Της Άννας Διαμαντοπούλου*
Η κοινοβουλευτική διαδικασία μομφής εναντίον της κυβέρνησης, είναι, δυστυχώς, η πρώτη και η μόνη ευκαιρία να γίνει η συζήτηση για το «Μακεδονικό», που δεν έγινε όταν έπρεπε. Για ένα εθνικό θέμα τόσο μεγάλης σημασίας, υπάρχει για τους αρχηγούς των κομμάτων η ιστορική ευθύνη να παρουσιάσουν υψηλού επιπέδου επιχειρήματα, τα οποία θα τεκμηριώνουν την θέση τους.
Κατά τη διάρκεια της συζήτησης στη Βουλή, αρχηγοί και βουλευτές θα πρέπει να πείσουν ότι η θέση τους καθορίζεται μόνο από το εθνικό συμφέρον.
Μία έννοια εξαιρετικά πολύπλοκη στο διεθνές πεδίο, που απαιτεί γνώση της ιστορίας, διορατικότητα, υπερβάσεις του κομματικού συμφέροντος και δυνατότητα επίτευξης συναινέσεων.
Η πρώτη, βέβαια, και μεγαλύτερη ευθύνη, είναι αυτή της κυβέρνησης, η οποία προχώρησε σε συμφωνία για ένα μείζον εθνικό ζήτημα, χωρίς καν απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου και με κατηγορηματικά αντίθετη άποψη του συγκυβερνώντος Υπουργού Εθνικής Άμυνας, ο οποίος, όμως, τελικά και επί της ουσίας, θα υποστηρίξει την πρόταση με την οποία διαφωνεί!
Ανήκω σ΄αυτούς τους πολλούς πολίτες που θέλουν να επιλυθεί το «Μακεδονικό» και, βεβαίως, συμφωνώ με την διαχρονική εθνική γραμμή της σύνθετης ονομασίας και όσων την ακολουθούν.
Η συζήτηση στη Βουλή θα έπρεπε να αφορά, κατά την άποψή μου, τέσσερις μεγάλες ενότητες θεμάτων και όχι μόνο αυτό καθ΄αυτό το περιεχόμενο της συμφωνίας.
Τα τέσσερα αυτά ζητήματα είναι:
Η διεθνής συγκυρία: Αυτή είναι προφανώς θετική. Ο νέος Πρωθυπουργός της ΠΓΔΜ, δημιούργησε θετικές προϋποθέσεις για διαπραγμάτευση. Στα Βαλκάνια, όμως, ταυτόχρονα, φουντώνει ο αόρατος πόλεμος επιρροής ΗΠΑ- ΕΕ - Ρωσίας – Κίνας, για δικά τους, φυσικά, ξεχωριστά συμφέροντα.
Οι Ευρωπαϊκές πιέσεις, με ή χωρίς ανταλλάγματα, και στις δυο χώρες, είναι χωρίς προηγούμενο.
Το κλίμα στον λαό: Υπάρχει ένταση που βαίνει προς διχασμό! Η ευθύνη του κ. Τσίπρα για τη δημιουργία της κατάστασης αυτής, είναι πολύ μεγάλη. Αντί να εκμεταλλευτεί την ευνοϊκή συγκυρία, δημιουργώντας κλίμα στενής συνεργασίας και εθνικής συναίνεσης, αντί να δηλώσει δημόσια ότι θα βασιστεί στις συμφωνίες που πέτυχε το ΠΑΣΟΚ και η ΝΔ στα προηγούμενα 25 χρόνια, ξεκίνησε από την αρχή πόλεμο εναντίον των κομματικών αντιπάλων. «Αδιάφοροι και ανίκανοι» για το εθνικό ζήτημα, ήταν μερικοί από τους χαρακτηρισμούς εναντίον των άλλων πολιτικών σχηματισμών και ηγετών. Πόλωση και διχασμός με το καλημέρα, που κορυφώνεται με τις τωρινές εξελίξεις, όπου κυριαρχεί η κυβερνητική θριαμβολογία. Ας σκεφτούμε πώς θα μπορούσε να έχει εξελιχθεί μια διαπραγμάτευση με εθνική, αν όχι συναίνεση, αλλά έστω με απλή συνεννόηση.
Το περιεχόμενο της συμφωνίας:
Αυτό έχει δύο χαρακτηριστικά:
- «Το ανεκπλήρωτο», δηλαδή η ολοκλήρωση της συμφωνίας, εξαρτάται από πολιτικά γεγονότα ΜΟΝΟ της γείτονος χώρας, ενώ υπογραφή ενεργοποιεί άμεσα διαδικασίες και αναλαμβάνουμε δεσμεύσεις οι οποίες αλλάζουν την ισορροπία δυνάμεων και δημιουργούν τετελεσμένα ακόμα και αν η ΠΓΔΜ δεν ολοκληρώσει τις δεσμεύσεις της.
- «Το ετεροβαρές». Σε μια συμφωνία δίνεις και παίρνεις, μία συμφωνία είναι προφανώς ένας συμβιβασμός. Ο συμβιβασμός γίνεται ετεροβαρής όχι από τον αριθμό των αμοιβαίων υποχωρήσεων, αλλά από το πόσο σφραγίζει ή αφήνει ανοιχτή την πηγή του προβλήματος.
Η αποδοχή εκ μέρους της Ελλάδας, με πανηγυρικό τρόπο, του “Μακεδονικού" Έθνους και της «Μακεδονικής» Γλώσσας, συνιστούν τη σταθερή βάση του κατασκευασμένου “ΜΑΚΕΔΟΝΙΣΜΟΥ" στα βόρεια σύνορα. Αυτό, ενδεχομένως, προοιωνίζεται δυσάρεστες εξελίξεις στα κατά καιρούς ταραγμένα Βαλκάνια. Η συμφωνία είναι λάθος να “διαβάζεται” με όρους συγκυρίας και με βάση την επανάπαυση της Αμερικανικής και της Γερμανικής αγκαλιάς. Οι άνεμοι στα Βαλκάνια αλλάζουν συχνά, όπως έχει δείξει η ιστορία. Μια συμφωνία πρέπει να μελετάται και να έχει προβλέψεις σε βάθος ιστορικού χρόνου.
Οι διαδικασίες κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας:
Η Συμφωνία έγινε από τον Πρωθυπουργό μιας δικομματικής Κυβέρνησης, της οποίας το ένα κόμμα θεωρεί, από την ιδρυτική του διακήρυξη, ως προδοσία τον βασικό πυρήνα τού προς υπογραφή κειμένου.
Η Συμφωνία έγινε χωρίς να ενημερωθεί για το περιεχόμενο ούτε καν ο ΠτΔ και οι διαδικασίες που εμπεριέχει καθιστούν απολύτως διακοσμητικό τον ρόλο του Ελληνικού κοινοβουλίου.
Στα μεγάλα Εθνικά ζητήματα, το διαδικαστικό μέρος, συνήθως, δεν αγγίζει τους πολίτες. Σ' αυτήν, όμως, την περίπτωση, υπάρχει υπέρβαση των κοινοβουλευτικών κανόνων, σε σημείο τέτοιο που η Δημοκρατία να απειλείται με κατάργηση.
Κανένα από τα παραπάνω δεν είναι ούτε απλό ούτε εύκολο και όσοι, ελαφρά τη καρδία, είναι έτοιμοι να μπουν στο κάδρο της Ιστορίας, ας κάνουν τον κόπο την μελετήσουν πιο καλά.
*Η Άννα Διαμαντοπούλου είναι Πρόεδρος του Δικτύου για τη Μεταρρύθμιση στην Ελλάδα και στην Ευρώπη
πρ. Επίτροπος ΕΕ – πρ.Υπουργός