Του Ξενοφώντα Κοντιάδη*
Η τροπή που έχει λάβει η διαδικασία αναθεώρησης προκαλεί σοβαρές ανησυχίες ως προς το κατά πόσον οι εμπλεκόμενοι στη διαδικασία από την πλευρά της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας έχουν πλήρη επίγνωση της θεσμικής σημασίας του εγχειρήματος.
Ήδη από την πρώτη μέρα που ο ΣΥΡΙΖΑ εισήγαγε στη Βουλή τη σχετική συζήτηση φάνηκε η πρόθεσή του να εγκλωβίσει την επόμενη Βουλή, την αποκαλούμενη αναθεωρητική, στο πλέγμα των προτάσεων που ο ίδιος είχε καταθέσει. Ο επίμονος ισχυρισμός ότι στην παρούσα Βουλή διαμορφώνεται και το περιεχόμενο των διατάξεων που θα υπερψηφίσει ή θα απορρίψει η επόμενη Βουλή αποκάλυψε επίσης την επίγνωση των κυβερνώντων ότι θα χάσουν τις ερχόμενες βουλευτικές εκλογές.
Όμως, στη θεωρία και την πράξη έχει αποδειχθεί ότι μόνο αν στην πρώτη Βουλή υπερψηφιστεί η ανάγκη αναθεώρησης με πλειοψηφία 151 βουλευτών και όχι με την αυξημένη πλειοψηφία των 180, ενδέχεται να διασφαλιστεί η σύμπραξη των αντιπολιτευόμενων κομμάτων κατά τη διαμόρφωση του περιεχομένου των αναθεωρητέων διατάξεων στην επόμενη Βουλή.
Η επιλογή της αξιωματικής αντιπολίτευσης να υποστηρίξει και να υπερψηφίσει πέντε κρίσιμες προτάσεις αναθεώρησης του ΣΥΡΙΖΑ, μεταξύ των οποίων αυτές που αφορούν την προεδρική εκλογή και την ποινική δίωξη των μελών της Κυβέρνησης, προκάλεσε Vertigo στον πολιτικό σχεδιασμό του ΣΥΡΙΖΑ. Αν τελικά επιλέξει ένα τμήμα της κοινοβουλευτικής του ομάδας, κατ' εντολή της ηγεσίας του, να μην υπερψηφίσει τις προτάσεις που ο ίδιος έχει καταθέσει, τότε φαίνεται ότι προεξοφλεί την εκλογική του ήττα.
Είναι προφανές ότι, από την άλλη πλευρά, για την αξιωματική αντιπολίτευση το μείζον είναι να τροποποιηθεί πάση θυσία η διαδικασία της προεδρικής εκλογής. Αν αυτό δεν επιτευχθεί, τότε υπάρχει ο κίνδυνος να επαναληφθεί τον ερχόμενο Ιανουάριο το σενάριο των πρόωρων εκλογών του 2015, μετά από εσκεμμένο μπλοκάρισμα της προεδρικής εκλογής.
Βέβαια η αποδοχή της πρότασης του ΣΥΡΙΖΑ για επαναλαμβανόμενες επί εξάμηνο ψηφοφορίες για την προεδρική εκλογή, που αν δεν ευδοκιμήσουν θα εκλέγεται ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας άμεσα από το εκλογικό σώμα, θα ήταν μία ρύθμιση εξίσου ατυχής με την ισχύουσα. Αυτό που μπορεί κανείς να πει με βεβαιότητα όπως εξελίχθηκε η διαδικασία, είναι ότι η αναθεώρηση του Συντάγματος διεξάγεται με βαθιά αμοιβαία δυσπιστία και με κύριο μέλημα των αντιμαχόμενων δυνάμεων να ενισχύσουν τη θέση τους στο πολιτικό παίγνιο αντί να εξορθολογήσουν το Σύνταγμα.
*Ο κ. Ξενοφών Κοντιάδης, Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου, Πρόεδρος του Ιδρύματος Τσάτσου.