Είναι συμβατή με το Σύνταγμα αλλά και γενικότερα με τις αρχές μιας φιλελεύθερης δημοκρατίας η απαγόρευση των άσκοπων μετακινήσεων που επέβαλε η κυβέρνηση για την αντιμετώπιση της περαιτέρω εξάπλωσης της επιδημίας του κορονοϊού;
Η απάντηση είναι καταφατική. Έχει προηγηθεί κάπως χρονικά ο Τζον Λοκ, ο οποίος το 1690 στη Δεύτερη Πραγματεία περί κυβερνήσεως υποστηρίζει ότι ο πρώτιστος και θεμελιώδης νόμος που θα πρέπει να καθοδηγεί -και ταυτοχρόνως νομιμοποιεί- την εξουσία είναι η συντήρηση της κοινωνίας και η προστασία του δημόσιου συμφέροντος, του συμφέροντος δηλαδή ενός εκάστου των ατόμων που συγκρότησαν την κοινότητα. Αυτή είναι και η αρχική και αληθινή έννοια της περίφημης φράσης του Κικέρωνα (De Legibus 3.3.8) «salus populi suprema lex esto».
Το 1859 ο Τζον Στιούαρτ Μιλ στο μεγαλειώδες δοκίμιο «Περί Ελευθερίας» υποστήριξε ότι η αυτοπροστασία είναι ο μόνος λόγος που οι πολίτες ενεργώντας ατομικά ή συλλογικά έχουν το δικαίωμα να επεμβαίνουν στα όρια της ελευθερίας των άλλων. Γράφει ο Μιλ «(...) ο μόνος λόγος για τον οποίο μπορεί νόμιμα να ασκείται εξουσία σε οποιοδήποτε μέλος μιας πολιτισμένης κοινότητας, παρά τη θέλησή του, είναι η αποτροπή της βλάβης των άλλων. (...) Η μόνη συμπεριφορά για την οποία ο άνθρωπος είναι υπόλογος στην κοινότητα, είναι αυτή που αφορά τους άλλους».
Θα αντιτείνει κάποιος, ότι η εξουσία έχει την τάση να επικαλείται το δημόσιο συμφέρον για το οτιδήποτε, συνεπώς υπάρχει πάντοτε ο κίνδυνος της αυταρχίας και ανελευθερίας στο όνομα του γενικού καλού. Η παρατήρηση είναι σωστή και για τον λόγο αυτό, ένα από τα πιο ξεκάθαρα χαρακτηριστικά των φιλελεύθερων συνταγμάτων εδώ και διακόσια χρόνια είναι η διατύπωση των κανόνων, οι οποίοι εξειδικεύουν το δημόσιο συμφέρον και ορίζουν τα αρμόδια γι' αυτό όργανα. Έτσι, το δημόσιο συμφέρον υποκύπτει στην αρχή της νομιμότητας και είναι μόνο ό,τι τα αρμόδια κατά το Σύνταγμα όργανα κατά την καθορισμένη στο Σύνταγμα ιεραρχία και κατά την καθοριζόμενη σ' αυτό διαδικασία ορίζουν, ως τέτοιο.
Η ελεύθερη κυκλοφορία των πολιτών είναι αναμφίβολα τμήμα και ειδικότερη έκφραση της προσωπικής ελευθερίας και κατοχυρώνεται στο άρθρο 5 παρ. 3 του Συντάγματος. Είναι ωστόσο προφανές ότι το δικαίωμα της ελεύθερης κυκλοφορίας, όπως και όλα τα ατομικά δικαιώματα, δεν είναι απόλυτο αλλά υπόκειται σε πολλούς περιορισμούς που επιβάλλονται με νόμο και θεωρούνται από όλους αυτονόητοι και λογικοί. Πεζοί και οδηγοί καθημερινά απαγορεύεται να παραβιάσουμε τον κώδικα οδικής κυκλοφορίας, να περάσουμε με κόκκινο σηματοδότη, να οδηγεί κάποιος το αυτοκίνητό του σε πεζόδρομο ή να περπατά στη μέση ενός δρόμου που διέρχονται αυτοκίνητα.
Είναι σαφές λοιπόν, ότι τα έκτακτα μέτρα για την απαγόρευση των μετακινήσεων που αποφάσισε η κυβέρνηση είναι σύμφωνα με το Σύνταγμα και αποφασίστηκαν από τα αρμόδια όργανα σύμφωνα με την προβλεπόμενη από το Σύνταγμα διαδικασία. Επιτρέπει δηλαδή το Σύνταγμα στην ερμηνευτική δήλωση που βρίσκεται κάτω από το άρθρο 5 να επιβληθούν περιορισμοί στην ελεύθερη κυκλοφορία των πολιτών για λόγους δημόσιας υγείας, ορίζοντας ότι: «Στην απαγόρευση της παραγράφου 4 δεν περιλαμβάνεται (...) η λήψη μέτρων που επιβάλλονται για την προστασία της δημόσιας υγείας ή της υγείας ασθενών, όπως νόμος ορίζει».
Επισημαίνω, τέλος, ότι το τελευταίο όπλο του Διαβόλου εναντίον της ατομικής ελευθερίας είναι να σε πείσει ότι αυτή είναι απόλυτη.
* Το άρθρο δημοσιεύθηκε στον Φιλελεύθερο του Σαββάτου, 28 Μαρτίου