Ανδρέας Μήτσου: Ό,τι «εγγράφεται» και στιγματίζει, είναι βίωμα

Ανδρέας Μήτσου: Ό,τι «εγγράφεται» και στιγματίζει, είναι βίωμα

«Μια απόπειρα δραπέτευσης από το συγγραφικό εγώ και αποκήρυξής του. Η προσδοκία επιστροφής στην πρώτη αθωότητά μου, στην αποδοχή του κόσμου και της πραγματικότητας ως έχει, όπως την αντικρίζουν όλοι οι άλλοι, χωρίς την καθημερινή αγωνία να την μεταμορφώσει ο συγγραφέας και να την μεταλλάξει, για να την αποφύγει.»

Όλα αυτά και άλλα πολλά ισχυρίζεται ο συγγραφέας μιλώντας για την καινούργια, ιδιαίτερη λογοτεχνική του απόπειρα. «Η παγίδα» που εκδόθηκε φέτος από τον Καστανιώτη, είναι ο συγγραφέας και το έργο του σε ένα καινούργιο μυθιστόρημα που αποτελεί τολμηρή πρόταση που ήδη έχει συζητηθεί. Ο Ανδρέας Μήτσου, πολυβραβευμένος συγγραφέας και στυλίστας της γραφής, μιλώντας μας στο Liberal.gr υπήρξε αποκαλυπτικός και απολύτως ειλικρινής:

«Φοβόμαστε να αντιμετωπίσουμε, να διαχειριστούμε την αμεσότητα του πραγματικού, γι’ αυτό χρειαζόμαστε μια πανοπλία. Έτσι πιστεύουμε πως προφυλασσόμαστε, ότι μένουμε αμόλυντοι. Ο κίνδυνος όμως έγκειται στο ότι μέσα σ’ αυτήν την πανοπλία, με δυσκολία περπατάμε έξω, στον κόσμο. Ούτε ανασαίνουμε τον καθαρό και τον μολυσμένο αέρα της πραγματικότητας μαζί.» Θα αναφερθεί όσον αφορά την «πανοπλία της συγγραφής».

«Ευτυχία θα ήταν να μπορούμε να τρέχουμε γυμνοί και απροφύλαχτοι, να δεχόμαστε τη ζωή όπως είναι, χωρίς να φοβόμαστε. Οι γενναίοι δεν σκέπτονται, δεν μεμψιμοιρούν, ζουν ανέμελα και τρομάζουν μόνο για μια στιγμή. Στην τελευταία τους μόνο διανοούνται τον θάνατο, όταν δεν προλαβαίνουν πια να τον φοβηθούν. Οι συγγραφείς, αντίθετα, είναι δειλοί.» Θα αποδεχθεί. Κι όσο για την «Παγίδα» του:

«Πάντως, αναμοχλεύοντας, αναδιατάσσοντας τις ιστορίες μου, προέκυψε, χωρίς καν να το σχεδιάσω, αυτό το νέο μυθιστόρημα, η “Παγίδα”, με το συγγραφέα τώρα, το νέο πανικόβλητο ήρωά του.» Θα μας πει. Στην ουσιαστικότερη – ενδεχομένως- κουβέντα μας μέχρι σήμερα.

Στη συνέχεια, δηλαδή, Ανδρέας Μήτσου και ό,τι θα θέλατε να γνωρίζετε για τον συγγραφέα και την γραφή.

Συνέντευξη στην Ελένη Γκίκα

-Κύριε Μήτσου, κοιτάζοντας το ίδιο μας το έργο, μετά από χρόνια, είναι ένα άλλο έργο;

Όχι, δεν είναι ένα άλλο. Το κάθε έργο κρατά αποτυπωμένη και αναλλοίωτη την ταυτότητά του, καθώς εμπεριέχει, εγκιβωτισμένο, δυναμικό χρόνο. Εμείς είμαστε πλέον οι άλλοι. Γι’ αυτό και έντρομοι αναμετρώμαστε μαζί του, αντιπαλεύουμε, πασχίζοντας να ανακαλέσουμε έτσι κάποιον, άλλο-τε θαλερό εαυτό, τελεσίδικα τώρα απολεσθέντα. Θέλουμε να εξηγήσουμε αυτήν την απώλεια, να την δικαιολογήσουμε.

Το ολοκληρωμένο, και απελεύθερο πια από την συγγραφική κηδεμονία έργο, είναι χαιρέκακο απέναντι στον δημιουργό του, τον αναγελά και τον εκδικείται, γιατί το ίδιο παραμένει άφθαρτο και αειθαλές, ενώ εκείνος συρρικνώνεται και φθίνει.

-Για έναν συγγραφέα αποτελεί άλυτο αίνιγμα το μυστήριο της γραφής του; Πόσο εύκολο είναι να παρακολουθήσει κάποιος, ή έστω να προσπαθήσει, ένα γεγονός από την εμπειρία του έως την τελική μορφή, ως λογοτεχνικό έργο;

Σπαράγματα αναδύονται στην επιφάνεια της συνείδησης, μικρές στιγμές, αχνές εικόνες, ήχοι και μυρωδιές. Ένα τέτοιο ίχνος περισυλλέγει, αλιεύει, το συγγραφικό ένστικτο και αστόχαστα το μεγεθύνει, το χαϊδολογεί, το αναθερμαίνει, ή και το σφίγγει βίαια, αποπειράται να το στραγγαλίσει.

Επιχειρεί, με αυτόν τον τρόπο, να αποστάξει τη σωτήρια ουσία του, να αναβιώσει, να γευτεί ξανά το παρελθόν. Αυτή η εναγώνια μάχη του αποτυπώνεται στη λογοτεχνική μορφή της.

-Η γραφή έχει πάντοτε σχέση με το βίωμα, ακόμα κι όταν αυτό δεν το συνειδητοποιούμε;

Αλλιώς, γιατί να γράψει κανείς, παρά από εμπρόθετη, δόλια, σκέψη και σκοπιμότητα. Από ανιδιοτέλεια; Σ’ αυτήν την περίπτωση, ο συγγραφέας κολακεύει τις βεβαιότητες του αναγνώστη, τις εγκαθιδρυμένες θέσεις του, τα κυρίαρχα ιδεολογήματα και τα κοινωνικά στερεότυπα, προς τα οποία και στοχεύει, αυτά επιλέγει να εκμεταλλευτεί.

Η λογοτεχνία δεν ασπάζεται έτοιμες ιδέες, αναδεικνύει κρυμμένα αισθήματα, ατομικές αλήθειες. Αυτό μπορεί μόνο να συμβεί με την εσώτερη αναζήτηση, το σκάψιμο εντός μας.

-Κύριε Μήτσου, τι υπήρξε η «Παγίδα» για σας;

Μια απόπειρα δραπέτευσης από το συγγραφικό εγώ και αποκήρυξής του. Η προσδοκία επιστροφής στην πρώτη αθωότητά μου, στην αποδοχή του κόσμου και της πραγματικότητας ως έχει, όπως την αντικρίζουν όλοι οι άλλοι, χωρίς την καθημερινή αγωνία να την μεταμορφώσει ο συγγραφέας και να την μεταλλάξει, για να την αποφύγει.

Ένας καθρέφτης η «Παγίδα» μου, όπου μέσα του αντικρίζω τώρα τον εαυτό μου ως έναν ακόμα ήρωά μου, σε μια νέα του περιπέτεια, πράγμα που καθόλου δεν το περίμενα.

-Είχε εκπλήξεις για σας το βιβλίο;

Καθώς «ξανακοίταζα», παλιά διηγήματα και μυθιστορήματα, ανακάλυπτα κατάπληκτος, πως αλλού εστίαζα –ύπουλα και σκόπιμα– πως δεν είχα, ούτε και τώρα, το θάρρος να σταθώ απέναντι στο πραγματικό περιστατικό και να το αντιμετωπίσω. Γι’ αυτό επεξηγώ και ερμηνεύω, δόλια πάλι, με πανουργία, αποπειρώμενος εκ νέου να κρυφτώ.

Η κάθε μία επανερμηνεία μου, αυτό εκφράζει. Την έκπληξή μου, που δεν μπορώ ακόμα να αντιμετωπίσω, να δω καθαρά την πραγματικότητά μου.

Πάντως, αναμοχλεύοντας, αναδιατάσσοντας τις ιστορίες μου, προέκυψε, χωρίς καν να το σχεδιάσω, αυτό το νέο μυθιστόρημα, η «Παγίδα», με το συγγραφέα τώρα, το νέο πανικόβλητο ήρωά του.

-Κάθε βιβλίο για τον συγγραφέα κρύβει εκπλήξεις;

Ναι, γιατί φέρει στην επιφάνεια την αλήθεια σου, την πραγματικότητά σου, χωρίς καθόλου εσύ να το θελήσεις. Ό,τι είχες μπαζώσει δηλαδή και επιχωματώσει προσεκτικά.

Αυτό βέβαια συμβαίνει, όταν έχει συντελεστεί η ουσιαστική «συνάντηση» με τον εαυτό και η ειλικρινής ταπείνωσή του. Ένας νοητός χορός η γραφή, οι απρόβλεπτοι σχεδιασμοί του κορμιού πάντα επιφυλάσσουν την έκπληξη, σε σένα, προπαντός, τον ίδιο.

-Θα μπορούσε η «Παγίδα» να έχει γραφεί πριν από 10 χρόνια;

Όχι, τώρα χρειάστηκε, τώρα αναγκάστηκα να κάνω μιαν οδυνηρή επισκόπηση. Τον ακριβή λόγο, δεν θέλω, ή δεν μπορώ, να τον κατονομάσω. Δεν είμαι ακόμα σίγουρος. Για όλους μας, πάντως, έρχεται η στιγμή να πέσουμε στην παγίδα. Κι αυτό δεν είναι κατ’ ανάγκη κακό.

-Είναι η γραφή, η πανοπλία σας; Από τι προφυλάσσει η γραφή; Ή και, αντιθέτως, σε τι κινδύνους μας βάζει;

Φοβόμαστε να αντιμετωπίσουμε, να διαχειριστούμε την αμεσότητα του πραγματικού, γι’ αυτό χρειαζόμαστε μια πανοπλία. Έτσι πιστεύουμε πως προφυλασσόμαστε, ότι μένουμε αμόλυντοι. Ο κίνδυνος όμως έγκειται στο ότι μέσα σ’ αυτήν την πανοπλία, με δυσκολία περπατάμε έξω, στον κόσμο. Ούτε ανασαίνουμε τον καθαρό και τον μολυσμένο αέρα της πραγματικότητας μαζί.

Ευτυχία θα ήταν να μπορούμε να τρέχουμε γυμνοί και απροφύλαχτοι, να δεχόμαστε τη ζωή όπως είναι, χωρίς να φοβόμαστε. Οι γενναίοι δεν σκέπτονται, δεν μεμψιμοιρούν, ζουν ανέμελα και τρομάζουν μόνο για μια στιγμή. Στην τελευταία τους μόνο διανοούνται τον θάνατο, όταν δεν προλαβαίνουν πια να τον φοβηθούν.

Οι συγγραφείς, αντίθετα, είναι δειλοί. Διαρκώς φοβούνται, διαρκώς ξορκίζουν το κακό. Η γραφή επομένως, μας προφυλάσσει από την πραγματικότητα, αλλά μας αποκλείει ταυτόχρονα από την αληθινή, την καθημερινή ζωή. Και είναι, φοβάμαι, μια πράξη οίησης, ύβρις και δειλία μαζί. Ωστόσο, δεν είναι αποκλειστικά ο φόβος του θανάτου, η αγάπη κινεί τη γραφή, μια αγάπη κρυφή, συνεσταλμένη και ανομολόγητη. Γιατί, «εάν δεν είναι πράξη αγάπης η γραφή, τότε είναι σκέτες μουτζούρες», όπως θα έλεγε ο Jean Cocteau.

-Πώς είστε, όταν είστε μέσα στην ιστορία σας; Ευάλωτος; Αθάνατος;

Οιστρήλατοι, καθώς νομίζουμε πως, ενόσω γράφουμε, έχουμε διαφύγει, έχουμε γλιτώσει από τα δόντια του χρόνου. Παρακολουθούμε τον μυθιστορηματικό μας ήρωα, τον άλλο εαυτό μας, με έκσταση, αλλά και περιέργεια. Σαν μικροί θεοί τον καθοδηγούμε, μια μαριονέτα στα χέρια μας. Όταν όμως τελειώνουμε το βιβλίο, αμέσως καταλαβαίνουμε πως εμείς είμαστε οι μαριονέτες. Ο ήρωάς μας, έχει ξεφύγει από μας, ζει σ’ έναν δικό του πλέον χρόνο, κι εμείς τότε τον ζηλεύουμε, εκείνον τον ήρωα, τον άλλον μας εαυτό, κι απορούμε πώς, με τι τρόπο, τα κατάφερε και δραπέτευσε.

Στο επόμενο βιβλίο μας, αυτό επιχειρούμε, να ξεδιαλύνουμε, να καταλάβουμε το πώς το κατόρθωσε. Οπότε δοκιμάζουμε να τον παρακολουθήσουμε ξανά, να μπούμε στη νέα περιπέτειά του, να ανακαλύψουμε κι εμείς εκείνον τον ανάλαφρο χρόνο του και να μείνουμε, να εγκατασταθούμε εκεί μαζί του. Ένα μάταιο παιδικό κρυφτό, ένα παιγνίδι με την απόμακρη προσδοκία να φωνάξουμε κάποτε ευτυχισμένοι «φτου ξελευτερία»!

-Κατά πόσο σας επηρεάζει η επικαιρότητα; Ας πούμε τώρα ο πόλεμος, θα μπορούσε να γίνει θέμα σας; Έχετε γράψει ποτέ εν θερμώ;

Η επικαιρότητα, αναπόφευκτα, επηρεάζει τον καθένα. Η εμπρόθετη λογοτεχνική αποτύπωσή της, ωστόσο, ενέχει τον μεγάλο κίνδυνο να μην αποτελεί απόσταγμα της συγγραφικής συνείδησης, αλλά προϊόν της τρέχουσας κοινωνικής ηθικής. Ο συγγραφέας –καθώς με ρωτάτε– πάντα «εν θερμώ» οφείλει να γράφει, όταν θερμαίνεται δηλαδή και αναφλέγεται από κάποιο συμβάν του. Ούτε χρειάζεται αποστασιοποίηση από τον εαυτό, από τη «συνάντηση» μαζί του αναδύεται η αλήθεια του συγγραφέα, η οποία τότε μόνο μπορεί και να καταστεί μια κοινή αλήθεια. Ο χρόνος, μάλιστα, αποστασιοποίησης από ένα συμβάν, είναι υπόθεση του συγγραφέα. Δεν προσμετράται με κοινούς όρους, είναι ατομικό το μέτρο του χρόνου, του καθενός. Θέλω να πω ότι μπορεί να καταγράψεις ένα πρόσφατο γεγονός, εάν σου προσέφερε ανάλογο ουσιώδη χρόνο, όπως δεν μπορεί να θέλεις να καταγράψεις ένα παλιό συμβάν, μόνο και μόνο επειδή αυτό πάλιωσε.

Μ’ αυτή τη λογική κυριαρχεί η στερεότυπη θεωρία περί «ολιγογράφων συγγραφέων», ότι τα «αφήνουν» τα θέματά τους να «στεγνώσουν» –άρα γίνονται έτσι πιο μεστά. Ξεχνούν πως πρέπει αυτά τα βιώματα, αλλά και ο συγγραφέας τους, να έχουν πρώτα «βραχεί».

-Κατά πόσο η φαντασία θεωρείται για τον συγγραφέα βίωμα;

Ό,τι «εγγράφεται» και στιγματίζει, είναι βίωμα. Ούτε υπάρχει αντικειμενικό γεγονός και ανάλογη εμπειρία. Προσλαμβάνει και αποθηκεύει κανείς ό,τι δύναται. Ο ίδιος δεν διαχωρίζω το φανταστικό από το θεωρούμενο πραγματικό. Τα ’χω για ένα και το αυτό. Το ίδιο βίωμα. Νομίζω πως όποιος τα ξεχωρίζει αυτά τα δύο, τρελαίνεται.

Σαν τον πελαργό στην κορυφή του μιναρέ ζούμε. Με το ένα πόδι να πατάει κάτω, με το άλλο κρεμασμένο στο κενό. Μόνο έτσι ισορροπούμε. Και με τα δύο πάνω στη γη βαλτώνουμε, και με τα δύο στον αέρα κουραζόμαστε και πέφτουμε από ψηλά με άθλιο γδούπο, με πάταγο.

-Στη λογοτεχνία υπάρχει χαμένος χρόνος;

Ο χρόνος, έτσι κι αλλιώς, χαμένος είναι. Ό,τι πασχίζουμε απεγνωσμένα να τον κρατήσουμε, να μην μας γλιστρήσει, όσο κι αν το γνωρίζουμε ότι αυτό είναι μάταιο και ανόητο.

Η λογοτεχνία παραδίδει κατακαθισμένη, «παγωμένη», μια στιγμή του συγγραφέα. Ο ίδιος, δυστυχώς, βρίσκεται μετά έξω από εκείνο το χρόνο του, εξόριστος. Πάντα βέβαια, υπό την προϋπόθεση, πως το βιβλίο είναι όντως έργο τέχνης, πραγματική, δηλαδή, λογοτεχνία και αποτυπώνει τη βαθύτερη αλήθεια του δημιουργού του.

Ο κάθε συγγραφέας μιλάει, κι όσο μιλάει, προσπαθεί να επουλώσει την πληγή του. Με τα στοιβαγμένα λόγια μέσα του, ελπίζει να φτάσει κάποτε στην παρηγορητική σιωπή του. Αυτή την αγωνία του εκθέτει σε κοινή θέα με το κάθε βιβλίο του, την οδυνηρή πορεία προς τον εαυτό του.

Μιλάει, μιλάει –δεν έχει άλλον τρόπο– ελπίζοντας έτσι να απαλλαγεί, να εξορκίσει το κακό και να αξιωθεί ν’ αγγίξει, ν’ αναβιώσει ξανά τη λησμονημένη στιγμή μιας προσωπικής ευτυχίας.

Γι’ αυτό μιλάει, γι’ αυτό γράφει ο συγγραφέας. Για να θυμηθεί, να μην τον πνίξει η λήθη, για να εκμαυλίσει κάποτε τη νοσταλγική στιγμή μιας παλιάς χαράς, να τη συλλάβει σαν πεταλούδα μέσα στη χούφτα του και να εγκατασταθεί ύστερα σ’ αυτήν, για έναν ελάχιστο, έστω, χρόνο και να γαληνέψει.