Του Μανούσου Μαραγκουδάκη*
Το μοτίβο είναι γνωστό: οι στενές επαφές μελών του ΣΥΡΙΖΑ με τους τρομοκράτες της 17Ν εντός των φυλακών, οι ελαφρύνσεις των ποινών τους, η διαλλακτικότητα απέναντι σε πυρφόρους κουκουλοφόρους και τον τιμωρό-Ρουβίκωνα, ο νόμος Παρασκευόπουλου, συγκροτούν μία αδιάλειπτη και συσσωρευόμενη αλληλουχία πράξεων και συμπεριφορών που ξεκίνησαν την επόμενη των εκλογών του Ιανουαρίου του 2015 και συνεχίζονται μέχρι σήμερα με όλο και μεγαλύτερη κλιμάκωση. Πώς μπορούμε να εξηγήσουμε αυτή την συσχέτιση; Αποτελεί απλώς μία «δυσκολία» επιβολής του νόμου παρόμοια με αυτήν που βιώναμε και πριν την έλευση του ΣΥΡΙΖΑ (βλ. Δεκεμβριανά 2007), ή κάτι το ποιοτικά διαφορετικό;
Η απάντηση είναι ότι η ανοχή που ο ΣΥΡΙΖΑ δείχνει προς την ακροαριστερή βία –βία σωματική και ψυχολογική–, εντός του Συριζαϊκού πλαισίου άσκησης πολιτικής δεν αποτελεί απόρροια δειλίας ή αμηχανίας, όπως πριν, αλλά κρίσιμο συστατικό στοιχείο ενός ευρύτερου μηχανισμού βαθιάς και μη-αντιστρέψιμης μετάλλαξης της ελληνικής κοινωνίας σε μία κοινωνική διάταξη χαμηλής κοινωνικής διαφοροποίησης, χαμηλής ατομικότητας, και χαμηλών προσδοκιών – με άλλα λόγια, μία κοινωνία που θα είναι συμβατή με το όραμα του ΣΥΡΙΖΑ: την οικοδόμηση μίας κοινωνίας αριστερού ριζοσπαστισμού που θα διακρίνεται όχι από στιβαρές και διαφοροποιημένες κοινωνικές δομές όπως αυτές που συναντούμε σε όλα τα προηγμένα κράτη, αλλά από ρευστές «συλλογικότητες» και καταβεβλημένες ατομικότητες, εύκολα διαχειρίσιμες από το Κόμμα.
Αυτή η προσπάθεια αποδιαφοροποίησης επεκτείνεται σε όλους τους τομείς άσκησης κυβερνητικής πολιτικής: στην οικονομία, τους πολιτικούς θεσμούς, και στον εκπαιδευτικό τομέα:
H οικονομική αποδιαφοροποίηση περιορίζει την οικονομική βάση και την ανάπτυξη της μεσαίας τάξης μέσω του περιορισμού των ευκαιριών και των επενδύσεων που δεν ελέγχονται από την κυβέρνηση. Σε αυτό το πλαίσιο, «επένδυση» νοείται μόνον οι προσλήψεις στο δημόσιο, και οικονομική πολιτική τα επιδόματα και τα διάφορα έκτακτα βοηθήματα. Οι ασφυκτικές φορολογικές και γραφειοκρατικές πιέσεις που η κυβέρνηση ασκεί πάνω στην ιδιωτική περιουσία και τα εισοδήματα στην ουσία καταστρέφουν την μεσαία τάξη – την κοινωνική βάση της φιλελεύθερης δημοκρατίας.
Η πολιτική απoδιαφοροποίηση σκοπό έχει την μετατροπή των πολιτικών-κομματικών δομών της χώρας σε μία ρευστή και εύκολα χειραγωγήσιμη μάζα. Οι δικαστικές διώξεις και η προσπάθεια ηθικής απαξίωσης της «ευρωπαϊκής» αντιπολίτευσης, το χάιδεμα της Χρυσής Αυγής, η σύνθλιψη μικρότερων κομμάτων και η μετατροπή τους σε εύκολα ελέγξιμα κόμματα-δορυφόρους ή «πελάτες» της κυβέρνησης, ακόμα και η δημιουργία βουλευτών χωρίς κόμμα ως ευκαιριακές εφεδρείες, αποτελούν στοιχεία αυτού του σχεδίου. Σε θεσμικό επίπεδο, η απλή αναλογική που ο ΣΥΡΙΖΑ έχει νομοθετήσει για τις βουλευτικές και τις αυτοδιοικητικές εκλογές κατακερματίζει το εκλογικό σώμα και τις κομματικές αντιπροσωπεύσεις απονευρώνοντας την ικανότητα άσκησης πολιτικής, επιτρέποντας στον ΣΥΡΙΖΑ να ασκεί πιέσεις σε μικρούς πολιτικούς σχηματισμούς κατά το δοκούν. Σε αυτό το σχήμα οι κομματικές δομές ρευστοποιούνται, η αυτονομία της πολιτικής ως θεσμικός βραχίονας της δημοκρατίας εξουδετερώνεται, και ο ΣΥΡΙΖΑ κατορθώνει να επιβληθεί μέσω των υπο-πολιτικών ικανοτήτων χειραγώγησης, εκφοβισμού, και κατασκευής ψευδών ειδήσεων που διαθέτει.
Όσο για την πνευματική αποδιαφοροποίηση αυτή επιτυγχάνεται πάνω απ' όλα μέσω των εκπαιδευτικών πολιτικών που συνδυάζουν την απο-εθνικοποίησης των ταυτοτικών συμβόλων, τον πολιτισμικό συγκρητισμό, και την αποεπιστημονικοποίηση της μέσης εκπαίδευσης – ακόμη και της τριτοβάθμιας. Η απομάκρυνση κάθε συμβόλου της «παραδοσιακής» ελληνικής πολιτικής θρησκείας (σημαία, σημαιοφόρος, εθνικός ύμνος, εθνικοί ήρωες, εκκλησιασμός), οι πολιτικές εμπέδωσης της πολυπολιτισμικότητας εις βάρος της εθνικής ταυτότητας, η υποβάθμιση των θετικών επιστημών στο λύκειο, και η απρογραμμάτιστη συγχώνευση ΤΕΙ και ΑΕΙ στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, στόχο έχουν την μετατροπή της εκπαίδευσης σε έναν χώρο παροχής πτυχίων αδιάφορης προστιθέμενης αξίας, και καλλιέργειας του εκπαιδευτικού δικαιωματισμού και διεθνιστικής εξίσωσης.
Σε αυτό το πλαίσιο η ακροαριστερά βία δεν αποτελεί σημάδι διαλλακτικότητας, αλλά το «στρατιωτικό» μέσον εμπέδωσης της αποδιαφοροποίησης, τόσο σημαντικό όσο και το πολιτικό, το οικονομικό, και το πνευματικό μέσον. Ο Ρουβίκωνας δεν αποτελεί μία ενοχλητική υπενθύμιση της παρελθούσας ανωριμότητας του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά ο συστημικός τρόπος εμπέδωσης της ακροαριστερής, ριζοσπαστικής, απονομής δικαιοσύνης: ότι η δικαιοσύνη δεν αποτελεί πλέον αποκλειστικό μονοπώλιο του κράτους δικαίου, αλλά επίσης προνόμιο ριζοσπαστικών συλλογικοτήτων που έχουν το δικαίωμα επιβολής του ριζοσπαστισμού εν τη πράξη.
Η ακροαριστερή βία, λοιπόν, δεν είναι «ανομική». Δεν προέρχεται από χαλάρωση των κανόνων συμπεριφοράς, της ηθικής δεοντολογίας, και των κοινωνικά αποδεκτών προσδοκιών των δραστών. Αντίθετα, αποτελούν μέσον επιβολής ανομίας στην κοινωνία των πολιτών. Δηλαδή μέσον επιβολής της ανασφάλειας, της απροσδιοριστίας, και της αβεβαιότητας στη δημόσια σφαίρα. Είναι ο τρόπος με τον οποίον επιτυγχάνεται η αποδόμηση – κυριολεκτικά, το ξεχαρβάλωμα – μίας ανεπτυγμένης σύγχρονης κοινωνίας έτσι ώστε να επιτευχθεί σε δεύτερο στάδιο η αναδόμησή της ως χυλός που εύκολα χειραγωγείται από τον ανήθικο πατερναλισμό του Κόμματος. Μέχρι την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία δεν γνωρίζαμε πώς είναι δυνατό να επιτευχτεί κάτι τέτοιο. Τώρα το γνωρίζουμε. Δυστυχώς εις βάρος της Ελλάδας.
* O κ. Μανούσος Μαραγκουδάκης είναι Καθηγητής Κοινωνιολογίας, Πανεπιστήμιο Αιγαίου.