Του Σάκη Μουμτζή
«Καταδικάζουμε την επίθεση κατά του κ. Γεωργιάδη. Οι δηλώσεις του ωστόσο προκαλούν έκπληξη. Είναι προφανές πως παρά τους αντιπερισπασμούς και τις εντυπώσεις που επιχειρεί να προκαλέσει δεν πρόκειται να αποφύγει ούτε την πολιτική κριτική ούτε τα πολιτικά ερωτήματα για τις σκοτεινές υποθέσεις στις οποίες φέρεται να εμπλέκεται ως πρώην υπουργός Υγείας».
Αν δεν ήταν ανακοίνωση κυβερνητικού κόμματος θα ήταν απλώς ένα κατάπτυστο κείμενο. Τώρα είναι κι επικίνδυνο. Με μια πρόταση καταδικάζει την βομβιστική επίθεση εναντίον του βιβλιοπωλείου του Άδωνι Γεωργιάδη και όλη η υπόλοιπη ανακοίνωση είναι ένας πολιτικός λίβελος εναντίον του. Οι αστερίσκοι δεν επικαλύπτουν απλώς το κυρίως θέμα. Συνδέουν- κατά τρόπο αήθη- ένα γεγονός, με μια κατηγορία που είναι προς απόδειξη. Γιατί η χρήση της λέξης « αντιπερισπασμός» μόνον τυχαία δεν ήταν.
Απεναντίας, θα έλεγα, πως η αντιπολιτευτική δράση του αντιπροέδρου της Νέας Δημοκρατίας και ο πόλεμος λάσπης με τον οποίον τον αντιμετωπίζουν τα παπαγαλάκια του ΣΥΡΙΖΑ, τον δαχτυλοδειχτούν στους γνωστούς χώρους των λεγόμενων αντιεξουσιαστών. Οι πολιτικές σχέσεις συνιστωσών του κυβερνώντος κόμματος με αυτόν τον ιδεολογικοπολιτικό χώρο είναι γνωστές, δεν κρύβονται και έχουν αναλυθεί εξαντλητικά, με τρόπο πειστικό.
Άλλωστε, και να θέλουμε να ξεχάσουμε τις σχέσεις στοργής που υπάρχουν μεταξύ στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ και των αντιεξουσιαστών οι συμπεριφορές των πρώτων, δεν μας το επιτρέπουν. Έτσι, με αφορμή την εκκένωση από τις δυνάμεις Τάξεως δημοσίων κτηρίων, είχαμε τις δηλώσεις δύο βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ που καταδίκασαν άμεσα ή έμμεσα, αυτήν την επέμβαση.
Μάλιστα ο Δ. Σεβαστάκης, από τα ελάχιστα σοβαρά άτομα του κυβερνώντος κόμματος, θεωρητικοποίησε τις αντιρρήσεις του υποστηρίζοντας την καινοφανή άποψη πως «δεν πρέπει να υπάρχει καμία μορφής εξουσία στα δημόσια κτήρια».
Φαίνεται να αγνοεί ο εν λόγω βουλευτής, πως κενό εξουσίας δεν υπάρχει. Όταν κάποιος παραιτείται από αυτήν, την ασκεί κάποιος άλλος. Έτσι, όταν το Ελληνικό Δημόσιο, ο ιδιοκτήτης της δημόσιας περιουσίας, δεν ασκεί τα εκ του νόμου δικαιώματα του, τότε οι κάθε μορφής « συλλογικότητες» υπεισέρχονται στην θέση του.
Προφανώς, η συμπάθεια που υπάρχει προς τον χώρο της αντιεξουσιαστικής Αριστεράς—που με την ωμή βία που ασκεί είναι καθ΄όλα εξουσιαστική—απορρέει από την ιδεολογικοπολιτική συγγένεια τους. Ο ΣΥΡΙΖΑ και πολλά στελέχη του, τους αντιμετωπίζουν σαν τα παραστρατημένα παιδιά. Είναι σύντροφοι που ερμηνεύουν αλλιώς τον μαρξισμό. Που αφήνουν το μίσος για την κοινωνία να επικαλύψει την απαίτηση για νόμιμη πολιτική πάλη.
Είναι όμως χρήσιμοι. Κάνουν την «βρώμικη» δουλειά. Τρομοκρατούν τους πολιτικούς αντιπάλους τους που είναι κοινοί και με την κυβερνώσα Αριστερά, που τους περιθάλπει, προσηκόντως, για αυτές τους τις «εξυπηρετήσεις».
Ο νόμος ενός ανεκδιήγητου πανεπιστημιακού-υπουργού, ο νόμος Παρασκευόπουλου, που μετέτρεψε τις πράξεις του αριστερού παρακράτους από κακούργημα σε πλημμέλημα, καθιστά ουσιαστικά κάθε σύλληψη των δραστών άνευ νοήματος, καθώς αφήνονται αμέσως ελεύθεροι. Ενδεικτικά να αναφέρω, πως, τα μέλη του Ρουβίκωνα, που βαρύνονται με δεκάδες έκνομες ενέργειες, είναι ταυτοποιημένα μέχρις ενός από την Αστυνομία, η οποία όμως δεν μπορεί να κάνει τίποτα, λόγω του νόμου Παρασκευόπουλου.
Οι σχέσεις της ριζοσπαστικής Αριστεράς με την αντιεξουσιαστική Αριστερά ήταν γραφικές, όσο η πρώτη ήταν μια περιθωριακή δύναμη. Από την στιγμή όμως που σάλταρε στην εξουσία, έγιναν σχέσεις Κράτους –παρακράτους κι έτσι θα πρέπει να αντιμετωπίζονται.