Του Λευτέρη Δρακόπουλου
Το δημοφιλέστερο άθλημα των Ελλήνων δεν είναι το ποδόσφαιρο, είναι ο αντιαμερικανισμός. Η συγκεκριμένη ψύχωση δεν αποτελεί κάτι το παράδοξο ή έστω, κάτι το πρωτότυπο. Οι μικροί λαοί επιλέγουν μεγάλους εχθρούς. Πρόκειται για μία μορφή κόμπλεξ.
Τα προβλήματα ξεκινούν όταν η ανοησία, η ελαφρότητα και o κομπλεξισμός εξελίσσονται σε συλλογική μέθοδο αξιολόγησης ενός πολιτισμού, μιας κοινωνίας, ενός πολιτειακού συστήματος. Τότε οι ασκούντες αυτή τη μέθοδο αξιολόγησης οδηγούνται προς την αποχαύνωση και την περιθωριοποίηση.
Η συλλογική αποχαύνωση είναι ένα μεγαλύτερο κοινωνικό και πολιτιστικό φαινόμενο. Στην περίπτωση των Ελλήνων αντικατοπτρίζεται στις πρόσφατες κυβερνητικές επιλογές τους.
Η εθνική περιθωριοποίηση είναι επίσης αναπόσπαστο στοιχείο του χαρακτήρα ενός λαού και κληρονομείται από γενιά σε γενιά. Στην περίπτωση της Ελλάδος αντικατοπτρίζεται στις τριπλές εκλογές του 2015. Τρεις φορές οι Έλληνες ψήφισαν κατά του δυτικού πολιτισμού, κατά της δημοκρατίας και φυσικά κατά της Ευρώπης. Ο κομπλεξισμός νίκησε, έγινε εξουσία και η ελληνική κοινωνία αφέθηκε στον οριενταλισμό που έτσι κι αλλιώς τη χαρακτηρίζει εδώ και αιώνες.
Εξετάζοντας βαθύτερα το φαινόμενο, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι με εξαίρεση χώρες όπως η Βενεζουέλα ή το Ιράν, ο αντιαμερικανισμός στην Ελλάδα είναι από τους ισχυρότερους στον κόσμο. Σε πολιτισμικό επίπεδο, ο αντίστοιχος Γαλλικός ξεπερνά κάθε άλλον, αλλά στην γαλλική περίπτωση η θεωρία παίζει μεγαλύτερο ρόλο απ' ότι η πρακτική. Αντίθετα στην Ελλάδα, ο αντιαμερικανισμός ασκείται, εφαρμόζεται, επιδιώκεται, συντηρείται και αναπαράγεται δίχως θεωρητικό υπόβαθρο. Η απέχθεια για την Αμερική και για οτιδήποτε αμερικανικό αποτελεί μέρος της παθογένειας του Έλληνα.
Έπειτα, είναι και η ιδιοσυγκρασία της φυλής. Οι Έλληνες αναγνωρίζουν στο παρελθόν και στο παρόν μια προαιώνια πάλη, μια άποψη για τη ζωή που θέλει πάντα έναν ισχυρότερο να απειλεί έναν αδύναμο. Χαμένες πατρίδες, στερημένες αυτοκρατορίες, πόλεις που περιμένουν να "παρθούν", συντηρούν μια "πάλι με χρόνια με καιρούς, πάλι δικά μας θα ''ναι" αντίληψη της Ιστορίας. Μονίμως κυνηγημένη, μονίμως παραπλανημένη, μονίμως προδομένη, η πλειοψηφία των Ελλήνων αντιλαμβάνεται την ιστορική διαδικασία σύμφωνα με τις διδαχές και τις εμμονές μιας 'πνευματικής' ελίτ, το κόμπλεξ της οποίας είναι προφανώς αστείρευτο.
Από που ήρθε αυτή η αντιαμερικανική "ελίτ"; Ποιοι την συγκροτούν; Και γιατί καλλιεργεί τον αντιαμερικανισμό;
Παρατηρούμε ότι από την εμφάνιση του φαινομένου έως σήμερα έχουν εκδηλωθεί τουλάχιστον τρεις εκφάνσεις αντιαμερικανισμού.
Η πρώτη, ήταν προϊόν αντίδρασης μετά από την ήττα του εμφυλίου. Εκδηλώθηκε κυρίως μέσω πολιτικού λόγου, έντυπου και προφορικού, αλλά και μέσω δημόσιου αντίστοιχου, με πορείες "διαμαρτυρίας", με τη συγκρότηση "επιτροπών για τον διεθνή αφοπλισμό" κλπ κλπ. Αναπτύχθηκε την περίοδο 1949-1966. Ο ιστορικός ρόλος του συγκεκριμένου αντιαμερικανισμού υπήρξε σημαντικός, καθώς συνέβαλε στην πολιτική και κοινωνική ένταση της περιόδου. Η πορεία του ήρθε σε φυσική κατάληξη εξαιτίας της σοβιετικής εισβολής στην Τσεχοσλοβακία και την ακόλουθη στρατιωτική κατοχή της Πράγας.
Η δεύτερη έκφανση αντιμερικανισμού προήλθε από την απογοήτευση που προκάλεσαν τα γεγονότα της Πράγας στις γραμμές των νεότερων στελεχών της κομμουνιστικής αριστεράς και από την επακόλουθη μετάλλαξη του αριστερού πολιτικού λόγου. Η θεωρητική του βάση τέθηκε κατά τη διάρκεια του Μάη του '68. Ήταν μία αριστερίστικη αντίδραση δίχως σαφή ιδεολογική συγκρότηση και εκδηλώθηκε μέσω αυτόνομης πολιτικής δράσης, συχνά ένοπλης. Στην ιδεολογικά και οργανωτικά διασπασμένη ελληνική Αριστερά, η κριτική έναντι του ρόλου που διαδραμάτιζαν τότε οι ΗΠΑ διεθνώς και ειδικότερα στην ΝΑ Ασία και τη Νότια Αμερική, βρήκε εύφορο έδαφος ανάπτυξης. Στόχος της ήταν η αποφυγή της πολιτικής ομαλότητας όπως είχε επιτυχώς καταγραφεί σε άλλες χώρες που ήταν σε μετάβαση μετά από δικτατορίες (Πορτογαλία, Ισπανία κ.α). Χρονολογικά εκδηλώθηκε από το 1975 έως το 1979 περίπου. Αν και μικρής διάρκειας, ο ιστορικός ρόλος αυτού του αντιαμερικανισμού υπήρξε σημαντικός. Πέρα από την ανάσχεση της δυτικής πορείας της Ελλάδας, πέτυχε και την περιθωριοποίηση της κοινωνίας. Η παρέμβασή του στο πανεπιστήμιο ήταν επίσης καθοριστική. Την περίοδο αυτή συγκροτείται ο επίσημος αντιαμερικανισμός, ο "μοδάτος" θα έλεγε κανείς, με την κοινωνία να ακολουθεί και να πείθεται στο μεγαλύτερο μέρος της με τα προστάγματά του.
Υπήρξε και τρίτη έκφανση, η οποία ήταν λιγότερο σημαντική σε ότι αφορά τα επί της ουσίας πολιτικά δρώμενα. Ο ρόλος της ωστόσο αποδείχθηκε τουλάχιστον διαχρονικός καθώς συγκρότησε τον πυρήνα ενός αναπαραγόμενου αντιαμερικανισμού, ειδικά μεταξύ των κοινωνικών στρωμάτων ελλιπούς μόρφωσης. Ο συγκεκριμένος αντιαμερικανισμός είναι σε ισχύ σήμερα, βαδίζει παράλληλα με τον αντισημιτισμό και τον εν γένει αντιδυτικισμό και αναπαράγει πρότυπα και στερεότυπα παραφιλολογικού και συνωμοσιολογικού περιεχομένου. Πρόκειται για μέρος της καθαυτής πολιτικής ιδεολογίας του Λούμπεν υπο-προλεταριάτου, εκτείνεται χρονικά στη μεταξύ του 1981 και έπειτα περίοδο και καλύπτει τα τρία τέταρτα περίπου του πολιτικού, οικονομικού και κοινωνικού στερεώματος. Πληθυσμιακά συγκροτεί την κατεξοχήν εκλογική βάση της σημερινής κυβέρνησης.
“Μα πως συντηρείται, πως αναπαράγεται, αυτός ο αντιαμερικανισμός;” ρωτούν πολλές φορές Αμερικανοί αξιωματούχοι, στρατιωτικοί και κυρίως διπλωμάτες.
Το ερώτημα δεν απαντάται εύκολα καθώς υπάρχει η πιθανότητα να περιπέσει κανείς σε γενικεύσεις. Ωστόσο είναι προφανές ότι στην Ελλάδα ο αντιαμερικανισμός των τελευταίων 38 χρόνων τουλάχιστον, διδάχθηκε. Τον δίδαξαν στα σχολεία, στα πανεπιστήμια, στους χώρους εργασίας (ειδικά του Δημοσίου), στο Κοινοβούλιο, στις τηλεοπτικές συζητήσεις, στα ντοκιμαντέρ, στις καφετέριες και πρωτίστως στο πεζοδρόμιο, με πορείες, με αφισοκολλήσεις, με καψίματα σημαιών, με συνθήματα και χειρονομίες, με καταλήψεις, με μολότοφ. Τον δίδαξαν επίσης με δολοφονίες Αμερικανών. Ειδικά στο πανεπιστήμιο, οι μισούντες την Αμερική έδωσαν τον καλύτερό τους εαυτό.
Οι βάσεις αυτής της κατήχησης τέθηκαν στα μέσα της δεκαετίας του '70 όταν επέστρεψαν στην Ελλάδα, κυρίως από τη Γαλλία, πάμπολλοι κατ' επάγγελμα “διανοητές”, με διαπιστευτήρια στην αντιαμερικανική δράση. Κάποιοι από αυτούς αργότερα έγιναν καθηγητές με το Νόμο Πλαίσιο. Από τη θέση αυτή εμβολίασαν τις σπουδές με ιδεοληπτική παράνοια. Στους τομείς των θεωρητικών σπουδών η ουσία, το ύφος και η μεθοδολογία των μαθημάτων απέπνεε καθαρή αντιπάθεια προς τις ΗΠΑ. Την εξεταστέα ύλη αποτελούσαν πλέον τα έργα Νοτιο-αμερικανών συγγραφέων. Έγιναν πολλαπλοί νέοι διορισμοί εκπαιδευτικού προσωπικού, με κριτήριο επιλογής την προγενέστερη 'δημοκρατική' δράση στα αμφιθέατρα και στις πορείες και οποιαδήποτε αναφορά σε διεθνείς πρακτικές εκπαίδευσης καταδικάζονταν a priori ως 'απόπειρα αμερικανοποίησης του ελληνικού πανεπιστημίου'.
Αυτός ήταν ο πρώτος από πολλούς ομόκεντρους κύκλους. Συγκροτήθηκαν κέντρα μελετών, εκδόθηκαν περιοδικά, έγιναν σεμινάρια σε εργατικά κέντρα, έγιναν ανοιχτές συζητήσεις, συναυλίες (πολλές, μα πάρα πολλές συναυλίες), τοιχοκολλήθηκε το σύμπαν και σιγά-σιγά μια ολόκληρη γενιά αντιαμερικανών βρέθηκε να αναπαράγει γενικόλογα συνθήματα, απλουστεύσεις και αποφθέγματα μίσους και χλευασμού για μια κοινωνία τον πνευματικό πλούτο, τον πολιτισμό, τις επιστήμες, την εκπαίδευση (δημόσια και ιδιωτική), την ανεκτικότητα, την ποικιλομορφία και τον πλουραλισμό της οποίας ο Έλληνας επιμένει με ζήλο να αγνοεί και συνάμα να απορρίπτει.
“Πέρα από τον κίνδυνο προς τους Αμερικανούς και ως προς τη σχέση της Ελλάδος με τις ΗΠΑ, είναι ο ελληνικός αντιαμερικανισμός επικίνδυνος και για την Ελλάδα;” ρωτούν καλοπροαίρετα οι Αμερικανοί.
Το ερώτημα απαντάται εύκολα: Ο αντιαμερικανισμός προκαλεί προβλήματα σε αυτόν που τον ασκεί. Οι ίδιοι οι Έλληνες και η κοινωνία τους είναι οι αποδέκτες του συλλογικού αυτού κόμπλεξ. Επιλέγοντας τον αντιαμερικανισμό σαν θεωρία απόρριψης ενός τρόπου ζωής, ουσιαστικά επιλέγεις να χτίσεις μια κοινωνία που απορρίπτει τον συναγωνισμό, την ελεύθερη επιχειρηματικότητα, την προσωπική πρόοδο, τη φιλοδοξία. Τι μένει; Η αποχαύνωση και η περιθωριοποίηση. Όταν καταδικάζεις την αριστεία, επιδοτείς την τεμπελιά. Όταν κυνηγάς τον έμπορο, τον επιχειρηματία, τον εργοδότη, τότε υποστηρίζεις την κρατική οικονομία του επιδόματος έγκαιρης προσέλευσης. Όταν απορρίπτεις όλα τα επιτεύγματα της τεχνολογίας, της έρευνας, της επιστήμης που αυτή τη στιγμή, κατά μέγιστο βαθμό, συντελούνται στις ΗΠΑ τότε τι σου μένει; Η αποχαύνωση και η περιθωριοποίηση.
*Ο κ. Λευτέρης Δρακόπουλος είναι ιστορικός. Διδάσκει στις ΗΠΑ.