Του Κώστα Χριστίδη*
Η παρατεταμένη πολύπλευρη κρίση από την οποία προσπαθεί εναγωνίως να εξέλθει η Ελλάδα μπορεί να παρασταθεί σχηματικά με τα διάφορα επίπεδα μιας πυραμίδας, στην κορυφή της οποίας βρίσκεται η δημοσιονομική κρίση και σε χαμηλότερα επίπεδα η οικονομική (υπό την έννοια της χαμηλής ανταγωνιστικότητας), η πολιτική-θεσμική και η πολιτιστική (αξίες, αντιλήψεις, συμπεριφορές).
Για να είναι διατηρήσιμη η υπέρβαση της κρίσης σε κάθε επίπεδο είναι ανάγκη να υπάρξει βελτίωση στο αμέσως χαμηλότερο επίπεδο μέχρι τη βάση της πυραμίδας, πράγμα που απαιτεί μεγάλη και μακροχρόνια (διαρκή, θα έλεγα) προσπάθεια.
Στη χώρα μας, επί δεκαετίες, οι πολιτικοί επιδιώκοντας τη μεγιστοποίηση του οφέλους τους (σύμφωνα με τις αναλύσεις της Σχολής Δημόσιας Επιλογής του Πανεπιστημίου της Βιρτζίνια), δηλ. την εκλογή τους, την επανεκλογή τους και την υπουργοποίησή τους (άνευ περιορισμού θητειών), «χάιδευαν» όλες τις ομάδες ειδικών συμφερόντων και απέφευγαν κάθε μεταρρυθμιστική προσπάθεια που θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι ενείχε (βραχυπρόθεσμο) πολιτικό κόστος.
Μεταξύ των ομάδων που πάντοτε διακρίνονται για την προσοδοθηρική δραστηριότητά τους είναι οι κρατικοδίαιτοι επιχειρηματίες, επιτήδειοι στο να αρμέξουν το κράτος όπου και όσο μπορούν, οι ασύδοτοι συνδικαλιστές, πρωτοπόροι στο να αρπάξουν ένα πρόσθετο προνόμιο για τον εαυτό τους και για τις ομάδες συμφερόντων που εκπροσωπούν, διάφοροι ακαδημαϊκοί ανάξιοι των τίτλων τους κ.ά.
Σημαντική ευθύνη φέρουν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, που στην πλειονότητά τους είναι πρόθυμα να επικρίνουν κάθε μεταρρυθμιστική προσπάθεια ως «ανάλγητη» ή «νεοφιλελεύθερη», με επιφανειακή κριτική και μονοδιάστατη κατάληξη στο ερώτημα «πού είναι το κράτος και γιατί δεν κάνει κάτι», για κάθε σημαντικό ή ασήμαντο ζήτημα.
Οι ελάχιστοι πολιτικοί που προσπάθησαν στο παρελθόν να εφαρμόσουν μια ορθολογική, εξυγιαντική πολιτική αποβλήθηκαν πρόωρα από το πολιτικό σύστημα. Αποτέλεσμα αυτών των καταστάσεων ήταν η δημιουργία ενός διογκωμένου, πλαδαρού, αναποτελεσματικού και υπερχρεωμένου κράτους, τα επίχειρα του οποίου υφιστάμεθα επί μακρόν.
Όμως, ο τρώσας και ιάσεται. Σήμερα πρωθυπουργός της χώρας είναι ο Κυριάκος Μητσοτάκης συνεπικουρούμενος από μία ηγετική ομάδα με μεταρρυθμιστικό πνεύμα. Ήδη, μέσα στο ασφυκτικό συνταγματικό πλαίσιο, υλοποιήθηκαν μεταρρυθμίσεις όπως η αποσύνδεση της εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας από τις βουλευτικές εκλογές, η ψήφος των αποδήμων, κ.λπ.
Μία τομή υψίστης σημασίας θα ήταν (όπως έχω γράψει ήδη από το 1991, αλλά και στον «Φιλελεύθερο» τη 19η Ιουλίου 2019) η ψήφιση ενός εκλογικού νόμου που δεν θα περιορίζεται στην κατάργηση της ολέθριας απλής αναλογικής, αλλά θα περιλαμβάνει και τα εξής:
1. Μείωση του αριθμού των βουλευτών σε 240.
2. Κατάργηση του σταυρού προτίμησης. Εκλογή 180 βουλευτών σε μονοεδρικές περιφέρειες και των υπολοίπων 60 βάσει κομματικής λίστας με αναλογικό σύστημα.
3. Καθιέρωση ασυμβίβαστου μεταξύ υπουργικής και βουλευτικής ιδιότητας. Η τελευταία αναστέλλεται για όσο χρόνο ανατίθενται υπουργικά καθήκοντα σε βουλευτή, ο οποίος αντικαθίσταται από τον αναπληρωτή του.
4. Θέσπιση κωλύματος των υπουργών, αναπληρωτών υπουργών και υφυπουργών να είναι υποψήφιοι βουλευτές στις αμέσως επόμενες εκλογές.
5. Συγκέντρωση ποσοστού 3% ή 5% των έγκυρων ψήφων προκειμένου να εισέλθει ένα κόμμα στο Κοινοβούλιο.
Πιστεύω ότι η ψήφιση ενός εκλογικού συστήματος προς τις κατευθύνσεις αυτές θα αποτελέσει ιστορικής σημασίας συμβολή στην εξυγίανση της πολιτικής ζωής του τόπου.
*Ο κ. Κώστας Χριστίδης είναι νομικός-οικονομολόγος
Αναδημοσίευση από τον Φιλελεύθερο της Παρασκευής 20 Δεκεμβρίου