Του Κώστα Μποτόπουλου*
Τα πολιτικά ερωτήματα σχετικά με το αναθεωρητικό διάβημα της κυβέρνησης είναι πηγαία και δικαιολογημένα. Είναι τόσο καθαρή η σχέση του Συντάγματος με την κρίση που (συνεχίζει να) περνά η χώρα μας, ώστε να καθίσταται απαραίτητη η συνταγματική αλλαγή;
Είναι τόσο προβληματικό το ισχύον Σύνταγμα, ώστε να μην πρέπει να χαθεί καμία «ευκαιρία» για να αναμορφωθεί; Είναι άραγε ασήμαντη, μπροστά στη θεσμική διάσταση, η προφανής πρόθεση της κυβέρνησης να αλλάξει την πολιτική ατζέντα και να αποπροσανατολίσει μέσω της αναθεώρησης;
Και στα τρία ερωτήματα η απάντηση πιστεύω πως είναι «όχι». Στη «μνημονιακή εποχή» δεν εισήλθαμε λόγω Συντάγματος και θεσμών, αλλά λόγω συνηθειών και χειρισμών των πολιτικών ηγεσιών και των κυβερνήσεων, κάποιων μάλιστα κυβερνήσεων περισσότερο από άλλες.
Το Σύνταγμά μας δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από κανένα ξένο κείμενο ως πλαίσιο για τη λειτουργία της δημοκρατίας και για την προστασία των δικαιωμάτων των πολιτών, αντίθετα θα μπορούσε έγκυρα κανείς να ισχυριστεί ότι αποτέλεσε και συνεχίζει να αποτελεί αντίβαρο στις όποιες απόπειρες αυθαιρεσίας. Η δε καθυστερημένη, προσχηματική και πρόχειρη κυβερνητική πρόταση περί αναθεώρησης θα πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπ'' όψιν και να «απαντηθεί».
Παρ' όλα αυτά, ή μάλλον με βάση όλα τα παραπάνω, ισχυρίζομαι ότι τα κόμματα και οι κοινωνικές δυνάμεις του δημοκρατικού τόξου όχι μόνο έχουν θεσμική υποχρέωση αλλά και θα αντλήσουν πολιτικό κέρδος από τη συμμετοχή τους στη διαδικασία που ερήμην τους άνοιξε αυτές τις μέρες. Ακριβώς για να «απαντήσουν» όπως αρμόζει στο κυβερνητικό διάβημα, όχι απονομιμοποιώντας το, αλλά φωτίζοντάς το και προσδίδοντάς του τη δική τους δυναμική.
Τρία είναι τα επιμέρους στοιχεία που στα μάτια μου καθιστούν μονόδρομο αυτή την επιλογή. Πρώτον, η ίδια η φύση του Συντάγματος ως υπέρτατου συμβολικού και πολιτικού κανόνα. Άρνηση συμμετοχής στην αναθεωρητική διαδικασία δεν έχει συμβεί στη μεταπολιτευτική ιστορία μας: η απόσυρση του ΠΑΣΟΚ και της Αριστεράς το 1975 έγινε αφού κατατέθηκαν δικές τους προτάσεις και αφού συζητήθηκαν οι προτάσεις της συμπολίτευσης, ο ίδιος δε ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε αργότερα θεωρήσει λάθος ακόμα και την αποχή του κόμματός του από τις ψηφοφορίες. Αν συνέβαινε για πρώτη φορά τώρα, θα έδειχνε μια θεσμική ελαφρότητα εκ μέρους της αντιπολίτευσης και θα προσέδιδε μια πατίνα «υπερασπιστή του Συντάγματος» στην κυβέρνηση, την οποία ουδόλως δικαιούται.
Δεύτερον, παρά το γενικώς ικανοποιητικό περιεχόμενό του και τον εκτεταμένο εκσυγχρονισμό που υπέστη με την αναθεώρηση του 2001, το Σύνταγμά μας έχει ορισμένες αποδεδειγμένα δυσλειτουργικές διατάξεις και κενά, για τα οποία ήδη υπάρχει συναίνεση και δεν δικαιολογείται να μη διορθωθούν (ευθύνη υπουργών και ασυλία βουλευτών, μη διάλυση της Βουλής για εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας, ισχυροποίηση ανεξαρτησίας Δικαιοσύνης, βελτίωση της σχέσης του πολίτη με το κράτος).
Τρίτον, επειδή η αναθεώρηση διεξάγεται όχι σε μία αλλά σε δύο Βουλές, είναι πρόσφορο για τη δημοκρατική αντιπολίτευση όχι μόνο να συμβάλει με προτάσεις αλλά και να φροντίσει οι μεν επόμενες εκλογές να έχουν ως ένα από τα κεντρικά τους αντικείμενα τη λελογισμένη συνταγματική αλλαγή, η δε επόμενη Βουλή να διαμορφώσει υπέρ της δημοκρατίας και του γενικού συμφέροντος τις νέες διατάξεις.
Πράττοντας έτσι, οι δημοκρατικές δυνάμεις της χώρας θα έχουν κάνει την υψηλότερης μορφής αντίσταση στις κυβερνητικές παρεκβάσεις.
*Το άρθρο αποτελεί μέρος του διαλόγου για το Σύνταγμα ο οποίος δημοσιεύεται στον Φιλελεύθερο που κυκλοφορεί
Φωτογραφία: intime news