Το κουδούνι κτυπούσε δαιμονισμένα. Σηκώθηκα με το ζόρι και σύρθηκα αργά – αργά μέχρι την πόρτα. Bρέθηκα πρόσωπο με πρόσωπο με το κτήνος! Φορούσε ένα προσωπείο του υπουργού Ζουράρι. Έκλεισα με θόρυβο την πόρτα πίσω μου. «Βαριέμαι»! Γύρισα στο κρεβάτι για να συνεχίσω τον εφιάλτη, από εκεί που τον σταμάτησε ο βίαιος θόρυβος του υπουργού: Ο ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση!
Που είχαμε μείνει; Α ναι! Εκεί που ο πατέρας του Ερνέστο εγκατέλειπε στην Αθήνα τους κουρασμένους συνεργάτες του για να πάει στην μαγική Αβάνα. Την άλλη μέρα οι εφημερίδες θα είχαν στην πρώτη τους σελίδα τις τρομακτικές ιστορίες των βρικολάκων που ήπιαν όλο το αίμα των αθώων υπουργών της κυβέρνησης Τσίπρα. Περισσότερο συγκινητική η περίπτωση της μικρής Έφης που νόμισε ότι την κάλεσαν σε ένα κανονικό γεύμα, μέχρι την ώρα που έκλεισε πίσω της η πόρτα και έμεινε μόνη με τον γνωστό άρχοντα Μόσχο του Βισύ. Κάτι ήξερε ο Αλέξης και έφυγε με την πρώτη πτήση για την Αβάνα, πριν ακόμη πέσει το σκοτάδι της νύκτας…
Κι ύστερα το πράγμα έγινε κάπως θολό, όπως συνήθως συμβαίνει στα όνειρα. Δεν γύρισε ο Αλέξης και πήρε τα βουνά της Λατινικής Αμερικής, στα χνάρια του Τσε; Δεν άφησε ο Νίκος Παππάς το αεροπλάνο να γυρίσει πίσω; Τέλος πάντων, για κάποιον λόγο στην θέση του Αλέξη βρέθηκε ξαφνικά ο Νίκος. Ή ήταν ο Αλέξης με το πρόσωπο του Νίκου; Συγκεχυμένο! Η ουσία είναι ότι αμέσως μετά πήγαμε σε δημοψήφισμα. Σε ένα ψηφοδέλτιο υπήρχαν δύο ερωτήματα. Το «όχι»: «Θέλετε να ζείτε σαν σκουλήκια, υποταγμένοι στην μετενσάρκωση των SS; Θέλετε να σας κλέψουν τις γυναίκες και να πουλήσουν τα παιδιά σας στο σκλαβοπάζαρο του ευρώ»; Το «ναι»: «Θέλετε να πεθάνετε φτωχοί με το ευρώ»;
Κι έπειτα βρέθηκα σε έναν μεγάλο δρόμο. Έρημο δρόμο. Δεξιά και αριστερά πολυκατοικίες με κλειστά πατζούρια. Ψυχή δεν κυκλοφορούσε. Μέρα, καταμεσήμερο, με τον ήλιο να καίει πάνω από το κεφάλι μου σε μία πόλη φάντασμα. Ή κάνω λάθος; Μία σκιά γλιστράει στο επόμενο τετράγωνο και χάνεται μέσα στο στενό. Σαν να είδα τον Πολάκη! Και ύστερα άλλη μία σκιά! Ήταν ο Ζουράρις! Άρχισα να αυξάνω τον βηματισμό μου, με την καρδιά μου να κτυπάει δυνατά. Έφτασα στην γωνία. Γύρισα το κεφάλι μου Δεξιά και…
Κάπου εκεί ξύπνησα. Ευτυχώς στην Αθήνα. Γιατί παραλίγο να πιστέψω ότι ήμουν στην Αβάνα. Μόνο εκεί θα μπορούσε να με πει κάποιος υπουργός «μαλάκα» επειδή αμφέβαλλα για τα δημοκρατικά αισθήματα ενός δικτάτορα.
Σηκώθηκα, ήπια τον καφέ, χάιδεψα τον σκύλο κι άνοιξα την πόρτα. Παλιά αμερικάνικα αυτοκίνητα της δεκαετίας του 50, βικτωριανά σπίτια, πολύς ήλιος και ακόμη περισσότεροι Κουβανοί! Εφιάλτης μέσα στον εφιάλτη! Δεν είμαι στην Αθήνα. Όποια πόρτα και να ανοίξω βρίσκομαι στην Αβάνα του Κάστρο! Τελικά ο Αλέξης Τσίπρας δεν είναι ένας οποιοσδήποτε κομμουνιστής. Είναι ένα μεταλλαγμένο είδος. Μία άλλη εκδοχή του matrix, από το οποίο κινδυνεύουμε να μην βγούμε ποτέ! Σαν να είσαι υποχρεωμένος να τρως κάθε μεσημέρι το φαγητό σου παρέα με τον Ζουράρι και τον Πολάκη. Κάθε μέρα. Στον αιώνα τον άπαντα…
Θανάσης Μαυρίδης