Η Άννα Λάρινα, γεννήθηκε το 1914 και πέθανε το 1996. Ήταν σύζυγος του Νικολάι Μπουχάριν. Την συνέλαβαν το 1937 με την κατηγορία: «μέλος οικογένειας προδότη της πατρίδας». Καταδικάστηκε σε 8 χρόνια στα γκουλάγκ.
* * *
Ο διευθυντής της φυλακής την άκουσε σιωπηλός και έφυγε. Το βράδυ πήραν την τρελή. Στο φαγητό οι κατσαρίδες μειώθηκαν, δεν έπλεαν πλέον στις καραβάνες όλων, προφανώς τις ψάρευαν στο καζάνι.
Στο στρατόπεδο του Τομσκ ήμασταν εξήντα γυναίκες, τις οποίες συνέλαβαν μαζί με τα νεογέννητα μωρά μου. Μόνο ένα, ο Γιούρι, ήταν δύο χρονών. Πήγαινα συχνά να τον δω. Ζούσε μαζί με την μητέρα του στο «μητρικό» παράπηγμα και μου θύμιζε τον δικό μου Γιούρι, ο οποίος εκείνη την εποχή, την άνοιξη του 1938, είχε την ίδια ηλικία και κάπως του έμοιαζε.
Τα παιδιά μεγάλωναν κι έπρεπε κάπως να τα ντύσουμε. Η Λιουντμίλα Κουζμίνιτσνα, κατάφερε να μας δώσουν κουβέρτες και μ’ αυτές ράβαμε ρούχα για τα παιδιά. Τις μητέρες τις φώναζαν ανάλογα με το όνομα του παιδιού: Η μαμά του Λιουμπόφ, η μαμά του Βάσια, η μαμά του Βάνια. Η μανά του Βάνια πήγε στην Βικτώρια για να ξαλαφρώσει την ψυχή της.
- Βικτώρια, σκέψου, της είπε, με πλησίασε η Τέλμανσα (η παλιά δεσμοφύλακας του Τέλμαν) και μου λέει: «Βλέπεις πως η σοβιετική εξουσία φροντίζει τα παιδιά. Είσαι στην φυλακή, αλλά για δες τι κοστούμι έραψαν για τον Βάνια σου». Και τι νομίζεις πως της απάντησα; «Ας μου έδιναν μια ψάθα, θα τύλιγα τον Βάνια μου και θα πήγαινα σπίτι και δεν θα ήθελα κανένα κοστουμάκι σας».
Ο Νεκράσοφ έγραψε για τα σκληρά ήθη της δουλοπαροικίας στην Ρωσία: «Και στα πλάγια παντού ρωσικά κοκαλάκια... τόσα πολλά! Βάνιετσκα, το ξέρεις;» Πόσα όμως ήταν τα κοκαλάκια αυτά, σε σύγκριση με εμάς; Αναρίθμητες είναι οι πυραμίδες που μπορείς να φτιάξεις με εκείνους που εκτελέστηκαν, που πέθαναν από την πείνα και την παγωνιά. Πώς να συγκρίνεις εκείνα τα δάκρυα με τα δάκρυα των γυναικών μας στα στρατόπεδα που τις έχουν πάρει μακριά από τα παιδιά και τους άντρες τους, τις ταπεινωμένες και αδίκως εξοντωμένες. Οι «Ρωσίδες»; Οι πριγκίπισσες Τρουμπετσκάγια, Βολκόνσκαγια, οι οποίες άφησαν πίσω τους την πολυτελή ζωή της Πετρούπολης και ακολούθησαν με τα έλκηθρα τους συζύγους τους Δεκεμβριστές στην Σιβηρία; Δεν έχω λόγια, ήταν άθλος! Καλό θέμα για τον ποιητή. Μα, πώς πήγαν; Έξι άλογα έσερναν το έλκηθρο, φορούσαν γούνες, κάθονταν σε καλοφτιαγμένα καθίσματα «ο ίδιος ο κόμης έλεγξε τα μαξιλάρια, σκέπασε τα πόδια τους με αρκουδίσια γούνα». Εξάλλου, πήγαιναν να συναντήσουν τους συζύγους του;! Οι δικές μας γυναίκες - Ρωσίδες και μη - Ουκρανίδες, Λευκορωσίδες, Γεωργιανές, Εβραίες, Πολωνές, Γερμανίδες από τον Βόλγα και κομμουνίστριες που ξέφυγαν από την φασιστική Γερμανία, στελέχη της Κομιντέρν και άλλες (ο Στάλιν δε είναι «διεθνιστής»!) ήρθαν με μεταγωγές, σε θερμαινόμενα βαγόνια για ζώα ή σε βαγόνια «Στολίπιν», και στην συνέχεια, από τον σιδηροδρομικό σταθμό μέχρι το στρατόπεδα περπάτησαν χιλιόμετρα ολόκληρα, συνοδεία φρουρών με λυκόσκυλα, αδύναμες, σέρνοντας με το ζόρι το μίζερο βιος τους - βαλίτσες ή μπογαλάκια - με τις φωνές των φρουρών: «Ένα βήμα στο πλάι αν κάνετε, θα πυροβολήσω χωρίς προειδοποίηση!» ή «Καθίστε!» χωρίς να δει αν έχει χιόνι ή λάσπες, έπρεπε να καθίσουμε. Και, επιπλέον, δεν πηγαίναμε να συναντήσουμε τους συζύγους μας. Παρόλο που ανάμεσα μας ήταν και ορισμένες αφελείς ονειροπόλες πως εκεί, στον άλλο κόσμο των στρατοπέδων θα συναντήσουν τους συζύγους τους, οι οποίοι είχαν καταδικαστεί σε δέκα χρόνια χωρίς δικαίωμα αλληλογραφίας, δηλαδή είχαν εκτελεστεί.
Ο Νεκράσοφ έγραψε για τον «Ορίνα - την μάνα του στρατιώτη». Ο γιος της στην μακρά και δύσκολη θητεία του πέθανε από φυματίωση. Και γράφει: «Λίγα λόγια και θλίψη ποταμός!» Στα δύσκολα χρόνια του πολέμου στο μέτωπο σκοτώνονταν οι γιοι μας και ήταν απερίγραπτος ο πόνος των μανάδων. Ο γιος όμως σκοτωνόταν σαν ήρωας, υπερασπιζόμενος την πατρίδα και όχι σαν άδικα καταραμένος. Η πατρίδα μαζί σου! Τι να πούμε για εκείνη, τον γιο της οποίας πήραν νύχτα στον «μαύρο κρατήρα»; Ακόμη όμως και αυτήν την βασανισμένη μπορούσε να ζηλέψει εκείνη η μάνα, ο γιος της οποίας ήταν γνωστός, όχι μόνο σε γνωστούς, συναδέλφους και γείτονες, αλλά μέχρι χθες ήταν το καμάρι του λαού του και τώρα έγινε αποδέκτης του πάνδημου χλευασμού. Δεν έχουμε ακόμη διαβάσει ποιήματα για εκείνο το αιώνιο βάσανο της ψυχής, της απερίγραπτη θλίψη και το αιώνιο ερώτημα στο βλέμμα: «Αλήθεια, πώς μπόρεσε να συμβεί αυτό;» Και κατάφεραν πολλοί, έστω και για λίγο, αφού δεν επιβίωσαν, να κουβαλήσουν αυτόν τον δυσβάσταχτο σταυρό για τον ντροπιασμένο και ταπεινωμένο γιο τους.
Η μοίρα έφερε στον δρόμο μου την μητέρα, για τον γιο της οποίας ήταν περήφανη όλη η χώρα. Στην συνέχεια όμως, όλη η χώρα ομονοούσα τον καταριόταν. Ήξερα τι είναι αυτό, παρόλο που δεν ήμουν μάνα ενός τέτοιους γιου, μα σύζυγος ενός καταραμένου προδότη που τον καταριόταν όλος ο λαός. Παλλαϊκή κατάρα, παλλαϊκή λοιδορία, τι χειρότερο από αυτό μπορεί να υπάρξει; Μόνο ο θάνατος, η σωτηρία από αυτό το βασανιστήριο!
Εκείνη η γυναίκα που συνάντησαν, δεν ήταν η «Ορίνα, η μάνα του στρατιώτη», μα η Μάβρα, η μάνα του στρατάρχη, μία απλή αγρότισσα. Είχα συναντηθεί με την οικογένεια του Τουχατσέφσκι τις τραγικές εκείνες ημέρες που ζούσε, στο τραίνο Μόσχα - Αστραχάν, στις 11 Ιουνίου 1937, όταν πήγαινα εξορία. Με είχε πάει με το αυτοκίνητο μέχρι τον σιδηροδρομικό σταθμό και με έβαλε σε ένα βαγόνι τρίτης θέσης, ένας αξιωματικός της N.K.V.D. ο οποίος επιτηδευμένα ευγενικά με αποχαιρέτησε, ευχόμενος ειρωνικά, κάθε καλό στην ζωή. Κατά την διαδρομή, στους σταθμούς, κατέβαιναν οι επιβάτες από τα βαγόνια και αγόραζαν τις εφημερίδες με τα συνταρακτικά νέα. Σε αυτές έγραφαν πως «Το Τμήμα Στρατιωτικής Δικαιοσύνης του Ανώτατου Δικαστηρίου της Ε.Σ.Σ.Δ., σε κεκλεισμένων των θυρών συνεδρίασή του εξέτασε...» και πως «όλοι οι κατηγορούμενοι ομολόγησαν την ενοχή τους» και «η ποινή εξετελέσθη». Εκείνη την ημέρα σκοτώθηκαν εξέχοντες στρατιωτικοί, ο Τουχατσέφσκι, ο Γιακίρ, ο Ουμπόρεβιτς, ο Κορκ, ο Έιντεμαν, ο Φέλντμαν, ο Πούτνα, ο Πριμακόφ. Ο διευθυντής της Πολιτικής Διεύθυνσης του Κόκκινου στρατού Γ. Μ. Γαμάρνικ στις 31 Μαΐου 1937 αυτοκτόνησε.
Ήταν μία ζεστή ημέρα του Ιουνίου, κοιτούσα έξω από το παράθυρο και χωρίς να το καταλαβαίνει κανείς, σκούπιζα τα δάκρυά μου. Ξαφνικά, στο απέναντι παράθυρο, είδα μία γριά και μία γυναίκα τριάντα πέντε χρονών, μαζί με ένα έφηβο κοριτσάκι. Προσεκτικά, όπως κι εγώ, άκουγα εκείνους που διάβαζαν τις εφημερίδες και παρατηρούσαν τις αντιδράσεις των παρευρισκομένων. Το πρόσωπο της γριάς κάτι μου θύμιζε. Σαν μαγνήτης με τραβούσε. Σηκώθηκα από την θέση μου και ζήτησα από τον επιβάτη που καθόταν απέναντί τους, να αλλάξουμε θέση. Συμφώνησε. Απέμενε να συνεννοηθούμε. Καταλάβαινα πως εκείνη την κατάσταση, δεν πρόκειται να πουν ποιες είναι, πριν τους πω εγώ ποια ήμουν. Μα, πως να το πω; Θα μπορούσα να κάνω λάθος στις εικασίες μου, πως αυτές πλέον, ήταν κάτι παραπάνω από συγγενείς για μένα. Πλησίασα την νεαρή γυναίκα και πολύ σιγανά της είπα:
«Είμαι η σύζυγος του Νικολάι Ιβάνοβιτς». Αρχικά, είχα σκοπό να μην πω το επίθετο∙ το όνομα και το πατρώνυμο του Μπουχάριν ήταν το ίδιο δημοφιλή όπως και το επίθετο. Αν δεν καταλάβαινα ποια ήμουν, τότε θα έλεγα το επίθετο. Η απάντηση όμως ήταν αστραπιαία: «Κι εγώ, του Μιχαήλ Νικοάγιεβιτς».
Έτσι γνώρισα την οικογένεια του Τουχατσέφσκι: την μητέρα του, την Μάβρα Πετρόβνα, την σύζυγό του Νίνα Γιεβγκένιεβνα και την κόρη του Σβετλάνα.
Οι επιβάτες εξέφρασαν με οργή το μίσος τους για τους «προδότες»:
- Μα, κακώς τους δικάζουν!
- Χωρίς λόγο, μόνο ζημιά!
Εκεί, ανάμεσα στους θυμωμένους ανθρώπους, καθόταν ακίνητη από την θλίψη και την φρίκη, η μητέρα του στρατάρχη Τουχατσέφσκι. Πόσο γενναιόδωρη ήταν η φύση μαζί του, πόσο ανελέητη ήταν η μοίρα του! Το ξεχωριστό ταλέντο, οι σπάνιες στρατηγικές ικανότητες, η ψυχική ομορφιά, συνδυαζόταν με τον καταπληκτικό παρουσιαστικό.
Η Μάβρα Πετρόβνα, δεν κατάφερε να πει τίποτα για τον πόνο της. Ποιος θα την συμπονούσε; Την έκαιγε μέσα της. Εκείνη την ημέρα που μας έφεραν κοντά τα τραγικά γεγονότα του 1937, έλαβε το ειδοποιητήριο θανάτου του γιου τους, ότι χειρότερο μπορεί να συμβεί σε μία μάνα.
Είδα όμως την Μάβρα Πατρόβνα να κλαίει. Ήρθε να με επισκεφτεί στο Αστραχάν, μετά την σύλληψη της συζύγου του Τουχατσέφσκι, της Νίνας Γιεβγκιένεβνα. Εγώ και η σύζυγος για Γιακίρ, για κάποιο λόγο συλληφθήκαμε δύο εβδομάδες αργότερα. Η Μάβρα Πετρόβνα ήθελε να στείλει ένα θέμα στην Νίνα Γιεβγκένιεβνα στην φυλακή του Αστραχάν. Μου είπε: «Δεν γράφω καλά» και με παρακάλεσε να γράψω τι θέλει να πει. «Γράψε: «Νίνατσκα. Σου στέλνω κρεμμύδι, παστό ψάρι και ένα καρβέρι ψωμί». Το έγραψα. Ξαφνικά η Μάβρα Πετρόβνα άρχισε να κλαίει με λυγμούς και, ακουμπώντας το κεφάλι της στον ώμου μου, άρχισε να επαναλαμβάνει μονότονα: «Μίσενκα! Μίσενκα! Μίσενκα! Γιόκα μου! Δεν ζεις πια, δεν ζεις πια!»
Τότε ακόμη και δεν ήξερε, αλλά και μπορεί να μην έμαθε ποτέ, πως οι άλλοι δύο γιοι της, ο Αλεξάντρ και ο Νικολάι, είχαν εκτελεστεί μόνο και μόνο γιατί τους είχε γεννήσει η Μάβρα, μαζί με τον Μιχαήλ. Τότε ακόμη δεν ήξερε πως και οι θυγατέρες της είχαν συλληφθεί και καταδικαστεί σε οκτώ χρόνια φυλακή στα στρατόπεδα. Με τις δύο, την Όλγα Νικολάγιεβνα και την Μαρία Νικολάγιεβνα, ήμασταν μαζί στο στρατόπεδο στο Τομσκ. Η τρίτη αδελφή του Μιχαήλ Νικολάγιεβιτς, η Σοφία Νικολάγιβνα, αφού την συνέλαβαν, την εκτόπισαν από την Μόσχα και χάθηκε χωρίς να αφήσει ίχνη. Αλλά και η τέταρτη αδελφή, Ελιζαβέτα Νικολάγιεβνα, δεν υπέφερε λιγότερο. Η Μάβρα Πετρόβνα, πέθανε στην εξορία.
<...> Εκείνες τις ημέρες με πρόσεχαν όλοι. Με αντιμετώπιζαν ο καθένας με τον τρόπο του. Αυτό εξαρτιόταν, κατά κύριο λόγο, από την πολιτική εξέλιξη, το πνευματικό επίπεδο και από το γεγονός πώς μέχρι την δίκη αντιμετώπιζαν τον Μπουχάριν, πόσο καλά ήξεραν τον Νικολάι Ιβάνοβιτς και τους συγκατηγορούμενούς του. Γι’ αυτό και ένιωθα τα μοχθηρά βλέμματα εκείνων που αποδεχόταν άκριτα τις ομολογίες των κατηγορούμενων. Και αυτοί, δυστυχώς, ήταν πολλοί. Είδα όμως και μάτια να με κοιτάζουν με πόνο, εκείνων που τα καταλάβαιναν όλα, και την συμπόνια πολλών που γνώριζαν τον Μπουχάριν, αλλά και όχι μόνο αυτόν.
Η σύζυγος ενός Ουκρανού κομματικού στελέχους με πλησίασε και είπε: «Γιατί κρέμασες μούτρα. Η ιστορία θα δικαιώσει τον Μπουχάριν, τι συνέβη όμως στους άντρες μας, κανείς ποτέ δεν θα μάθει».
Από το βιβλίο της Άννας Μπουχάρινα - Λαρινά «Αξέχαστα», Μόσχα, 1989.