Του Γιάννη Κίτη
Όλα τα έχουμε ακούσει: από τις φλεγόμενες κουκουνάρες, που εκσφενδονίζονται μέχρι τους ξένους πράκτορες που επιδιώκουν να αποσταθεροποιήσουν τη χώρα και τον ανεξέλεγκτο «στρατηγό άνεμο». Οι δικαιολογίες ευφάνταστες – κάποιες φορές απίστευτες και όμως αληθινές, κάποιες άλλες όμως, κρύβουν τις πραγματικές αιτίες και τη συνεχιζόμενη, αδυναμία αντιμετώπισης του προβλήματος.
Με το άρθρο αυτό θέλω να μεταφέρω την προσοχή από το «ποιος» φταίει για τη σπίθα που προκαλεί μια πυρκαγιά, στους λόγους που της δίνουν ύλη για να φουντώσει και την μετατρέπουν σε αληθινή καταστροφή. Και όπως συνήθως, η αναδρομή στην ιστορία, θα φωτίσει καλύτερα το δρόμο προς την αλήθεια.
Λίγοι θα γνωρίζουν ότι μια από τις μεγαλύτερες και πλέον θανατηφόρες πυρκαγιές που συνέβησαν από καταβολής του σύγχρονου ελληνικού κράτους ήταν αυτή που κατέστρεψε το 1916 το τότε βασιλικό δάσος του Τατοΐου Αττικής. Τουλάχιστον 40 νεκροί, πάνω από 100 χιλιάδες στρέμματα καμένα, ο βασιλιάς κινδύνεψε άμεσα, οι πριγκίπισσες έπρεπε να φυγαδευτούν από χαράδρες, κάποιοι στην απελπισία τους ρίχτηκαν σε ξεροπήγαδα για να σωθούν και δυστυχώς δεν τα κατάφεραν.
Όπως σήμερα, έτσι και τότε, οι συζητήσεις για τα αίτια επικεντρώθηκαν αφενός στην ανικανότητα των υπηρεσιών και αφετέρου στο πρόσωπο που την προκάλεσε με τη συμβατική έννοια: εκείνου δηλαδή που παράγει τη μοιραία σπίθα. Και πρώτοι υποψήφιοι για το τελευταίο φυσικά, οι αντιβασιλικοί οπαδοί του Βενιζέλου. Όμως η πραγματική αιτία είχε επί της ουσίας ήδη επισημανθεί καιρό πριν, από τον ίδιο τον επικεφαλής βασιλικό δασολόγο, τον έμπειρο κο Weissman. Tο Τατόι σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του, είχε καταστεί ευάλωτο γιατί ήταν υπερβολικά… δασωμένο - και όχι τυχαία. Αυτό οφειλόταν (κατά τραγική ειρωνεία) στην αποτελεσματική τήρηση (ελέω βασιλικής έπαυλης) των κάθε είδους κανονιστικών περιορισμών εις βάρος γεωργών και κτηνοτρόφων, και της ίδιας της «ρομαντικά φιλοδασικής» αντίληψης που έτρεφε το Παλάτι και διέδιδε μέσω ιδίως της Φιλοδασικής Ένωσης Αθηνών.
Από μία άποψη λοιπόν, η πυρκαγιά του Τατοΐου, ήταν μια καταστροφή που απλώς περίμενε τον χρόνο της να συμβεί αφού οι προτάσεις για προληπτική οργάνωση με πλατιές αντιπυρικές λωρίδες και τα συναφή είχαν απορριφθεί πανηγυρικά.
Το ελληνικό κράτος, μετά την καταστροφή αυτή, αναγκάστηκε να τροποποιήσει ελαφρώς την πολιτική του απέναντι στα δάση, εκδίδοντας σχετική εγκύκλιο που μεταξύ άλλων συμπεριέλαβε και την έννοια του «καθαρισμού» των δασών και αργότερα εισάγοντας ειδικά κίνητρα και επιβάλλοντας προσωπική εργασία για τέτοιες δράσεις. Ωστόσο, η νέα αυτή στάση όχι μόνο δεν εμπεδώθηκε ποτέ, αλλά αντίθετα, επικράτησαν νευρωτικές (κατά Τσαρούχη) και υποχρεωτικές δενδροφυτεύσεις που περισσότερο αποξένωσαν τον πληθυσμό παρά τον έκαναν να αγαπήσει και εκτιμήσει αληθινά το δάσος.
Ευτυχώς, για μερικές ακόμη δεκαετίες, η απουσία σοβαρής δασικής πολιτικής, καλύφθηκε από τη διατήρηση του παραδοσιακού κανόνα που ήθελε τα τοπία της χώρας να τα σμιλεύει ο γεωργός και ο κτηνοτρόφος, που εκών άκων λειτουργούσε ως «καθαριστής», ενώ άλλοι, όπως οι ρητινοσυλλέκτες λειτουργούσαν στην ίδια κατεύθυνση ως εν τοις πράγμασι επιθεωρητές / φύλακες του δάσους .
Τα πράγματα όμως άλλαξαν όταν μετά τη δεκαετία του 1960, με την υποχώρηση της γεωργίας και της κτηνοτροφίας, και την αστικοποίηση, ολόκληρη η χώρα άρχισε να μετατρέπεται σε «Τατόι» και να δίνει ανάλογης καταστροφικότητας συμβάντα. Σε μια άλλη ανάγνωση, είχαμε μια ανοργάνωτη ανάμιξη οικιστικού ιστού με το δάσος, εξαιτίας της περιορισμένης υλοτόμησης και της αυθαίρετης δόμησης.
Ανακεφαλαιώνοντας, πρέπει να έγινε φανερό, ότι όπου υπάρχει ανεξέλεγκτη συσσώρευση δασικής ύλης, κάνει πολύ εύκολη τη μετάδοση της σπίθας του συνειδητού εμπρηστή, του πυρομανούς, του αμελούς, της φυσικής καταστροφής (κεραυνός) ή του ατυχήματος (καλώδια ρεύματος κλπ).
Η χώρα μας λοιπόν χρειάζεται επειγόντως δύο ανατροπές.
Πρώτα απ' όλα να στραφούμε σε μια «no fault no blame προσέγγιση» γιατί η μυθοπλασία για τον εμπρηστή και τον αποδιοπομπαίο τράγο αποπροσανατολίζει από την αληθινή αιτία και εμποδίζει τη μάθηση.
Έπειτα, να προσεγγίσουμε την πρόληψη με την έννοια του μετριασμού του κινδύνου. Να ανακτήσουμε τις χαμένες – εγκαταλειμμένες από τη γεωργία και τη κτηνοτροφία γαίες.
Στην Ελλάδα δεν μας αξίζει να βαυκαλιζόμαστε αγοράζοντας τα περισσότερα ή καλύτερα εναέρια ή λοιπά μέσα πυρόσβεσης από κάθε άλλη χώρα στον κόσμο, χωρίς να αναρωτιόμαστε το γιατί δεν μας ακολουθούν σε αυτό οι πιο πλούσιες χώρες.
Αυτή τη φορά ας ακολουθήσουμε εμείς τον προβληματισμό που αναπτύσσεται πλέον διεθνώς (αρχικά με την πρωτοπορία των ΗΠΑ και προσφάτως του Ευρωπαϊκού Ινστιτούτου Δασών), για την ανάγκη και ανάδειξη ενός νέου παραδείγματος δασικής πολιτικής.
*Ο κ. Κίτης είναι Ερευνητής, Πολιτικός Επιστήμονας.