Η 25η Νοεμβρίου είναι η Παγκόσμια Ημέρα Εξάλειψης της Βίας κατά των Γυναικών αλλά κάθε χρόνο επαναλαμβάνουμε το ίδιο συμβολικό μοτίβο εκδηλώσεων «ενημέρωσης» του πληθυσμού για ένα θέμα που ούτε γνωρίζουμε, ούτε αφιερώνουμε χρόνο να κατανοήσουμε. Τις περισσότερες φορές οι εκδηλώσεις ξεκινούν και ξεδιπλώνονται ως εξής: διάφοροι άνθρωποι που ουδέποτε συζητούν ανοιχτά τους μηχανισμούς με τους οποίους αναπαράγεται η βία - μηχανισμοί που συχνά ενυπάρχουν στις ίδιες τις «λύσεις» που αυτοί προτείνουν – προσπαθούν να ευαισθητοποιήσουν ένα πληθυσμό που έχει αποδείξει ότι κλείνει τα μάτια στα δράματα της διπλανής πόρτας, που κουβαλάει έμφυλα στερεότυπα αλλά, κυρίως, που αδυνατεί να κατανοήσει ότι η βία έχει λανθασμένα περιοριστεί ως θέμα στη σφαίρα της ιδιωτικής ζωής ενώ είναι κοινωνικό φαινόμενο με εκπαιδευτικές, νομικές και, τελικά, πολιτικές παραμέτρους.
Οι γυναίκες γίνονται στόχος πολλών μορφών βίας που ξεκινάει από το σπίτι και την έννοια της «ιδιοκτησίας»: υπάρχει ο βουβός πόνος των γυναικών θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας και οι αόρατες γυναίκες που φροντίζουν ηλικιωμένους και δέχονται την βία των «αφεντικών» τους. Η βία μεταφέρεται στο εργασιακό περιβάλλον και στην κοινωνία μέσω της επιβολής κρατικής εξουσίας ως μέσο ελέγχου ενώ κορυφώνεται ως τρομοκρατική ενέργεια κατά την διάρκεια εμπόλεμων συρράξεων για την καταστολή ολόκληρων περιοχών (για παράδειγμα, κατά την διάρκεια του πολέμου στη Βοσνία, η Mirsad Tokaca, σκηνοθέτης που ακολούθησε τα ίχνη των βιασμών γυναικών από στρατιώτες, ανακάλυψε ότι η σεξουαλική βία είχε περισσότερα κρούσματα στα στρατηγικής σημασίας σημεία της Βοσνίας).
Οι γυναίκες είναι «φτηνότερες από τις σφαίρες» όπως σημείωνε στο παρελθόν από το Κονγκό ο γιατρός Denis Mukwege, που βοηθάει γυναίκες θύματα πρωτοφανούς βιαιότητας να μπορέσουν ξανά να σταθούν στα πόδια τους, κυριολεκτικά και μεταφορικά). Η γυναίκα γίνεται αντικείμενο οικονομικών συνδιαλλαγών – όχι μόνο σε τοπικό επίπεδο (πωλούνται ως σκλάβες) αλλά και σε διεθνές (καταναγκαστική πορνεία, trafficking). Η σεξουαλική εκμετάλλευση είναι μια από τις πιο προσοδοφόρες επιχειρήσεις στον πλανήτη. Σύμφωνα με μαρτυρίες των σωματείων που εργάζονται για να βοηθήσουν τα θύματα τέτοιων εγκλημάτων, συχνά η επίσημη πολιτεία χρησιμοποιεί τις ιστορίες των γυναικών για συναισθηματικό εντυπωσιασμό κατά τη διάρκεια μιας προεκλογικής εκστρατείας, ενώ, από την άλλη, εμπορεύεται τη σάρκα τους μέσα από κύκλους εμπορίας ανθρώπων που έχουν παρακλάδια που φτάνουν μέχρι τα ανώτατα κυβερνητικά κλιμάκια (πηγή: Lydia Cacho's Slavery Inc.). Ο αριθμός των νεαρών γυναικών και κοριτσιών που εξαναγκάζονται σε γάμο, κλειτοριδεκτομή ή που καίγονται, βιάζονται και στραγγαλίζονται από τους συντρόφους και τους πατεράδες τους, ξεπερνάει τα 650 εκατομμύρια παγκοσμίως (πηγή: UNWomen).
Όμως από πού ξεκινάει κανείς να ξετυλίγει το κουβάρι της βίας; Από τις ανθρώπινες κοινότητες, από τον τρόπο που μιλάμε μεταξύ μας, από τη θεματολογία που επιλέγουμε στον δημόσιο διάλογο, από την ειλικρίνεια, την τόλμη και το ρίσκο του να θίξουμε τα θέματα που πονάνε περισσότερο. Δεν είναι τα φυλλάδια, δεν είναι τα φωτισμένα κτίρια, ούτε τα hashtag των κοινωνικών δικτύων που θα ευαισθητοποιήσουν ενάντια στη βία.
Είναι η συζήτηση για τη λανθασμένη έμφαση που δίνουμε στην προτροπή των γυναικών-θυμάτων να «μιλήσουν» γι'αυτά που τους συμβαίνουν και μετά να ξαναμιλήσουν και να μπουν σε κύκλους περιγραφής και εξοντωτικών λεπτομερειών για την εμπειρία τους μπροστά από όργανα εξουσίας, μια διαδικασία από την οποία καθόλου δεν έχουμε μετακινηθεί επί χρόνια, μια διαδικασία που επιμένει να τραυματίζει από την αρχή, που φέρει το στοιχείο της ντροπής και της υποταγής ξανά αλλά για την οποία επιμένουμε ότι λειτουργεί και φέρνει αποτελέσματα.
Είναι η ελλιπής εκπαίδευση των φορέων που ασχολούνται με τη βία.
Είναι η «ανωτερότητα» των γυναικών από προνομιούχα περιβάλλοντα που διοργανώνουν εκδηλώσεις για τη βία χωρίς να έχουν ούτε μια φορά βάλει τον εαυτό τους στη θέση της άλλης.
Είναι τα συνθήματα τέτοια εποχή κάθε χρόνο που ζητούν να σταματήσει η βία αλλά η ταυτόχρονη αντίληψη που επικρατεί ότι η βία κατά των γυναικών είναι ζήτημα «χαμηλής πολιτικής βαρύτητας», σαν να μην συνδέεται με την οικονομία, με την έλλειψη εργασιακών ευκαιριών, με την παιδεία και την εκπαίδευση του λαού μας – πόσο χαμηλή πολιτική είναι τα παραπάνω;
Είναι η ειρωνεία της στιγμής κατά την οποία μια γυναίκα θα βρει το κουράγιο να καταγγείλει τη βία του συντρόφου της έχοντας περάσει χρόνια ταλαιπωρίας μέσα σε γειτονιές ανθρώπων που δεν έβλεπαν τίποτα (πάλι δηλαδή αυτή πρέπει να πάρει το ρίσκο) και που δεν έχουν πειστεί ακριβώς για το ότι πρέπει να καταγγέλλεις ή να ανέχεσαι (κι αν δεν μιλούσες χρόνια τι σε κάνει τώρα ξαφνικά να τα ομολογείς;)
Είναι που μιλάμε για τον βιασμό αλλά ποτέ για την σεξουαλική συμπεριφορά σε σημείο που, όταν σημειωθεί βιασμός, να τον μπερδεύουμε με τη συζήτηση για τις γυναίκες και τις υποτιθέμενες #metoo εμμονές τους.
Άλλη μια ημέρα λοιπόν που θα φορέσουμε μπλουζάκια και χαμόγελα στο διαδίκτυο και μετά θα ξαναγυρίσουμε στην νωχελικότητα του δεν σε είδα-δεν σε ξέρω, αφού το έγκλημα κατά των γυναικών είναι ριζωμένο στον τρόπο που δεν καταλαβαίνουμε την συνυπευθυνότητα σε αυτή τη χώρα αλλά ενθαρρύνουμε τους ήδη πεσμένους στο χώμα, τους αδύναμους και τους ταπεινωμένους, «να μιλήσουν» ανοιχτά, να ξεχωρίσουν αυτά που δεν έχουμε οριοθετήσει αυστηρά, να αναγνωρίσουν το πρόσωπο του θύτη, δηλαδή να κάνουν αυτοί βήματα προόδου ενόσω οι υπόλοιποι κρυβόμαστε πίσω από το δάκτυλό μας.
* Η Δέσποινα Λιμνιωτάκη είναι Πρόεδρος της Φιλελεύθερης Συμμαχίας