Της Κωνσταντίνας Κοτταρίδη*
Ο προϋπολογισμός που κατατέθηκε στη Βουλή προς ψήφιση θα μπορούσε να έχει τον παραπάνω τίτλο. Ίσως τα επόμενα χρόνια να δούμε στα οικονομικά βιβλία ένα κεφάλαιο που να αναφέρεται στην ειδική περίπτωση της Ελλάδας και την έξοδο από την κρίση με το μοντέλο της «αντιαναπτυξιακής ανάπτυξης».
Ο νέος προϋπολογισμός ακολουθεί την πεπατημένη του φετινού και του περυσινού προϋπολογισμού που βασίζεται σε υπερπλεόνασμα το οποίο προκύπτει από υπερφορολόγηση. Υπερφορολόγηση που μάλιστα πλήττει κυρίως τις πιο ευάλωτες πληθυσμιακές ομάδες ιδιαίτερα όταν διαρκώς παρατηρείται αύξηση των έμμεσων προς άμεσους φόρους. Βέβαια, οι έμμεσοι φόροι εισπράττονται πολύ πιο εύκολα από τους άμεσους , γι΄ αυτό και η προτίμηση προς αυτούς.
Η οικονομική επιστήμη είναι σαφής. Σε περιόδους έντονης κρίσης και δημοσιονομικών ελλειμμάτων χρειάζεται συγκράτηση των δαπανών, αύξηση των εσόδων και βαθιές μεταρρυθμίσεις. Θα μου πείτε, αυτό δεν κάνει η κυβέρνηση; Αν κάποιος φοιτητής μου έγραφε μόνο αυτό σε αντίστοιχη ερώτηση, σίγουρα θα έμενε μετεξεταστέος.
Το παραπάνω μπορεί να οδηγήσει σε ανάπτυξη, μπορεί να οδηγήσει επίσης σε περαιτέρω ύφεση ή στην καλύτερη των περιπτώσεων σε αντιαναπτυξιακή ανάπτυξη. Η συγκράτηση των δαπανών πρέπει να γίνει σε εκείνες τις δαπάνες που είναι οι λιγότερο απαραίτητες, (π.χ. η κατανάλωση του Δημοσίου σε άσκοπες δραστηριότητες) ή η εξοικονόμηση δαπανών (π.χ. με μείωση των ενοικίων των κτιρίων του Δημοσίου χρησιμοποιώντας ιδιόκτητα κτίρια για να αναφέρω ένα παράδειγμα) και προφανώς με συγκράτηση διορισμών στο Δημόσιο.
Σίγουρα όμως όχι από συγκράτηση δημοσίων επενδύσεων, οι οποίες είναι άκρως απαραίτητες για τη δημιουργία θέσεων απασχόλησης και κεφαλαίου οδηγώντας σε θετικά αναπτυξιακά αποτελέσματα που είναι διατηρήσιμα. Και τι γίνεται με τα έσοδα; Σε περιόδους ύφεσης είναι λογικό να αναμένεται μείωση φορολογικών εσόδων λόγω μείωσης των εισοδημάτων των φορολογουμένων, επομένως με ποιο τρόπο θα αυξηθούν τα έσοδα; Η απάντηση είναι με τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης, δηλαδή την αύξηση της δεξαμενής των πολιτών και των επιχειρήσεων που καταβάλλουν φορολογία και όχι με πνίξιμο των ήδη συνεπών φορολογουμένων οι οποίοι καλούνται να βγάλουν μια ολόκληρη χώρα από την κρίση αφανιζόμενοι σταδιακά οι ίδιοι.
Η οικονομική θεωρία είναι επίσης ξεκάθαρη στο πώς δημιουργείται ανάπτυξη. Όλα τα μοντέλα οικονομικής ανάπτυξης δείχνουν τις επενδύσεις, το ανθρώπινο κεφάλαιο, την επιχειρηματικότητα, την καινοτομία. Ας τα πάρουμε με τη σειρά. Στο επίπεδο των επενδύσεων, από πλευράς δημοσίων επενδύσεων, τα πράγματα είναι πολύ περιορισμένα λόγω της έλλειψης πόρων. Τα μόνα διαθέσιμα κονδύλια είναι μέσω ΕΣΠΑ. Άρα ποιες επενδύσεις μας μένουν; Οι ιδιωτικές, εγχώριες και ξένες! Και τι κάνουμε ως προς αυτό; Η εμπειρία των τελευταίων ετών δείχνει υπερφορολόγηση των ιδιωτικών επενδύσεων και της επιχειρηματικότητας που οδηγεί με αυξανόμενο ρυθμό σε φυγή των επιχειρήσεων σε γειτονικές χώρες με φιλικότερο φορολογικό και επιχειρηματικό πλαίσιο, όπως τη Βουλγαρία και την Κύπρο. Ταυτόχρονα, εγείρονται αναρίθμητα εμπόδια σε όποιες μεγάλες επενδύσεις πρόκειται να γίνουν στην Ελλάδα, αναβάλλοντας στην καλύτερη των περιπτώσεων την επένδυση (π.χ. Ελληνικό) ή διώχνοντας άλλες στη χειρότερη (Σκουριές), μειώνοντας έτσι την απασχόληση και οδηγώντας σε νέους ανέργους. Επομένως, τόσο οι επενδύσεις όσο και η επιχειρηματικότητα αλλά, εντέλει, και η καινοτομία πλήττονται βαρέως. Επιπλέον της φορολόγησης, ο ιδιωτικός τομέας και η επιχειρηματικότητα έχει να αντιμετωπίσει και το «φάντασμα» του Δημοσίου με το πολυδαίδαλο νομοθετικό πλαίσιο, την ανερμάτιστη γραφειοκρατία και την αργή απονομή δικαιοσύνης.
Ας δούμε τώρα την άλλη μεγάλη πληγή της Ελλάδας. Το ανθρώπινο κεφάλαιο. Ποιο ανθρώπινο κεφάλαιο; Αυτό που η χώρα πληρώνει για τις σπουδές του (η μόρφωση είναι από τις μεγαλύτερες επενδύσεις που κάνει μια χώρα προκειμένου να απολαύσει τις αποδόσεις αυτής όταν οι νέοι επιστήμονες μπουν πια στους απασχολούμενους μετά το πτυχίο τους), αλλά που φεύγει μαζικά προς το εξωτερικό αναζητώντας καλύτερες συνθήκες εργασίας, απολαβών αλλά κυρίως ενός καλύτερου συστήματος που είναι φιλικό προς την περαιτέρω ανάπτυξη των γνώσεών τους, την αναγνώριση του ταλέντου τους και τις δυνατότητες που προσφέρει το θεσμικό πλαίσιο για πραγματοποίηση και ανάπτυξη των δραστηριοτήτων τους; Δεν είναι τυχαίο ότι οι Έλληνες που έχουν φύγει στο εξωτερικό διαπρέπουν.
Άρα, για ποια ανάπτυξη μιλάμε; Εκείνη που προκύπτει λόγω κατανάλωσης; Και πώς άραγε προκύπτει αυτή η αύξηση της κατανάλωσης σε μια τέτοια ασφυκτική φορολογική συγκυρία; Μήπως από εκείνους που δεν πληρώνουν φόρους γιατί έχουν πια παγιώσει τη φοροδιαφυγή τους σε βάρος των συνεπών φορολογουμένων, διευρύνοντας έτσι περαιτέρω τις κοινωνικές ανισότητες και γιγαντώνοντας τη μη δίκαιη διανομή του εισοδήματος;
Μια τέτοια αντιαναπτυξιακή ανάπτυξη είναι πύργος που χτίζεται στην άμμο και που τον παίρνει μαζί του το πρώτο μικρό κυματάκι που τον πλησιάζει… Δεν θέλουμε τέτοια ανάπτυξη. Οι Έλληνες πολίτες, και δη εκείνοι που έχουν σηκώσει στις πλάτες τους το μεγαλύτερο βάρος αυτής της κρίσης, οι πιο ευάλωτες ομάδες και η μικρομεσαίοι, δεν αντέχουν να ξαναπεράσουν μια δεύτερη κρίση, ουρά της πρώτης. Έχει εξαντληθεί κάθε κουράγιο και φοροδοτική ικανότητα.
Το ζητούμενο είναι η βιώσιμη ανάπτυξη, η ανάπτυξη η οποία θα βασίζεται σε ουσιαστικές επενδύσεις και μεταρρυθμίσεις. Διαφορετικά η Ελλάδα θα σέρνεται πίσω από τα πρωτογενή πλεονάσματα, τα κοινωνικά μερίσματα και τα συσσίτια των πολιτών.
* Η κα Κωνσταντίνα Κοτταρίδη είναι επίκουρος Καθηγήτρια Οικονομικών Πανεπιστημίου Πειραιώς.