Ίσως η πλέον σουρεαλιστική πτυχή που αναδεικνύεται από την πρόσφατη δημοσκόπηση της Metron Analysis για το MEGA, αφορούν τις απαντήσεις για τον τρόπο που ο Πρωθυπουργός ασκεί τα καθήκοντά του, καθώς και η αξιολόγηση του έργου της κυβέρνησης. Εκεί έχουμε το -φαινομενικά- παράδοξο οι οπαδοί του ΚΙΝΑΛ να είναι πιο ένθερμοι από… τους οπαδούς της ΝΔ!
Στην ερώτηση αν είναι θετική ή αρνητική η εντύπωση για τον τρόπο που ασκεί τα καθήκοντά του ο Πρωθυπουργός, θετική εντύπωση έχει το 88% των ψηφοφόρων της ΝΔ με εκείνους του ΚΙΝΑΛ να υπερακοντίζονται στο… 92%! Ενώ στην ερώτηση αν η χώρα πηγαίνει προς την σωστή ή τη λάθος κατεύθυνση, οι ψηφοφόροι τη ΝΔ θεωρούν ότι η χώρα πηγαίνει προς την σωστή κατεύθυνση σε ποσοστό 80%, με εκείνους του KINAΛ να τους υπερακοντίζουν κατά 8 μονάδες, φτάνοντας στο 88%.
Τα ποσοστά αυτά θα μπορούσαν να τροφοδοτήσουν την αριστερή αυταρέσκεια του ΣΥΡΙΖΑ ότι οι δικοί του οπαδοί είναι πιο αριστεροί (αν και εκείνο το δικό του 30% που έχει θετική εικόνα για τον Μητσοτάκη και την κυβέρνηση είναι καμπανάκι κινδύνου). Ωστόσο αν έτσι έχουν τα πράγματα σημαίνει ότι στον χώρο της Κεντροαριστεράς δεν εντοπίζονται εφεδρικές δυνάμεις. Εκ του αποτελέσματος πάει στράφι η όλη προσπάθειά του να μετατοπιστεί προς τον χώρο του Κέντρου.
Πάντως την επιδοκιμασία του κόσμου του ΚΙΝΑΛ, δεν την έχει η ΝΔ ως κυβέρνηση. Την έχει προσωπικά ο Πρωθυπουργός και κάνα δυο-τρεις υπουργοί του που προέρχονται από τον χώρο του ΠΑΣΟΚ που αποδεικνύονται αποτελεσματικοί.
Ο λαός δεν είναι ενιαίος. Υπάρχουν κοινωνικά, οικονομικά μορφωτικά γεωγραφικά στρώματα. Αν συγκρίνουμε τα νυν δημοσκοπικά ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ και των υπολοίπων αντιμνημονιακών δυνάμεων, βλέπουμε μια τεράστια διαφορά από το θηριώδες 62% που ψήφισε «όχι» στο δημοψήφισμα .
Δεν ξέρουμε αν είναι ωρίμανση. Σίγουρα είναι κούραση. Ανοίχτηκαν σε περιπέτειες τις οποίες ΣΥΡΙΖΑ υποσχόταν εύκολα νικηφόρες, και βρέθηκαν σε φουρτούνες με μια κυβέρνηση που ήταν άπειρος, άμαθος και υπερφίαλος «καπετάνιος». Με την απογοήτευση που τους τροφοδότησε και τον φόβο που έσπειρε η πανδημία, επανήλθαν στην μετριοπάθεια χωρίς «αγωνιστικές» εξάψεις.
Άλλωστε οι δυνάμεις που επαγγέλλονταν μια άλλη κοινωνία, είχαν χάσει κάθε επαφή με την πραγματικότητα. Εθνικοπατριωτικές εναντίον των μνημονίων, απάτριδες στο θέμα των συνόρων και του μεταναστευτικού. Ξεπέρασαν κατά πολύ το όριο ανοχής του μέσου πολίτη, ειρωνεύτηκαν τα αξιακά του πρότυπα, του κούνησαν περιφρονητικά το δάκτυλο. Ήθελαν την ψήφο του αλλά τον χαρακτήριζαν φοβισμένο «κυρ Παντελή».
Έτσι φτάσαμε σήμερα το 64% του λαού να είναι υπέρ του μέτρου αστυνόμευσης που προτείνει η ΝΔ για τα πανεπιστήμια, παρόλο που ο ΣΥΡΙΖΑ τον χαρακτηρίζει χουντικής εμπνεύσεως.
Το προσόν του Μητσοτάκη είναι η ευλυγισία του και ο πραγματισμός του, και όχι η ιδεολογική του ταυτότητα, αν δηλαδή είναι «φιλελεύθερος» που δηλώνει ο ίδιος (άλλωστε έως φοβική ηχεί η χροιά της λέξης στον λαό μετά όσα χρόνια Πασοκο- νεοδημοκρατικού κρατισμού) ή «ακροδεξιός νεοφιλελεύθερος» που τον θέλει ο ΣΥΡΙΖΑ.
Τα προσόντα αυτά του Πρωθυπουργού αποτελούν και την αχίλλειο πτέρνα του ΚΙΝΑΛ. Το κόμμα δεν διαθέτει μόνο πιστούς πασόκους ψηφοφόρους που είναι συναισθηματικά αγκιστρωμένοι στο ΚΙΝΑΛ. Το μεγάλο τμήμα του είναι κεντρώοι μετριοπαθείς, ευρωπαϊστές και εκσυγχρονιστές, που ζητούν τη δημιουργία ενός μοντέρνου αποτελεσματικού, αποπολιτικοποιημένου, σύγχρονου κράτους.
Αν δεν μετακόμισαν στη ΝΔ, οφείλεται επειδή αυτή πολιτικά και ιδεολογικά εμπεριέχει κόσμο με τον οποίο βρίσκονται σε αντιδιαστολή.
Παράλληλα, πέραν των ηγετικών χαρακτηριστικών η όχι της ηγεσίας του ΚΙΝΑΛ, που άλλωστε υπόκεινται σε υποκειμενική θεώρηση, και παρόλο που είναι το κόμμα με τις πλέον δουλεμένες κοινοβουλευτικά προτάσεις (εν αντιθέσει με τον ΣΥΡΙΖΑ των ακραίων συνθημάτων), αδυνατεί να σμιλεύσει δικό του προφίλ.
Στις προτάσεις του δείχνει να διακατέχεται από το άγχος να μην στοχοποιηθεί από τις υστερικές κατηγορίες του ΣΥΡΙΖΑ ότι γίνεται ουρά της Δεξιάς, και από τη ΝΔ ότι γίνεται συνοδοιπόρος του ΣΥΡΙΖΑ. Το αποτέλεσμα είναι έλλειψη πολιτικής τόλμης και διακριτής πολιτικής.
Για παράδειγμα όταν το 64% είναι υπέρ των μέτρων της κυβέρνησης στα πανεπιστήμια, τι χρειαζόταν στο αιχμιακό θέμα του ποιος θα εντέλει τις αστυνομικές δυνάμεις, να προτείνει αυτές να είναι υπό τις πρυτανικές αρχές; Σαράντα χρόνια παίζει το έργο, το είδαμε. Απέτυχε. Γιατί είναι δημοκρατική θέση να διατηρηθεί η αποτυχία;
Αυτό είναι το μέγιστο πρόβλημά του, η διακριτότητα, χωρίς να παραβλέπουμε τη δυσκολία λόγω της διείσδυσης του Μητσοτάκη στον χώρο. Αν δεν το λύσει, ακόμη και ενδεχόμενη αλλαγή ηγεσίας, θα αποβεί άκαρπη.