Του Κωνσταντίνου Χαροκόπου
Και ενώ το βασικό ερώτημα που χρίζει απαντήσεως στην Ευρωπαϊκή Ένωση, είναι το πώς θα προσελκυσθούν νέα επενδυτικά κεφάλαια, νέες επιχειρηματικές κινήσεις, στον χώρο της καινοτομίας, της ρομποτικής, της ψηφιακής τεχνολογίας, που θα αποτρέψουν την μετατροπή της Γηραιάς Ηπείρου σε έναν παρία της παγκόσμιας οικονομίας, η ΕΕ απάντησε με την θέσπιση ενός νέου φόρου.
Ενός φόρου, που κυοφορείται εδώ και σχεδόν μια δεκαετία, από τους πολιτικούς και τους γραφειοκράτες της ΕΕ. Ο φόρος επί των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών είχε παρουσιαστεί ως ιδέα, ήδη από τον Σεπτέμβριο του 2011 και η ονομασία του ήταν EU FTT (EU Financial Transaction Tax). Ο σκοπός, ήταν η φορολόγηση της συναλλαγής επί χρηματοπιστωτικών προϊόντων, ανεξαρτήτως του αν η συναλλαγή ήταν κερδοφόρα ή ζημιογόνα. Δηλαδή, ο φόρος επί των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών, δεν ερχόταν να φορολογήσει κάποιο εισόδημα, κάποιο κέρδος ή κάποια υπεραξία, αλλά την συναλλαγή και μόνο.
Υπήρξαν τότε ισχυρές αντιδράσεις για την επιβολή αυτού του φόρου, που ουσιαστικά είχε την μορφή ενός φορολογικού τέλους. Ενός επιπλέον κόστους, που επιβάρυνε τους συναλλασσόμενους, πλέον της προμήθειας που κατέβαλαν στην χρηματιστηριακή εταιρία, στην τράπεζα ή στον ενδιάμεσο που διαμεσολαβούσε για την εκτέλεση και εκκαθάριση της συναλλαγής. Τελικά υπήρξε η πρόθεση υιοθέτησης μιας συμβιβαστικής λύσης, η οποία φορολογούσε με 0,1% τις συναλλαγές επί μετοχών και ομολόγων και με 0,01% τις συναλλαγές σε παράγωγα χρηματιστηριακά προϊόντα. Και μάλιστα ο φόρος επί αυτών των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών θα επιβάρυνε μόνον τους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς, δηλαδή τους θεσμικούς επενδυτές, τα ασφαλιστικά ταμεία, τις τράπεζες και τα πάσης φύσεως funds.
Μεταξύ των επιχειρημάτων που είχαν ακουστεί το 2011 αλλά και τώρα το 2019, προσπαθώντας να διασκεδάσουν τις εντυπώσεις για την παράνοια της φορολόγησης ακόμα και ζημιογόνων συναλλαγών, ήταν η ανάγκη τιθάσευσης της κερδοσκοπίας, ο έλεγχος των ακραίων μεταβολών των τιμών και φυσικά η ανάγκη χρηματοδότησης των ευρωπαϊκών συνταξιοδοτικών συστημάτων. Άλλωστε όπως δήλωσε ο σοσιαλδημοκράτης Γερμανός υπουργός Οικονομικών Όλαφ Σολτς, ο νέος φόρος για την αγορά μετοχών θεωρείται ένα πρώτο βήμα προς την κατεύθυνση μιας ευρύτερης φορολόγησης χρηματοπιστωτικών συναλλαγών και το μεγαλύτερο μέρος του θα διατεθεί για την χρηματοδότηση της ευρωπαϊκής “βασικής σύνταξης”.
To επίπεδο του φόρου επί των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών που θα επιβληθεί από τον Ιανουάριο του 2021 σε χώρες όπως είναι η Γερμανία, η Αυστρία, το Βέλγιο, η Γαλλία, η Ισπανία, η Ιταλία, η Πορτογαλία, η Σλοβακία, η Σλοβενία και η Ελλάδα θα ανέρχεται στο 0,2% επί της αξίας των συναλλασσόμενων μετοχών μεγάλων εταιρειών, των οποίων η χρηματιστηριακή αξία, δηλαδή η κεφαλαιοποίηση τους θα ξεπερνά το 1 δισ. ευρώ. Και μάλιστα, ο φόρος πλέον θα αφορά όλους τους επενδυτές, από τους μικρούς ιδιώτες μέχρι και τους μεγάλους θεσμικούς επενδυτές.
Δυστυχώς η Ελλάδα, ασπάστηκε αμέσως το μέτρο, λες και έχει να προσδοκά ιδιαίτερα έσοδα από την επιβολή αυτού του τέλους. Μόλις 11-15 εταιρίες των οποίων οι μετοχές διαπραγματεύονται στο Χρηματιστήριο, εμπίπτουν στην κατηγορία των εταιρειών που υπερβαίνουν σε χρηματιστηριακή αξία το 1 δισ. ευρώ.
Ας σημειωθεί, ότι το επίπεδο προμηθειών επί της αξίας των συναλλαγών που εισπράττουν οι εγχώριες εταιρίες παροχής επενδυτικών υπηρεσιών κυμαίνεται ανάμεσα στο 0,2% και στο 0,3%. Οπότε η υιοθέτηση του φόρου διπλασιάζει αυτομάτως το κόστος των συναλλαγών. Ο διπλασιασμός του κόστους, προφανώς δεν θα ενθαρρύνει τους αλλοδαπούς επενδυτές να κινηθούν στην εγχώρια αγορά, την στιγμή που τους έχουμε απόλυτη ανάγκη. Και τους έχουμε ανάγκη, όχι λόγω κάποιας ιδεολογικής εμμονής, αλλά διότι εκεί μας έχει οδηγήσει η πραγματικότητα του ισχνού και χέρσου τραπεζικού συστήματος που αδυνατεί να χρηματοδοτήσει την οικονομία.
Οπότε η οικονομία θα πρέπει να χρηματοδοτηθεί μέσω εναλλακτικών πηγών κεφαλαίων, κοινός παρονομαστής των οποίων είναι οι κεφαλαιαγορές. Και αυτόν ακριβώς τον μηχανισμό των κεφαλαιαγορών, έρχεται η κυβέρνηση να φορολογήσει, ακολουθώντας τις ευρωπαϊκές επιταγές, δίχως να προτάξει τις ιδιαιτερότητες και τις ανάγκες της Ελληνικής οικονομίας.
Όπως έχουμε επανειλημμένα αναλύσει, η κυβέρνηση ασχολείται πολύ περισσότερο με τις ρυθμίσεις, τους ελέγχους και τους κανονισμούς, παρά με την ουσία των κεφαλαιαγορών. Άραγε υπάρχει έστω και ένας τεχνοκράτης που να επικροτεί την υιοθέτηση του νέου φόρου; Υπάρχει έστω και ένας επενδυτής που να εκτιμά ότι ο διπλασιασμός του κόστους των χρηματιστηριακών συναλλαγών θα βοηθήσεις την αγορά; Υπάρχει έστω και ένας λογικός πολίτης, που να βρίσκει τίμια και ηθική την φορολόγηση των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών από τις οποίες προκύπτει ζημία;
*Ο αρθρογράφος είναι οικονομικός αναλυτής, με ειδίκευση στο σχεδιασμό σύνθετων επενδυτικών στρατηγικών.
Αποποίηση Ευθύνης : Το περιεχόμενο της στήλης, είναι καθαρά ενημερωτικό και πληροφοριακό και δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση επενδυτική συμβουλή, ούτε υποκίνηση για συμμετοχή σε οποιαδήποτε συναλλαγή. Ο αρθρογράφος δεν ευθύνεται για τυχόν επενδυτικές και λοιπές αποφάσεις που θα ληφθούν με βάση τις πληροφορίες αυτές.