Μου αρέσουν τα εθνικά προγράμματα. Η χρήση της λέξεως “εθνικό” προσδίδει μία αίγλη. “Εθνικό σχέδιο για την ανασυγκρότηση της χώρας”, “εθνικό πρόγραμμα” γι'' αυτό, για εκείνο. Στο “γι'' αυτό” προσθέστε το εθνικό σχέδιο για τον τουρισμό, όπως το προανήγγειλε ο αρμόδιος υπουργός Χάρης Θεοχάρης. Η αλήθεια είναι ότι ένα σχέδιο, ένα κάτι τις το χρειαζόμαστε, διότι ο τουρισμός κινείται εδώ και χρόνια άνευ σχεδίου.
Και θα ρωτήσει κάποιος τι ακριβώς εννοούμε με το “σχέδιο”. Το περίεργο, λοιπόν, σε όλη αυτή την ιστορία είναι ότι όλες οι αποτυχίες του παρελθόντος κρύβουν ένα εθνικό σχέδιο για τον τουρισμό. Κι αυτό είναι απολύτως λογικό από την στιγμή που το κράτος πατερούλης καλείται να βγάλει το μαγικό ραβδάκι από το καπέλο του.
Οι κεντρικοί σχεδιασμοί αποτυγχάνουν πάντα οικτρά, ανεξαρτήτως των καλών προθέσεων. Κι αυτό επειδή το πρόβλημα δεν είναι στην “έλλειψη οράματος”, αλλά στον βαθμό ελευθερίας της επιχειρηματικότητας! Το ορθό, λοιπόν, θα ήταν το κράτος να διευκολύνει τους επιχειρηματίες να κάνουν την δουλειά τους. Όχι ότι είναι άχρηστη η προβολή νέων ιδεών. Αν και εφόσον όμως οι ιδέες αυτές είναι κερδοφόρες και άρα βιώσιμες, θα τις έχει ανακαλύψει ο επιχειρηματίας πριν από τον υπουργό. Να σας δώσουμε ένα απλό παράδειγμα: Δεν χρειάστηκε να ανακαλύψει κάποιος φωστήρας την προσφορά της κρουαζιέρας στον τουρισμό. Εκείνο που χρειάστηκε ήταν να άρει ο Άδωνις το καμποτάζ. Το κράτος πρέπει να διευκολύνει τις διαδικασίες, να ανοίγει δρόμους. Όλα τα άλλα είναι καταδικασμένα σε αποτυχία...
Πριν μερικά χρόνια “έπεσε” η ιδέα του ελληνικού πρωινού. Πραγματικά ήταν μία εξαιρετική ιδέα. Καλώς υπήρξε. Και μάλιστα υποστηρίχτηκε από πολλούς επιχειρηματίες, οι οποίοι και θέλουν να στηρίξουν τις τοπικές κοινωνίες. Έπειτα από λίγο αποδείχτηκε ότι το “ελληνικό πρωινό” ήταν πολύ ακριβό σε σχέση με το εισαγόμενο. Θα είχαμε, λοιπόν, μία από τις δύο περιπτώσεις: Είτε οι επιχειρήσεις θα δούλευαν σε βάρος τους είτε θα συνέχιζαν να χρησιμοποιούν εισαγόμενα προϊόντα. Το τελευταίο έχει ως συνέπεια να μειώνεται αισθητά το πραγματικό κέρδος της ελληνικής οικονομίας από τον κλάδο του τουρισμού. Και είναι αλήθεια ότι ένας υπουργός τουρισμού από μόνος του δεν μπορεί να λύσει ένα πολυδαίδαλο θέμα (έτσι είναι) όπως αυτό του “ελληνικού πρωινού” ή των χρήσεων γης και τόσων άλλων. Μπορεί όμως να αναλάβει πρωτοβουλίες.
Οι υπουργοί του τουρισμού του παρελθόντος φούσκωναν τα στήθη τους από υπερηφάνεια, επειδή αυξήθηκε, λέει, ο αριθμός των τουριστών. Αυτό που δεν λέγανε είναι ότι οι επισκέπτες του επίγειου παράδεισου που λέγεται Ελλάδα “συναγωνίζονται” πόλεις όπως η Βενετία ή το Παρίσι. Αυτό έχει δύο όψεις: Η μία είναι ότι η Ελλάδα έχει μεγάλα περιθώρια αύξησης του τουρισμού της. Η δεύτερη όψη μας λέει ότι οι υπουργοί δεν έχουν κάνει την δουλειά τους.
Αφήστε που η αύξηση του αριθμού των τουριστών από μόνη της δεν λέει κάτι. Πολύ περισσότερο μας ενδιαφέρει το πόσα χρήματα εισέρρευσαν στην Οικονομία. Τι κερδίσαμε απ'' όλο αυτό. Ως Οικονομία. Διότι ο τουρισμός επιδοτείται! Οι εργαζόμενοι στον τουρισμό πληρώνονται τον μισό χρόνο από τον εργοδότη και τον άλλον μισό από το ταμείο ανεργίας. Κι αυτή είναι μία “υπηρεσία” του κράτους προς την τουριστική βιομηχανία. Να συμβεί, αλλά να δούμε και τι έρχεται στο τέλος πίσω.
Ο υπουργός τουρισμού μπορεί να θεωρηθεί πετυχημένος ακόμη κι αν δεν κάνει κάτι. Αρκεί να τον ευνοήσουν λίγο ο αριθμοί. Στο κάτω – κάτω της γραφής δεν οδηγούμε και την κούρσα της τουριστικής βιομηχανίας. Έχουμε περιθώρια να αυξηθούν οι αριθμοί και να έχουμε έτσι πολλούς ακόμη... πετυχημένους υπουργούς του τουρισμού. Ο τουρισμός, όμως, δεν ξέρουμε αν θα έχει καταφέρει τον σκοπό του.
Θανάσης Μαυρίδης
[email protected]
*Το άρθρο δημοσιεύτηκε στον Φιλελεύθερο της 24ης Ιουλίου στη στήλη “Πετριές”