριμες δημοκρατίες των παλαιότερων κρατών-μελών της ΕΕ (η Ελλάς είναι μία από αυτές!), δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί.
Δεν είναι μόνο οι παλινωδίες της κυβερνητικής πολιτικής κατά την τελευταία δεκαετία με την προσχηματική εφαρμογή ορισμένων μεταρρυθμίσεων τις οποίες είχε ανάγκη το κράτος (πχ διοικητική ανασυγκρότηση). Δεν είναι μόνο οι περιορισμένες ικανότητες αρκετών προσώπων τα οποία ανέλαβαν υπουργικά χαρτοφυλάκια, δίχως να μπορούν να ανταποκριθούν στα καθήκοντά τους. Είναι, κυρίως, η ανικανότητα των πολιτικών υποκειμένων – κομμάτων και προσώπων – να τηρήσουν τους κανόνες της θεσμικής συμπεριφοράς τους. Αυτό επιδεινώνει το πρόβλημα αντιπροσώπευσης περαιτέρω.
Ο κ. Τσίπρας προκάλεσε δημοψήφισμα για να διαπραγματευτεί με τους εταίρους (2015), αλλά τελικά αγνόησε την λαϊκή ετυμηγορία. Λίγο αργότερα προκάλεσε εκλογές για να αναπληρώσει το κενό στις έδρες έπειτα από την εσωκομματική ρήξη, και ακολούθως ισχυρίστηκε ότι έλαβε εντολή για την ολοκλήρωση του τρίτου μνημονίου. Μεταξύ των δύο εκλογών Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου έλαβε περίπου 500.000 λιγότερες ψήφους, εξέλιξη που φαίνεται ότι ουδόλως ενόχλησε, αφού το εκλογικό ποσοστό ήταν επαρκές.
Ζήτησε προσφάτως ψήφο εμπιστοσύνης για να καλύψει το κενό από την αποχώρηση ΑΝΕΛ, δίχως να εξηγεί ποιοι είναι οι προγραμματικοί στόχοι έως τη λήξη της θητείας. Προσεταιρίστηκε βουλευτές, δίχως να ενδιαφέρεται για την παραποίηση της εντολής που έλαβαν όσοι προέρχονται από άλλα κόμματα. Θα προσπαθήσει να κυρώσει τη Συμφωνία των Πρεσπών, έστω και κάτω από τον θεμιτό πήχη των 151.
Η πολιτική, όμως, δεν εξαντλείται στην αριθμητική των εδρών, ούτε απλώς στην τήρηση των ελάχιστων δυνατών διαδικαστικών προϋποθέσεων. Όταν οι πολιτικοί δεν τηρούν το fair play, στους πολίτες ενισχύεται η άποψη ότι η πολιτική είναι ένα στημένο θέαμα και απομακρύνονται.
Από το 2012 έχουμε αρκετές ενδείξεις ότι στο εκλογικό σώμα ενισχύονται οι στάσεις κυνισμού και αδιαφορίας, δίχως απαραίτητα αυτό να συνεπάγεται την επιλογή ακραίων κομμάτων. Αρκούν η ιδιώτευση, η απόρριψη και η αποχή.
Το 2011 ο τότε Πρωθυπουργός Γ. Παπανδρέου ζήτησε και έλαβε ψήφο εμπιστοσύνης και αμέσως μετά παραιτήθηκε για να σχηματισθεί κυβέρνηση συνεργασίας. Γιατί κατανόησε ότι είχε χάσει τη δεδηλωμένη στην κοινωνία, ότι δεν μπορούσε πλέον να κυβερνήσει κατά τρόπο επωφελή για τα εθνικά συμφέροντα.
Η απουσία, όμως, fair play αφορά και στους μικρούς παίκτες. Ορισμένα από τα κόμματα αυτά στα οποία μέρος των συμπολιτών μας εναπόθεσαν τις ελπίδες τους για αντιστροφή του παλαιοκομματισμού δυστυχώς απογοήτευσαν με την τακτική τους. Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι ο βουλευτής διαθέτει την συνταγματικά προστατευόμενη ελευθερία συνειδήσεως, αλλά δεν μπορεί να πολιτεύεται κατά τρόπο άναρχο.
Διαφορετικά δεν έχει κανένα νόημα η επιλογή κόμματος και υποψηφίων βουλευτών. Η μετακίνηση μεταξύ κοινοβουλευτικών ομάδων σύμφωνα με την συγκυρία υποδηλώνει την προτεραιότητα στο προσωπικό συμφέρον και τις πολιτικές επιδιώξεις ενός εκάστου βουλευτή, άρα και την προσβολή της αρχικής επιλογής του ψηφοφόρου.
Τα δεδομένα είναι δυσμενή για το πολιτικό σύστημα της χώρας σε ένα έτος με αλλεπάλληλες εκλογικές αναμετρήσεις. Δεν γνωρίζουμε πώς θα εκδηλωθεί η χαμηλή εμπιστοσύνη των πολιτών, αλλά είναι βέβαιο ότι θα αποτελέσει μία τροχοπέδη για τις πολιτικές εξελίξεις. Οφείλουν επειγόντως άπαντες όσοι εμπλέκονται στα πολιτικά πράγματα να εδραιώσουν κοινά αποδεκτούς κανόνες πολιτικής δράσης με τους οποίους θα διαφυλαχθεί το μείζον για τη δημοκρατική αντιπροσώπευση: η αξιοπιστία της πολιτικής ως προϋπόθεση για την καλή λειτουργία των θεσμών.
*Ο κ. Μάνος Παπάζογλου είναι Επίκουρος Καθηγητής Πολιτικών Συστημάτων στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου