Δεν αρκούν οι καλές προθέσεις, οι διακηρύξεις και οι φιλόδοξοι στόχοι για να πάρει μπροστά η οικονομία, λέει στο Liberal o Παναγιώτης Λιαργκόβας, επικεφαλής του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής.
Σχολιάζοντας τις αναιμικές επιδόσεις της ανάπτυξης του γ' τριμήνου, εξηγεί ότι θα πρέπει να επιτευχθεί ρυθμός… 3,1% στο δ' τρίμηνο, προκειμένου να πιάσουμε το φετινό στόχο, για τον οποίο εκτιμά ότι φαίνεται όλο και πιο δύσκολο να επιτευχθεί.
Το πιο ανησυχητικό ωστόσο σημάδι για την ψυχολογία της κοινωνίας είναι ότι η ιδιωτική κατανάλωση παρέμεινε στάσιμη ακόμη και μέσα στην κορύφωση της τουριστικής σεζόν, όπως παρατηρεί. «Αντί να αισιοδοξούν για το τέλος του Μνημονίου, τελικά οι Ελληνες κουμπώνονται όλο και περισσότερο», σημειώνει ο κ. Λιαργκόβας ερμηνεύοντας τα χθεσινά επίσημα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ.
Συνέντευξη στον Γιώργο Φιντικάκη
- Η ελληνική οικονομία δείχνει σημάδια «κόπωσης» πριν καλά-καλά ξεκινήσει η ανάπτυξη. Πώς να ερμηνεύσουμε αυτό το 1,3% του γ' τριμήνου του έτους, του θεωρητικά καλύτερου απ' όλα, λόγω τουρισμού; Κινείται κάτω και από το 1,6% του β' τριμήνου…
Πέραν των τεχνικών λεπτομερειών, η επίδοση αυτή δείχνει, πρώτα από όλα, ότι η ελληνική οικονομία δεν έχει εισέλθει ακόμα στη φάση της δυναμικής και διατηρήσιμης οικονομικής μεγέθυνσης. Να σημειωθεί επίσης, ότι η διαφαινόμενη αναιμική μεγέθυνση για το 2017 συνολικά θα έρθει μετά από μια τριετία (2014 – 2016) με σχεδόν στάσιμη την οικονομική δραστηριότητα και μια τετραετία (2010 – 2013) βαθιάς ύφεσης. Συνεπώς, οι προσπάθειες πλέον κρίνεται αναγκαίο να μετατοπιστούν στην τόνωση της πραγματικής οικονομίας, προκειμένου η χώρα να ξεφύγει από τη στασιμότητα και να μειωθεί η ανεργία σύντομα.
- Τι σημαίνει αυτή η επίδοση σε σχέση με τον έπειτα από πολλές αναθεωρήσεις προς τα κάτω, στόχο για ανάπτυξη 1,6% το 2017; Είναι πλέον εφικτός; Και αν όχι, πού εκτιμάτε ότι θα κλείσει; Μήπως επαληθευτούν όσοι τοποθετούσαν τη φετινή ανάπτυξη κοντά στο 1%;
Ουσιαστικά πλέον γίνεται σαφές ότι η οικονομική μεγέθυνση, που αποτελεί τον τελικό στόχο της οικονομικής πολιτικής, απαιτεί συγκεκριμένες δράσεις και συνεχείς προσπάθειες και δεν επιτυγχάνεται απλώς μέσω καλών προθέσεων, διακηρύξεων ή θέτοντας φιλόδοξους στόχους. Με δεδομένα τα στοιχεία για τα 3 πρώτα τρίμηνα, θα πρέπει να επιτευχθεί ρυθμός μεγέθυνσης 3,1% το δ΄ τρίμηνο, προκειμένου να επαληθευτεί ο στόχος για 1,6% φέτος, αναδεικνύοντας τη σημαντική δυσκολία επίτευξης του στόχου. Ως εκ τούτου, οι προβλέψεις για ακόμα χαμηλότερη μεγέθυνση φέτος (από το 1,6%), φαίνονται όλο και πιο πιθανό να επαληθευτούν. Αντί να αισιοδοξούν για το τέλος του Μνημονίου, οι Έλληνες «κουμπώνονται» ακόμα περισσότερο.
- Περιμέναμε ρυθμούς ανάπτυξης για το γ' τρίμηνο πολύ πάνω του 1,3%. Πού να αποδώσουμε αυτή την υστέρηση; Άραγε ο τουρισμός δεν κατάφερε να αντισταθμίσει την υπερφορολόγηση;
Αρχικά, να σημειώσουμε ότι το +1,3% για το γ΄ τρίμηνο φέτος προκύπτει κατόπιν σύγκρισης με το αντίστοιχο περσινό, όπου είχε παρατηρηθεί σημαντική αύξηση του ΑΕΠ. Επίσης, έκπληξη προκαλεί η στασιμότητα της ιδιωτικής κατανάλωσης εν μέσω μάλιστα της κορύφωσης της τουριστικής περιόδου. Επιπλέον, η σημαντική μείωση του ακαθάριστου σχηματισμού παγίου κεφαλαίου αναδεικνύει την ανάγκη για περαιτέρω προσπάθειες προκειμένου να καταστεί η Ελλάδα πραγματικά ελκυστικός επενδυτικός προορισμός. Τέλος, όσον αφορά συγκεκριμένα τον τουρισμό, θα πρέπει να εξετάσουμε σοβαρά αν η αύξηση στην ποσότητα συνδυάζεται και με βελτίωση της ποιότητας (σχέση αφίξεων – εσόδων).
- Στα επιμέρους στοιχεία, βλέπουμε ότι οι ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου μειώθηκαν κατά 6,1 % σε σχέση με το β' τρίμηνο. Αν δεν κάνω λάθος, οι επενδύσεις παγίου κεφαλαίου το β' τρίμηνο παρουσίαζαν μείωση και σε σχέση με το α' τρίμηνο. Τι μας λένε όλα αυτά για τις επενδύσεις, μικρές ή μεγάλες, που τόσο έχει ανάγκη η οικονομία;
Να σημειώσουμε αρχικά, ότι στην ιδανική περίπτωση, οι «απώλειες» από τη δημοσιονομική προσαρμογή και οι υφεσιακές της επιπτώσεις θα αντισταθμίζονταν από την αύξηση των εξαγωγών και των επενδύσεων, ως αποτέλεσμα της βελτίωσης της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της χώρας. Όπως παρατηρούμε όμως, οι επιδόσεις στους τομείς αυτούς υστερούν σημαντικά, ενώ και η πορεία της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της χώρας παρουσιάζει καθοδική τάση. Επίσης, οι καθυστερήσεις σε κρίσιμα επενδυτικά σχέδια (πχ Ελληνικό, Σκουριές κ.α.) προβληματίζουν περαιτέρω. Άρα λοιπόν, άμεση προτεραιότητα θα πρέπει να είναι η εμπέδωση ενός πραγματικού φιλικού επιχειρηματικού περιβάλλοντος, καθώς μόνο με μεγάλες ιδιωτικές (ξένες) επενδύσεις είναι δυνατόν να μειωθεί πραγματικά η ανεργία στη χώρα.
- Άλλο ένα ενδιαφέρον στοιχείο αφορά τις εξαγωγές. Οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών παρουσιάζουν αύξηση κατά 5% σε σχέση με το 2° τρίμηνο. Είναι επαρκής αυτός ο ρυθμός για να δούμε «μπουμ» στην ανάπτυξη;
Όπως προαναφέραμε, οι επιδόσεις των επενδύσεων και των εξαγωγών θα μπορούσαν να βοηθήσουν καταλυτικά την ελληνική οικονομία. Όμως, παρατηρούμε ότι οι εξαγωγές αγαθών, σε αντίθεση με αυτές των υπηρεσιών, παρουσιάζουν μείωση σε τριμηνιαία βάση και μικρή αύξηση σε ετήσια. Με άλλα λόγια, κυρίως ο τουρισμός (εξαγωγές υπηρεσιών: +9,8% σε τριμηνιαία βάση, +12,6% σε ετήσια βάση) διαμορφώνει το θετικό πρόσημο στη μεταβολή των εξαγωγών. Επίσης, ο κλάδος του τουρισμού θα υποστεί και νέες επιβαρύνσεις το 2018. Δεδομένης λοιπόν της σφιχτής δημοσιονομικής πολιτικής και των «φτωχών επιδόσεων της κατανάλωσης, κρίνεται αναγκαίο να στηριχθούν οι εξωστρεφείς επιχειρήσεις, ώστε να στηρίξουν περισσότερο την ελληνική οικονομία.
- Τι σημαίνουν αυτές οι αναιμικές επιδόσεις όχι μόνο για το 2017, αλλά και για το δύσκολο 2018; Είναι μήπως προάγγελος ότι η κοινωνία και η οικονομία δεν αντέχουν άλλο; Μήπως μας προϊδεάζουν για ένα επίσης αναιμικό 2018 από πλευράς ανάπτυξης;
Το 2017 παρατηρήσαμε μια σημαντικά καθοδική αναθεώρηση των προβλέψεων για το ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης του έτους, από το υπερφιλόδοξο+2,7%, στο επίσης αισιόδοξο +1,6%. Αντίστοιχα, για το 2018 υπάρχει ο αρκετά αισιόδοξος στόχος για μεγέθυνση +2,5%, που βασίζεται κυρίως στην αύξηση των επενδύσεων και, προκειμένου να επαληθευτεί, θα πρέπει να συντρέξουν διάφοροι παράγοντες, όπως αναφέρεται και στην ίδια την εισηγητική έκθεση του Προϋπολογισμού. Υπάρχουν διάφορες πηγές αβεβαιότητας, που θέτουν εν αμφιβόλω τους φιλόδοξους σχεδιασμούς, όπως η αστοχία στους άμεσους φόρους φέτος, η αύξηση των ληξιπρόθεσμων οφειλών των ιδιωτών, η κατάσταση των τραπεζών (που θα κληθούν να χρηματοδοτήσουν την οικονομία) κ.α.