Του Ιωάννη Λογοθέτη*
Τις περασμένες εβδομάδες, αναλυτές και παρατηρητές της ελληνικής πολιτικοοικονομικής επικαιρότητας, αντίκρισαν με έκπληξη αλλά και δυσπιστία τον Έλληνα Πρωθυπουργό να προσεγγίζει την επενδυτική κοινότητα, παρουσιάζοντας έναν νέο «πιασάρικο» όρο, τον «Grinvest». Το νέο αφήγημα του Πρωθυπουργού αφορούσε την προσέλκυση επενδύσεων ως αναγκαία προϋπόθεση για την έλευση της ανάπτυξης. «Φιλότιμες» προσπάθειες (στον βωμό της πολιτικής επιβίωσης) μεν, εξωπραγματικές δε.
Δυστυχώς, στην νέα ψηφιακή εποχή της καινοτομίας και των παγκoσμιοποιημένων αγορών εμπορίου και κεφαλαίων δεν αρκεί η υιοθέτηση μιας απλοϊκής φιλοεπενδυτικής ρητορικής για τα μάτια των εξαπατημένων ψηφοφόρων. Φυσικά, στην θλιβερή ελληνική πραγματικότητα, το πρωτεύον ζήτημα είναι η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ να αντιληφθεί, ότι οι ιδεοληψίες και η ρητορική διχασμού που υιοθέτησε αλλά και η συνεχής επίρριψη ευθυνών σε τρίτους δεν θα οδηγήσουν ποτέ την χώρα έξω από την επιτροπεία, ούτε και θα φέρουν την πολυπόθητη ανάπτυξη
Λίγες εβδομάδες πριν, διαπιστώθηκε και από τους πιο δύσπιστους, ότι ο Αλέξης Τσίπρας πάνω στο ανώφελο εγχείρημα του να μεταλλαχθεί από ξεπερασμένο ριζοσπάστη σε ανανεωτικό σοσιαλδημοκράτη (Με τον «εθνοπατέρα» Κώστα Λαλιώτη σε ρόλο γεφυροποιού), αντλεί έμπνευση από τα πεπραγμένα του «βαθέος ΠΑΣΟΚ». Δυστυχώς, έχει παραδώσει υπουργικές θέσεις σε ένα συνονθύλευμα (με ορισμένες ελάχιστες φωτεινές εξαιρέσεις) κρατικοδίαιτων πρώην συνδικαλιστών, ανεπάγγελτων μαρξιστών και ανεπαρκών δεξιών εθνο-λαικιστών, προερχόμενων από πρώην συνιστώσες του Πράσινου, Μπλε και Κόκκινου κομματικού σωλήνα (οι περιβόητοι ''άλλοι'' που δεν ήταν «καλύτεροι» αλλά τελικά κατάφεραν να γίνουν αφ' ης στιγμής που προχώρησαν στην ηρωική ανανεωτική μετάσταση ονόματι ΣΥΡΙΖΑ).
Tις τελευταίες δύο μέρες, στην άλλη άκρη της Ευρώπης, πραγματοποιήθηκε το 12ο ετήσιο «Greek Roadshow» του Λονδίνου, μια εκδήλωση που έχει ως σκοπό να φέρει σε επαφή τις διοικήσεις των μεγαλύτερων Ελληνικών εταιριών, οργανισμών και τραπεζών με την επενδυτική κοινότητα του «City», ευελπιστώντας την προσέλκυση κεφαλαίων και ξένων επενδύσεων στην Ελλάδα.
Μεγάλος αριθμός αντιπροσώπων των Ελληνικών εισηγμένων εταιριών και τραπεζών παρουσίασαν την πρόοδο του Ελληνικού «επιχειρείν» υπό το βαρύ κλίμα των μετοχικών ρευστοποιήσεων των τελευταίων ημερών. Οι συζητήσεις κινήθηκαν γύρω από την ολοκλήρωση της 3ης αξιολόγησης, το βάρος των κόκκινων δανείων, τις μελλοντικές ομολογιακές εκδόσεις αλλά και τις διαφωνίες που έχουν προκύψει μεταξύ του ΔΝΤ και ESM για την αναγκαιότητα νέου ελέγχου ποιότητας ενεργητικού (Asset Quality Review) και των stress tests. Οι τραπεζίτες κλήθηκαν να απαντήσουν σε κρίσιμα ερωτήματα περί κεφαλαιακής επάρκειας υπό την κοινή γραμμή της ECB, ενώ Έλληνες αξιωματούχοι ερωτήθηκαν εάν και κατά πόσο μπορεί η χώρα να σταθεί στα πόδια της μετά το τέλος του προγράμματος, ήτοι τον Αύγουστο του 2018.
Οι δύο Έλληνες υπουργοί, κινούμενοι στην κυβερνητική γραμμή, επιχειρηματολόγησαν για τις θετικές προοπτικές της οικονομίας, αναπτύσσοντας τη γνωστή ρητορική για τη βελτίωση του επενδυτικού κλίματος στη χώρα. Τέλος, επισημάνθηκε για άλλη μια φορά ότι το πρόβλημα της γραφειοκρατίας συνεχίζει να αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα εμπόδια για την προσέλκυση επενδύσεων.
Σε γενικές γραμμές, λαμβάνοντας μέρος σε αυτό το επενδυτικό φόρουμ, άντλησα αρκετά θετικά μηνύματα για τις προοπτικές που έχουν οι Ελληνικές Επιχειρήσεις που καινοτομούν, προσαρμόζονται και ταυτόχρονα ανταγωνίζονται στις διεθνείς αγορές εμπορίου. Ωστόσο, συμμερίζομαι την αγωνία των τραπεζικών στελεχών για την δυσκολία αντιμετώπισης των κόκκινων δανείων.
Όσον αφορά στις κυβερνητικές τακτικές και καθυστερήσεις για την ολοκλήρωση των προαπαιτούμενων, είναι προφανές ότι βαδίζουμε στην λογική των προηγούμενων αξιολογήσεων με τις ανάλογες αρνητικές επιπτώσεις που προκαλεί η υπερφορολόγηση, η διαδοχική υστέρηση φορολογικών εσόδων, η αβεβαιότητα και η έλλειψη επενδυτικής εμπιστοσύνης, υπό τον εφιάλτη μιας επικείμενης 4ης τραπεζικής ανακεφαλαιοποίησης. Είναι πραγματικά αξιολύπητο και απογοητευτικό, εν μέσω αξιοσημείωτων προσπαθειών τόσο από μικρές όσο και από μεγάλες Ελληνικές Επιχειρήσεις, τα εγχειρήματα αυτά να καταρρίπτονται υπό την διγλωσσία, τις ανορθολογικές προσεγγίσεις, τις παλινωδίες και τους παιδαριώδεις κυβερνητικούς χειρισμούς, κυρίως στο θέμα που αφορά τον χώρο των επενδύσεων. Τον όρο «Grinvest» ο Πρωθυπουργός φαίνεται να τον εκλαμβάνει ως την άλλοτε εποχή της ευημερίας, με τα δανεικά και τον πακτωλό επιδοτήσεων προς κρατικοδίαιτους επιχειρηματίες και ζημιογόνες ΔΕΚΟ.
Τουτέστιν, η ανεκδιήγητη αυτή συγκυβέρνηση, εφόσον έχει αποφασίσει να παραμείνει γαντζωμένη στην εξουσία έως το 2019, πρέπει να εφαρμόσει τις δεσμεύσεις που έχει διαπραγματευτεί και υπογράψει. Συγκεκριμένα, ύστερα από δυόμιση καταστροφικά και οπισθοδρομικά χρόνια, πρέπει να πάψει άμεσα να λειτουργεί σαν παρηκμασμένο κόμμα του 3%, ασκώντας αντιπολίτευση στον εαυτό της και σαμποτάροντας επανειλημμένα το μέλλον της χώρας.
Η Εμφυλιοπολεμική ρητορική, η άδικη συκοφάντηση προσώπων και θεσμικών οργάνων, η προσήλωση σε εσωτερικά μικροπολιτικά βαρίδια, ο ευτελισμός του Συντάγματος αλλά και οι κυβερνητικές πρακτικές «κίτρινου τύπου», παραπέμπουν στις παλιές φαντασιακές «Μέκκες» του θολού σοσιαλισμού της δεκαετίας του '80 και δεν έχουν πλέον θέση στο Ευρωπαϊκό γίγνεσθαι και δη στην Ελλάδα εν έτει 2017.
*Ο Ιωάννης Λογοθέτης εργάζεται στο City του Λονδίνου ως χρηματοοικονομικός αναλυτής σε πολυεθνικό όμιλο.