Το κλίμα για την Ελλάδα θα βελτιωθεί αν το αποτέλεσμα των προσεχών εκλογών οδηγήσει στη δημιουργία μιας κυβέρνησης που θα είναι περισσότερο φιλική προς την επιχειρηματικότητα και λιγότερο ευρωσκεπτικιστική. Αυτό εκτιμά ο Άντριου Κένινχαμ, επικεφαλής οικονομολόγος της Capital Economics για την Ευρώπη, σε μία εφ'' όλης της ύλης συνέντευξη στο Liberal.gr, τονίζοντας παράλληλα ότι είναι απαραίτητη η μείωση των φορολογικών συντελεστών και η καταπολέμηση της διαφθοράς για να ενισχυθούν οι αναπτυξιακές προοπτικές της χώρας.
Σύμφωνα με τον κ. Κένινχαμ, οι επενδυτές θέλουν να υπάρχει μία κυβέρνηση στη χώρα που θα είναι πολιτικά σταθερή και θα μπορεί να εφαρμόσει τις απαιτούμενες πολιτικές. Ο ίδιος εξηγεί γιατί η Capital Economics «βλέπει» επιβράδυνση της ανάπτυξης στην Ελλάδα το 2019 και το 2020 και χαρακτηρίζει πολύ σημαντικό το θέμα της αντιμετώπισης των «κόκκινων» δανείων αλλά και της περαιτέρω διαγραφής του ελληνικού χρέους.
Συνέντευξη στον Κωνσταντίνο Μαριόλη
- Η Ελλάδα βγήκε από τα μνημόνια αλλά οι επενδυτές δείχνουν να μην πιστεύουν στις προοπτικές της χώρας. Τι πρέπει να γίνει έτσι ώστε η Ελλάδα να επιστρέψει σε «επενδυτική βαθμίδα» και να προσελκύσει ξένες επενδύσεις που θα στηρίξουν την ανάπτυξη;
Υπάρχει μία γνωστή λίστα ζητημάτων που θα πρέπει να αντιμετωπιστούν, συμπεριλαμβανομένης της βελτίωσης στη διαχείριση των δημόσιων οικονομικών, της μείωσης των φορολογικών συντελεστών και ταυτόχρονης διεύρυνσης της φορολογικής βάσης, της εφαρμογής μέτρων για την καταπολέμηση της διαφθοράς και της μεταρρύθμισης του τραπεζικού κλάδου. Θα ήταν επίσης πολύ χρήσιμο για την Ελλάδα να υπάρξει περαιτέρω μείωση του χρέους. Η ατζέντα πλέον είναι πολύ γνωστή...
- Με τον ΣΥΡΙΖΑ να έχει χάσει τον κυβερνητικό του εταίρο, δεν αποκλείεται μέσα στους επόμενους μήνες να πάμε σε εκλογές. Πιστεύετε ότι ο σχηματισμός μιας κυβέρνησης της οποίας θα ηγείται η Νέα Δημοκρατία θα αποτελούσε θετικό σήμα για τις αγορές;
Ο σχηματισμός μίας κυβέρνησης που θα είναι περισσότερο φιλική προς την επιχειρηματικότητα και λιγότερο ευρωσκεπτικιστική θα βελτιώσει το κλίμα για την Ελλάδα. Όμως οι επενδυτές θα ανησυχούν για την σταθερότητα της επόμενης κυβέρνησης καθώς και για την πολιτική της σύνθεση. Αν δείχνει ότι είναι ένας ασταθής συνασπισμός, οι επενδυτές θα ανησυχούν ότι δεν θα μπορέσει να περάσει τις απαιτούμενες μεταρρυθμίσεις και ότι θα υπάρχουν διαρκείς πολιτικές πιέσεις για δημοσιονομική χαλάρωση.
- Η Capital Economics προβλέπει ότι η ελληνική οικονομία θα αναπτυχθεί με ρυθμό 1,5% το 2019 και με 0,5% το 2020. Πόσο πιθανό είναι να αλλάξει ρότα και να αναπτυχθεί με 3% ή και 4%; Το ρωτάω διότι με τους ρυθμούς που αναπτύσσεται σήμερα θα χρειαστεί πάρα πολλά χρόνια να επιστρέψει στα προ κρίσης επίπεδα.
Είναι όντως πιθανό να ενισχυθούν οι προοπτικές ή ο ρυθμός ανάπτυξης μέσω διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων όπως για παράδειγμα στα ζητήματα που ανέφερα προηγουμένως. Παρ'' όλα αυτά, θα χρειαστεί χρόνος για να δρέψει η Ελλάδα τους καρπούς των εν λόγω μεταρρυθμίσεων. Στο μεταξύ, οι μακροοικονομικές συνθήκες θα είναι κρίσιμες για την ανάπτυξη και γι'' αυτό θα πρέπει να δούμε πως θα είναι η κατάσταση σε χρηματοπιστωτικό επίπεδο στην Ευρωζώνη, το ευρώ αλλά και η εξωτερική ζήτηση. Επίσης, δεδομένων των περιορισμών που θέτει το κοινό νόμισμα σε επίπεδο δημοσιονομικών στόχων, οι ελληνικές κυβερνήσεις δεν έχουν πολλά περιθώρια κινήσεων.
Η πρόβλεψή μας για επιβράδυνση της ανάπτυξης το 2019-2020 αντανακλά την άποψή μας πως τόσο η ευρωπαϊκή όσο και η παγκόσμια οικονομία θα επιβραδύνουν. Εκτιμούμε ότι το ΑΕΠ της Ευρωζώνης θα μεγεθυνθεί κατά μόλις 1% φέτος, πολύ χαμηλότερα δηλαδή από τις συγκλίνουσες εκτιμήσεις της αγοράς. Αυτό με τη σειρά του αντανακλά τη μεγάλη επιβράδυνση από το γ'' τρίμηνο του περασμένου έτους, η οποία αρχικά αποδόθηκε τα προσωρινά προβλήματα των αυτοκινητοβιομηχανιών, όμως δείχνει να διαρκεί περισσότερο ως αποτέλεσμα της επιβράδυνσης της παγκόσμιας ανάπτυξης, της επιδείνωσης του επιχειρηματικού κλίματος και της καταναλωτικής δαπάνης.
- Η ελληνική κυβέρνηση διαθέτει ένα κεφαλαιακό απόθεμα 26 δισ. ευρώ. Βλέπετε το ελληνικό δημόσιο να επιστρέφει πλήρως στις αγορές (που σημαίνει να χρηματοδοτεί τις ανάγκες μέσω των αγορών) πριν το «μαξιλάρι» εξαντληθεί;
Δεν είναι σαφές. Πολλά θα εξαρτηθούν από τις ευρύτερες οικονομικές συνθήκες στην Ευρώπη. Για παράδειγμα, αν οι εξελίξεις είναι τέτοιες που θα οδηγήσουν σε άνοδο τις αποδόσεις των ιταλικών ομολόγων, τότε θα επηρεαστούν αρνητικά και άλλες αγορές, μεταξύ των οποίων και η ελληνική.
- Εσείς βλέπετε κίνδυνο να ζητήσει η Ελλάδα ξανά οικονομική βοήθεια στο μέλλον;
Και να ζητήσει, είναι πολύ δύσκολο να λάβει οικονομική βοήθεια στο μέλλον. Η Γερμανία, ειδικότερα, θα είναι πολύ διστακτική στο να συμφωνήσει σε νέα δάνεια διάσωσης για την Ελλάδα. Από τις προηγούμενες διασώσεις, το πολιτικό κλίμα της «αλληλεγγύης» στην Ευρωζώνη έχει γενικότερα αλλάξει καθώς έχει ενισχυθεί η στήριξη για λιγότερο «mainstream» κόμματα.
Είναι κατά τη γνώμη σας επιτακτική η ανάγκη εφαρμογής μιας κεντρικής λύσης – όπως μία bad bank – για την αντιμετώπιση των «κόκκινων» δανείων;
Είναι πολύ σημαντικό ζήτημα. Θα πρέπει να καταλάβουμε ότι είναι εξαιρετικά σπάνιο να βλέπουμε τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια να αγγίζουν το 45% σε μία οικονομία. Το πρόβλημα θα πρέπει να αντιμετωπιστεί αν θέλουμε να υπάρξει πιστωτική επέκταση. Υπάρχουν πολλοί τρόποι για να γίνει αυτό. Για παράδειγμα, τα δάνεια θα μπορούσαν να πωληθούν στη δευτερογενή αγορά, ή να συγκεντρωθούν σε μία «bad bank» η οποία θα τα διαχειριστεί μέχρι να αναζητήσει έναν ξένο επενδυτή. Προσοχή όμως. Οποιαδήποτε βιώσιμη λύση προϋποθέτει να υπάρχει κρατική στήριξη.
- Για να υλοποιηθούν οι δεσμεύσεις των Ευρωπαίων για το χρέος, η Ελλάδα είναι υποχρεωμένη να επιτυγχάνει υψηλά πλεονάσματα 3,5% για χρόνια. Είναι δυνατό;
Δυνατό είναι αλλά ταυτόχρονα είναι πολύ δύσκολο πολιτικά. Θα ήταν καλύτερα για την Ελλάδα και τους πιστωτές της να διαγραφεί περαιτέρω το χρέος έτσι ώστε να είναι εφικτή η χαλάρωση της δημοσιονομικής πολιτικής.
Who is who
Ο Άντριου Κένινχαμ είναι επικεφαλής οικονομικής ανάλυσης της Capital Economics για την Ευρώπη. Πρόκειται για έναν ιδιαίτερα έμπειρο αναλυτή στα διεθνή οικονομικά ο οποίος έχει διατελέσει αναπληρωτής επικεφαλής οικονομικής ανάλυσης του υπουργείου Εξωτερικών της Μ. Βρετανίας. Βρίσκεται στην εταιρεία από το 2011, ενώ νωρίτερα είχε εργαστεί για 8 έτη στη Merrill Lynch, καλύπτοντας τις αγορές σταθερού εισοδήματος της Αναδυόμενης Ευρώπης, της Μέσης Ανατολής και της Αφρικής. Κατέχει τίτλους στα οικονομικά και στην Οικονομική Ιστορία από το Manchester University και το London School of Economics.