Αμετανόητοι νεροκουβαλητές ή ελεύθερα σκεπτόμενοι πολίτες;

Αμετανόητοι νεροκουβαλητές ή ελεύθερα σκεπτόμενοι πολίτες;

Του Γιώργου Λιγνού

Πολύ κουβέντα γίνεται για το αν υπάρχει ή υπήρξε καλή αριστερά. Το ερώτημα αυτό μοιάζει να απασχολεί και τους αντιπάλους της.

Εγώ ξέρω ότι υπήρξε μία αριστερά που στήριξε τον Καραμανλή στην εμπέδωση της Δημοκρατίας, που το 1980 ψήφισε για την ένταξη στην ΕΟΚ, που εναντιώθηκε στον Αυριανισμό, που αρνήθηκε να κάνει πολιτική επικαλούμενη τις ερωτικές ατασθαλίες των αντιπάλων της, που έδωσε φωνή σε εποχές ακραίου συντηρητισμού στο ΑΚΟΕ, που μίλησε για ενδοικογενειακή βία, για το δικαίωμα των γυναικών να διαχειρίζονται το σώμα τους και άλλα πολλά.

Η αριστερά αυτή μίλησε για μία Ευρώπη των λαών, αν και αυτό ήταν λίγο ασαφές, την ώρα όμως που το «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο» γινόταν ο προπομπός του εθνικοπατριωτικού αντιμπεριαλισμού από τον οποίο βασανίζεται σήμερα η χώρα.

Βέβαια αυτή η Αριστερά, δεν έλεγε τίποτε για τον Τσαουσέσκου, όσο κι αν οι περισσότεροι χαρήκαμε, όταν το κάθαρμα αυτό κατέρρευσε. Φαίνεται δεν μάθαμε όλοι, γιατί πως να χωνέψεις ότι κάποια από τα γερασμένα παιδιά της φλερτάρουν σήμερα το καθεστώς Μαδούρο.

Τι έφταιξε;

Ο Ετεροπροσδιορισμός. Τότε ακόμα αρκούσε να λες «Δεν είμαι με τη μαμά Ρωσία», ότι στην Τσεχοσλοβακία έγινε εισβολή και να ισχυρίζεσαι ότι υπάρχει σοσιαλισμός με ανθρώπινο πρόσωπο και να φωνάζεις στην δική σου ξεχωριστή πορεία Ειρήνης «Όχι στα πυρηνικά δυτικά ανατολικά», τι γελοίο σύνθημα αλήθεια.

Ευχάριστα ήταν μα το θεό, νοιώθαμε ανάλαφρα και πιστεύαμε ότι είχαμε βρει το ιδανικό χαρμάνι λογικής κι ευαισθησίας.

Τότε στις πορείες Ειρήνης βάδιζαν μαζί μας και πολλοί από τους νυν κρατούντες, ο Φίλης , ο Βούτσης, σε μία μάλιστα από τις τελευταίες σαν Πρόεδρος ο μπαμπάς της Ζωής, ντυμένος πάντα άψογα και με Sebago και άλλοι πολλοί. Μα εμείς στραβοί δεν βλέπαμε ότι δεν «έβλεπαν» τα ίδια οράματα με εμάς.

Γιατί αυτοί δεν έβλεπαν οράματα αλλά την πρακτική πολιτική, τον συναισθηματικό εγκλωβισμό των αψίλιαστων ή των αφελών, τη συσπείρωση στο όνομα του αντί- και το μπετονάρισμα. Βλέπανε την εξουσία.

Έτσι από το «βρώμικο 89» στην Ελλάδα και την καθοριστική πτώση του τείχους του Βερολίνου και των τειχών στον κόσμο, περάσαμε σε μια αμήχανη και γεμάτη τακτικισμούς μακρά περίοδο. Κι έτσι όταν το ΚΚΕ γύρισε στη στρούγκα του αφήνοντας πίσω τους πιο προσαρμόσιμους και φιλόδοξους από τους δικούς του, ήταν ήδη αργά.

Είχε έρθει όμως η ώρα του Αυτοπροσδιορισμού.

Η άλλη αριστερά που ακόμα την ψάχνουνε, φάνηκε ότι το πιο συμπαγές κομμάτι της ήταν κατά βάθος 3ο διεθνιστικό, συγκρουσιακό και στενόμυαλο. Χωρίς άποψη για την οικονομία και την οικονομικη ελευθερία, χωρίς άποψη για τα ατομικά δικαιώματα, χωρίς άποψη για το κράτος δικαίου και τους θεσμούς, χωρίς, χωρίς... Γιατί αυτά είναι δύσκολα να τα συνταιριάξεις με την γενική ιδέα.

Κι έτσι μας προέκυψε μια αριστερά εγκλωβισμένη στον αυτισμό του ηθικού της πλεονεκτήματος, μόνο και μόνο επειδή ηττήθηκαν ο Ζαχαριάδης και η παρέα του, οδηγώντας χιλιάδες ανθρώπους σε ακατανόητες θυσίες, αφού η ατομική επιλογή της διαφοροποίησης σε καθιστούσε απόβλητο, αν όχι επιλέξιμο για τιμωρία από τους συντρόφους σου.

Στις αρχές του 21 αιώνα αρκούσε μια επίσκεψη σε μια εκδήλωση του Forum, για να αντιληφθείς πως το Ευαγγέλιο του άλλου κόσμου του εφικτού, ήταν το τέλειο πασπαρτού. Αντί και μόνον αντί. Καταγγελίες χωρίς προτάσεις.
Υπήρχαν βέβαια ξεχωριστές φωνές που οι προσωπικές ποιότητες και το ήθος τις έκαναν να ξεχωρίζουν κι όχι η ξεκάθαρη θεωρητική πρόταση. Με χαρακτηριστική αναίδεια και μαεστρία τις έκαναν πέρα οι στενόμυαλοι.

Κι όμως πολλοί από τους ΄60 και του ΄70 τους εκδρομείς συνέχιζαν να βαδίζουν ακόμα στο ίδιο μονοπάτι. Οι περισσότεροι σαν αμήχανοι ψηφοφόροι. Κάπως έτσι βρέθηκαν μερικοί να ψηφίσουν τους σημερινούς και να συγκινούνται όταν έβλεπαν τον ανεκδιήγητο κο Λαπαβίτσα να τραγουδάει το βράδυ που βγήκε βουλευτής το «Τρία γράμματα μόνο φωτίζουν την ελληνική μας τη γενιά» .

Σαν υποτιθέμενοι οπαδοί του Μαρξισμού τον οποίο λίγοι από αυτούς είχαν διαβάσει, θα έπρεπε να ξέρουν ότι ο Κάρολος σε πολλά έπεσε έξω , αλλά σε ένα είχε δίκιο. «Η ιστορία επαναλαμβάνεται την πρώτη φορά σαν τραγωδία και τη δεύτερη σαν φάρσα».

Κι έτσι από την συγκινησιακή αναφορά στην χαμένη ευκαιρία, ποια άραγε ήταν αυτή, μήπως το δεύτερο αντάρτικο, αγνοώντας επιμόνως ότι αν επικρατούσαν οι κομμουνιστές, θα διοικούσαν μερικά περιτρίμματα, όπως είπε στα τελευταία του ο Λεωνίδα Κύρκος, φτάσαμε στους συνεχιστές, φαντασιόπληκτους και μη, δηλαδή τη σημερινή κυβέρνηση.

«Με πιάνει τρόμος άμα σκεφτώ ότι π.χ. αν νικούσε τότε η επανάστασή μας θα είχαμε πρωθυπουργό τον Μάρκο, έναν γελοίο άνθρωπο -τον είδα από κοντά και κατάλαβα τι γελοίος άνθρωπος ήταν- θα είχαμε υπουργό Οικονομικών τον Μπαρτζώτα, θα είχαμε υπουργό της Παιδείας π.χ. τον Στρίγγο, θα είχαμε υπουργό των Εσωτερικών τον άλλον, τον ανεκδιήγητο άνθρωπο που ήρθε από την Κρήτη, τον Βλαντά, ο οποίος ήταν για την εποχή εκείνη ένας ήρωας για τη νεολαία, γραμματέας της νεολαίας κ.τ.λ. Άνθρωποι γελοίοι, χωρίς καμιά παιδεία για να παίξουν έναν ουσιαστικό ρόλο, σαν αυτόν που φιλοδοξούσαν να παίξουν».

Πλανηθήκαμε και στρώσαμε το χαλί σε περιτρίμματα. Το πρώτο ακούγεται ελαφρύ, το δεύτερο όμως δεν είναι και δεν συγχωρείται εύκολα.

Χωρίς δημόσιες αυτοκριτικές και τα αυτομαστιγώματα ας περισώσουμε την εντιμότητά μας, ως άτομα και όχι ως κάποια κλειστή ομάδα, εξηγώντας, μιλώντας, αποκαλύπτοντας δόλια σχέδια και σκουριασμένες αντιλήψεις, υπερασπιζόμενοι πάνω απ όλα τους “αστικούς κοινοβουλευτικούς θεσμούς”, τους μόνους που έχουμε, υποστηρίζοντας λογικές προτάσεις (εδώ ας συμπεριλάβουμε την κοινωνική συνοχή) χωρίς μαξιμαλισμούς και υποσημειώσεις ορθότητος και θλιβερά προοδευτικά πρόσημα.

Καιρός να προχωρήσει ο τόπος αυτός παρακάτω. Οι κρατούντες και κάποιοι απο τους αντιπάλους τους δεν το θέλουν.
Στο χέρι μας να μην το επιτρέψουμε.