Ανάπτυξη; Ναι, αλλά πώς;

Ανάπτυξη; Ναι, αλλά πώς;

Του Μιχάλη Γκλεζάκου*

Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Για να αναπτυχθεί η Ελληνική Οικονομία, είναι απαραίτητο να γίνουν νέες επενδύσεις, δηλαδή, να βρεθούν κάποιοι επιχειρηματίες οι οποίοι θα πιστέψουν ότι επεκτείνοντας την επιχείρηση τους ή φτιάχνοντας μια νέα επιχείρηση στην Ελλάδα, όχι μόνο δεν βάζουν τα κεφάλαια τους σε κίνδυνο αλλά θα αποκομίσουν και ικανοποιητικό κέρδος.

Όμως, με τα σημερινά δεδομένα και με τις διαγραφόμενες εξελίξεις δεν μπορούν να βρεθούν τέτοιοι επενδυτές.

Κατ αρχήν, κάθε λογικός και στοιχειωδώς ενημερωμένος άνθρωπος, καταλαβαίνει ότι δεν έχουμε ακόμη τελειώσει με το Grexit, διότι:

-Το Χρέος εξακολουθεί να αποτελεί τη μεγάλη πηγή αβεβαιότητας. Τα βραχυπρόθεσμα μέτρα δίνουν μεν μια μικρή ανάσα αλλά δεν αντιμετωπίζουν το πρόβλημα, η δε συζήτηση που θα γίνει το 2018 δεν σημαίνει απαραίτητα ότι θα δώσει λύση.

-Η αξιολόγηση δεν ολοκληρώθηκε. Όλα δείχνουν ότι θα έχουμε σημαντική καθυστέρηση, γιατί τα θέματα που μένουν ανοιχτά έχουν πολιτικό κόστος.

-Η συμμετοχή του ΔΝΤ στο Πρόγραμμα, είναι πιθανόν να τελειώσει με την επιβολή πρόσθετων μέτρων που θα δημιουργήσουν οικονομικούς κινδύνους και πολιτικές και κοινωνικές εντάσεις.

Σε ένα τόσο αβέβαιο περιβάλλον, ο επενδυτής δεν είναι σίγουρος ότι τα ευρώ που θα επενδύσει θα παραμείνουν ευρώ. Αυτό για την ασφάλεια του κεφαλαίου.

Όσο για τα κέρδη, αυτά για να έλθουν θα πρέπει η επιχείρηση να διαθέτει ασυνήθιστα μεγάλη κεφαλαιακή βάση, αντοχές και … τύχη.

Κατ αρχήν, πρέπει να στηρίζεται σχεδόν αποκλειστικά σε ίδια κεφάλαια, δεδομένου ότι το τραπεζικό μας σύστημα δεν είναι σε θέση να συμβάλλει ουσιαστικά (αν δεν είχε καθυστερήσει τόσο πολύ η ενεργητική διαχείριση των κόκκινων δανείων, τα πράγματα θα ήταν πολύ καλύτερα). Επίσης, να μπορεί να περάσει στις τιμές τις σημαντικές επιβαρύνσεις που επιβάλλονται σε κάθε παραγωγική και εμπορική φάση (π.χ. αυξημένος φόρος στα καύσιμα, υψηλό κόστος ηλεκτρικής ενέργειας, ειδικά τέλη στις επικοινωνίες, ΕΝΦΙΑ, υψηλές εργοδοτικές εισφορές κλπ).  

Πρέπει, ακόμη, η εγχώρια ζήτηση να σταματήσει να ολισθαίνει και οι Έλληνες καταναλωτές, με τα υπερφορολογημένα πενιχρά εισοδήματα τους, να μπορούν να ανταποκριθούν σε τιμές που περιλαμβάνουν το κόστος παραγωγής, διακίνησης και διάθεσης, το επιχειρηματικό κέρδος και τον ΦΠΑ.

Αν η επιχείρηση έχει και εξαγωγική δραστηριότητα, θα πρέπει να μπορεί να «χτίσει» την ανταγωνιστικότητα της σε ένα οικονομικό περιβάλλον που δεν της παρέχει καμία βοήθεια, να μπορεί να ποντάρει στην επιστροφή του ΦΠΑ σε λογικό χρόνο, να αντιμετωπίσει τα capital controls κλπ.

Αλλά και αν ακόμη μετά από όλα αυτά καταφέρει να έχει κέρδη, θα ακολουθήσει η αφαίμαξη από τους υψηλούς φορολογικούς συντελεστές, τις τακτικές και έκτακτες εισφορές, την προκαταβολή φόρου κλπ.

Όλα αυτά, σε ένα πλαίσιο διαρκούς διαφοροποίησης των φορολογικών δεδομένων, που αποκλείει κάθε σοβαρό προγραμματισμό και με μια δημόσια διοίκηση μάλλον εχθρική για την επιχείρηση.

Δεν είναι εύκολη επομένως η προσέλκυση νέων επενδύσεων και σε κάθε περίπτωση δεν φαίνεται δυνατό να γίνουν επενδύσεις 100 δις ευρώ την επόμενη πενταετία, οι οποίες απαιτούνται κατά τις εκτιμήσεις του ΣΕΒ, για να ανακτηθεί η ισορροπία της Ελληνικής Οικονομίας που χάθηκε με τις εκατοντάδες χιλιάδες λουκέτα κατά τα χρόνια της κρίσης. 

Θα βολευτούμε με τις επενδύσεις σε τουριστικές μονάδες, τις αποκρατικοποιήσεις και ότι μπορέσουν να κάνουν οι εξαγωγικές μας επιχειρήσεις.

Όμως έτσι δεν έρχεται η ανάπτυξη. Ακόμη και αν το ΑΕΠ αυξηθεί κατά 2% το 2017, όπως δείχνουν κάποιες εκτιμήσεις, θα είναι η αντανακλαστική κίνηση μιας οικονομίας που βυθίζεται διαρκώς επί 7 χρόνια. Θα οφείλεται σε κάποιο βαθμό στην αδρανούσα παραγωγική δυναμικότητα (απαξιωμένη όμως τεχνολογικά) και στο πολύ χαμηλό πλέον κόστος εργασίας. Δεν θα έχει όμως συνέχεια (το πολύ να κρατήσει 2-3 χρόνια), γιατί αν δεν γίνουν νέες επενδύσεις η τεχνολογική υστέρηση θα περιορίσει την ανταγωνιστικότητα μας. Πολύ περισσότερο αν από το 2018 έχουμε πρόσθετα μέτρα (αφού φαίνεται να παραμένει η δέσμευση για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5%), που θα συρρικνώσουν κι άλλο την εγχώρια ζήτηση.

Όλες αυτές οι διαπιστώσεις, δεν σημαίνουν ότι είμαστε καταδικασμένοι. Απλώς μας βοηθούν να κατανοήσουμε το αυτονόητο, ότι δηλαδή δεν υπάρχει κανένας μηχανισμός που θα ξαναβάλει την οικονομία σε αναπτυξιακή πορεία χωρίς να δημιουργήσουμε τις αναγκαίες προϋποθέσεις. Πάντοτε υπάρχουν περιθώρια για να βελτιωθεί η κατάσταση, απλά όσο καθυστερούμε θα αναθεωρούμε το στόχο μας και θα τον τοποθετούμε όλο και πιο χαμηλά.

Τι μπορούμε να κάνουμε λοιπόν για να ελπίζουμε σε ένα καλύτερο αύριο;

Πρώτα απ όλα, να κλείσουμε την αξιολόγηση χωρίς άλλη καθυστέρηση και να μην αφήσουμε κανένα περιθώριο να παραμείνει το Grexit στο τραπέζι.

Στη συνέχεια, να τρέξουμε όσο πιο γρήγορα μπορούμε για να εκσυγχρονίσουμε τη δημόσια διοίκηση. Να την κάνουμε πιο αποτελεσματική και λιγότερο δαπανηρή, περιορίζοντας τις περιττές υπηρεσίες, τις άχρηστες διαδικασίες, την καταστροφική γραφειοκρατία. Να αξίζει τους πόρους που αφαιρεί από την οικονομία, γιατί θα τους επιστρέφει με τη μορφή πολύτιμων υπηρεσιών. Να φέρνει περισσότερα έσοδα στα κρατικά ταμεία, περιορίζοντας τη φοροδιαφυγή, το λαθρεμπόριο κλπ. Αν καταφέρουμε ακόμη και κάτι λίγο από αυτό, θα είναι εφικτή η ελάφρυνση επιχειρήσεων και νοικοκυριών από τα υπερβολικά σημερινά βάρη. Δεν απαιτούνται τεράστιοι πόροι για αυτή τη δουλειά, χρειάζεται όμως ισχυρή βούληση και αποφασιστικότητα.

Να απλοποιήσουμε τη νομοθεσία, να μειώσουμε το χρόνο απονομής δικαιοσύνης, να δώσουμε ώθηση στην παιδεία και να γεφυρώσουμε πανεπιστήμια και επιχειρήσεις, να βοηθήσουμε τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις να οργανωθούν σε clusters και άλλες σύγχρονες μορφές συνεργασίας και οργάνωσης ……

Ο κατάλογος των παρεμβάσεων που είναι αναγκαίος και που μπορούμε να κάνουμε, είναι μεγάλος και κυρίως, γνωστός.

Η αγορά, οι επενδυτές, αυτά περιμένουν να δουν για να νοιώσουν ότι μπορούν να επενδύσουν τα κεφάλαια τους ή να τα δανείσουν, σε μια οικονομία που έχει αύριο, σε μια χώρα που θα έχει ένα καλύτερο αύριο γιατί (επιτέλους!) θα στηρίζεται στις δικές της δυνάμεις. Μόνο τότε θα έλθουν οι επενδύσεις, μόνο τότε θα έλθει η ανάπτυξη. 

*Ο κ. Μιχάλης Γκλεζάκος είναι Καθηγητής Πανεπιστημίου Πειραιώς