Αλεξέι Λόσεφ: Γράμματα από τα Γκουλάγκ (Σβιρλάγκ-Σιμπλάγκ)

Αλεξέι Λόσεφ: Γράμματα από τα Γκουλάγκ (Σβιρλάγκ-Σιμπλάγκ)

Ο Αλεξέι Φιοντόριβιτς Λόσεφ (1893 - 1988) υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερος Ρώσσους φιλόσοφους και φιλόλογους του 20ού αιώνα. Ο Λόσεφ γεννήθηκε στο Νοβοτσερκάσκ το 1893. Γιός ενός Κοζάκου του Ντον, καθηγητή της Φυσικής και των Μαθηματικών, και της κόρης ενός ιερέα.

Το 1915 αποφοίτησε από το τμήμα Φιλοσοφίας και Κλασσικής Φιλολογίας της Σχολής Ιστορίας και Φιλολογίας του Πανεπιστημίου της Μόσχας. Μετά την Οκτωβριανή επανάσταση, δεν του επετράπη να διδάξει φιλοσοφία, υπηρέτησε ως καθηγητής Φιλολογίας (1919) στο Πανεπιστήμιο του Νίζγκοροντ και καθηγητής Αισθητικής στο Ωδείο της Μόσχας (1922-1929). Το 1922 νυμφεύεται την Βαλεντίνα Μιχαΐλοβνα Σοκολόβα. Το 1929, όπως και η σύζυγός του, εκάρη μυστικά μοναχός από στάρετς του Αγίου Όρους.

Τα μοναχικά ονόματα που έλαβαν ήταν Ανδρόνικος και Αθανασία. Έκτοτε θα φορούσε πάντοτε τον μοναχικό σκούφο. Το 1930 καταδικάστηκε, με τη σύζυγό του, σε 10ετή φυλάκιση. Εξέτισε την ποινή του για 3 χρόνια στην κατασκευή της διώρυγας που ένωνε την Λευκή θάλασσα με την Βαλτική, όπου έχασε σε μεγάλο βαθμό την όρασή του. Χάρη στο αίτημα της πρώτης συζύγου του Γκόρκι, Πεσκόβα, το 1932, ο Λόσεφ και η σύζυγός του απελευθερώθηκαν.

Για 25 σχεδόν χρόνια δεν θα δημοσιεύσει εργασίες του, ενώ εργάζεται ως καθηγητής των Λατινικών. Μετά το θάνατο του Στάλιν, ο Λόσεφ άρχισε να δημοσιεύει και πάλι τα έργα του. Στη βιβλιογραφία του περιλαμβάνονται σχεδόν 800 δημοσιεύσεις, από τις οποίες πάνω από 40 είναι μονογραφίες. Οι μελέτες του απλώνονται από τους Πλάτωνα και Αριστοτέλη έως τον Πλωτίνο και τους νεοπλατωνικούς. Επίσης μεταφράζει Αριστοτέλη, Πλωτίνο, Σέξτο Εμπειρικό, Πρόκλο και Νικόλαο Κουζάνο, ενώ επιμελήθηκε την έκδοση τωνФαπάντων του Πλάτωνος (τόμοι 1-3, 1968-1972). Το 1983 δημοσίευσε το βιβλίο του «Ο Βλαδίμηρος  Σολοβιώφ και η εποχή του», το οποίο αρχικά απαγορεύτηκε. Η μεγάλη κοινωνική αντίδραση, όμως, άλλαξε την απόφαση των αρχών, το βιβλίο κυκλοφόρησε και έγινε ανάρπαστο. Μνημειώδες παραμένει ως βιβλίο αναφοράς το επτάτομο έργο του «Ιστορία της αρχαίας ελληνικής αισθητικής». Σήμερα το έργο του συνεχίζεται από τη δεύτερη σύζυγο του Τάχο Γκόντι στο «Σπίτι του Αλεξέι Λόσεβ» στην οδό Αρμπάτ στο κέντρο της Μόσχας, όπου εκτός από τη βιβλιοθήκη του που είναι προσιτή σε όλους, διεξάγονται εξαιρετικά ενδιαφέροντα σεμινάρια με αντικείμενο τη φιλοσοφία, τη θεολογία, την ιστορία του πολιτισμού, τη γλωσσολογία, τις κλασσικές σπουδές κ.λπ.
 

Βιζίνι, 19 Φεβρουαρίου 1932 

Γιάσοτσκα, χθες έλαβα μια είδηση από τους γέροντες ότι τα βιβλία δεν μπορούν να παραμείνουν στη σοφίτα, ότι τα έχουν μεταφέρει ήδη στο δωμάτιό τους και ένα μέρος το έδωσαν στον «άρρωστο».

Έτσι, λοιπόν, ψυχή μου, η σοφίτα μας θανατώθηκε. Κατεστράφη το ήρεμο σκήνωμα της προσευχής, της αγάπης, των υψηλών εμπνεύσεων του νου και της καρδιάς, ένα καταφύγιο της τρυφερότητας και της ειρήνης, ένα διανοητικό λιμάνι μέσα στον θρήνο και στο χάος της ζωής.  Αδυνατώ να σου εκφράσω όλη την ένταση του εκνευρισμού, της κακίας και μιας ζωώδους απελπισίας που με κατέλαβαν ύστερα από αυτήν την είδηση. Έως και το τελευταίο λεπτό ήλπιζα στη διάσωση της βιβλιοθήκης και του επιστημονικού αρχείου, πιστεύοντας πως δεν θα πειράξει ο Θεός εκείνα τα οποία ο Ίδιος τοποθέτησε και ευλόγησε. Και να σκεφτείς πως τη σοφίτα την είχαν ανοίξει μόλις στις 9 Ιανουαρίου και έγραφαν οι γέροντες, πως όλα τα βιβλία και τα πράγματα τα βρήκαν σώα και αβλαβή.

Τι θα κάνω εγώ τώρα; Η καταστροφή της βιβλιοθήκης είναι ένα πλήγμα που δεν θα περάσει εύκολα, το νιώθω. Το θέμα μου δεν είναι ο Κάντ και ο Χέγκελ με τους οποίους σκεπάζουν οι Σοκολόβ τα κουζινικά σκεύη τους, δεν είναι ο ανέκδοτος Νικολάϊ Κουζάνσκι μου, με τον οποίον σκουπίζονται. Σε τελική ανάλυση, το θέμα μου δεν είναι καν η ίδια η απαγόρευση των Αρχών να παραμείνει η βιβλιοθήκη στη θέση της. Το πρόβλημα δεν είναι οι Αρχές. Μπορεί όμως να παραμείνει κανείς  ήρεμος με τις ανώτερες αξίες, αν αυτές επιτρέπουν τις τερατουργίες και την εξοργιστική προσβολή παντός υψηλού και άγιου;!

Γιάσοτσκα, δεν βρίσκω λόγια για να σου εκφράσω το βάθος της αγανάκτησης και της οργής μου, είμαι έτοιμος, ως φαίνεται, να επαναστατήσω έναντι όλων αυτών που μια ζωή πίστευα και με τα οποία ζούσα. Μα, τι είναι αυτό;! Τι άλλο μας μένει, εκτός από αυτήν την άθλια ζωή που κάνουμε τώρα; Τι επιλογές έχουμε και τι θα κάνουμε; Γιάσοτσκα, καλή μου, σώσε με, με κάθε τρόπο, χωρίς εσένα θα πεθάνω. Γιάσοτσκα, ψυχή μου, παρηγόρησέ με και σκούπισε τα δάκρυα μου, αφού κλαίω τώρα σαν παιδί και δεν ξέρω τι μου συμβαίνει. Έχει πεθάνει και η τελευταία μου ελπίδα να επιστρέψω στο επιστημονικό έργο∙ τι είμαι εγώ χωρίς την βιβλιοθήκη;

Ένας Σαλιάπιν που έχει χάσει τη φωνή του, ένας Ραχμάνινοφ χωρίς το πιάνο του. Τι θα κάνω εγώ ο μουσικός που έχασε το όργανό του και δεν δύναται να το αποκαταστήσει με κανέναν τρόπο; Εκεί υπήρχαν συγκεντρωμένα τα έργα των σημαντικότερων φιλοσόφων, των σημαντικότερων παγκόσμιων κλασικών, εξειδικευμένη βιβλιογραφία για πληθώρα ειδικών θεμάτων. Θυμάσαι, Γιάσοτσκα, πως σε κάθε φύλλο χαρτί υπήρχε και κάποια σκέψη κρυμμένη,  καρπός, σε κάποιες περιπτώσεις, πολλών άγρυπνων νυχτών και τεράστιας προσπάθειας ενός ανήσυχου νου; Θυμάσαι, καλή μου, με ποιο σεβασμό, μέχρι και με ευλάβεια, αντιμετώπιζες το κάθε απόκομμα  των εγγράφων μου και τα τοποθετούσες πάνω στο τραπέζι, όταν έπεφταν στο πάτωμα; Γιάσοτσκα, καλέ, καλέ, μοναδικέ μου άνθρωπε! Μόνο εσύ μου έχεις απομείνει, αλλά ακόμη και εσένα σε πήρε ο Θεός χιλιάδες βέρστια μακριά μου. Γιάσοτσκα, τι μου συμβαίνει; 

Νιώθω ότι χάνω την αυτοπειθαρχία μου και δεν μπορώ πλέον να είμαι βέβαιος για τον εαυτό μου. Πώς επιτρέπει ο Θεός αυτή την άγρια εκδίκηση και τις πνευματικές θηριωδίες; Αρχίζεις να καταλαβαίνεις τον άθεο Βολταίρο, ο οποίος έλεγε, πως, αν ο Θεός δεν μπορεί να υπερβεί το κακό, τότε Αυτός δεν είναι παντοδύναμος, εάν δεν θέλει να το υπερβεί, τότε Αυτός δεν είναι πανάγαθος, αλλά αν είναι και παντοδύναμος και πανάγαθος, τότε πώς μπορεί και απλώς κοιτάζει αυτά που συμβαίνουν; Αυτή η ιεροσυλία κατακλύζει το μυαλό μου τώρα και είναι έτοιμη να ξεχειλίσει  προς τα έξω. Τι είναι όλα αυτά, έλλειψη παντοδυναμίας, δηλαδή αδυναμία, ή έλλειψη ευγνωμοσύνης, δηλαδή κακία; Και η απάντηση εκείνη με την οποία μεγαλώσαμε, πως όλα αυτά είναι η αγάπη του Θεού, αυτή η μυστικιστική και τρομερή απάντηση ηχεί τώρα σαν κοροϊδία και σαν κακεντρεχής σαρκασμός. Με τίποτα δεν μπορώ να πείσω τον εαυτό μου πως η επιστήμη είναι κάτι κακό, πως τα βιβλία είναι βλαβερά, πως η Εκκλησία είναι κακή και πως πράγματι όλα αυτά αξίζουν να καταστραφούν.

Δεν μπορώ με τίποτα να πειστώ πως υπήρχε τέτοια τερατώδης κακία στις μεταξύ μας σχέσεις, που έπρεπε οπωσδήποτε να καταστρέψουν τον οίκο μας και να διασπάσουν την κοινή μας ζωή. Ο Θεός μάς χτυπάει ανελέητα εδώ και δύο χρόνια και δεν διακρίνω τον ορίζοντα του τέλους αυτής της βιαιότητας, επειδή όλο και πιο μακριά μετατίθεται το γεγονός εκείνο, για το οποίο σου έγραφα. Ψυχή μου, εγώ είμαι συγγραφέας και δεν μπορώ να ζήσω χωρίς το συγγραφικό μου έργο, είμαι διανοούμενος και δεν μπορώ να ζήσω χωρίς την σκέψη και χωρίς την τέχνη της διανόησης. Δεν μπορώ, δεν μπορώ διαφορετικά. Αυτός είναι ο δρόμος μου, η υπακοή μου, η κλήση μου, το έργο που έχει καταλάβει όλη την ζωή μου και πήρε όλες τις δυνάμεις μου. Να αποχωριστώ όλα αυτά θα σήμαινε πνευματικό θάνατο και δεν βρίσκω κανέναν άλλον δρόμο. Ύστερα από τόσα χρόνια φιλίας, έχουμε καταρτίσει νέα  και απολύτως πρωτότυπα σχήματα του ανθρώπινου βίου, έχουμε πετύχει τέτοιον συνδυασμό επιστήμης, φιλοσοφίας, πνευματικού γάμου και μοναστηριακής ζωής, για τα οποία λίγοι είχαν το ηθικό σθένος και τα οποία σχεδόν κανένας μικροαστός από τους σύγχρονους επιστήμονες, φιλοσόφους, κοσμικούς εγγάμους και μοναχούς δεν έχει δει ούτε στα όνειρα του. Ο συνδυασμός αυτών των πορειών σε ένα διαυγή και φλέγοντα ενθουσιασμό, μέσα στον οποίο συνενώθηκε η σιωπή της εσωτερικής ανείπωτης παρατήρησης της αγάπης και της ειρήνης με την ενέργεια της επιστημονικο-φιλοσοφικής δημιουργικότητας είναι έργο του Λόσεβ και κανενός άλλου, την πρωτοτυπία, το βάθος και τον ανθρωπισμό του οποίου από τους Λόσεφ δεν θα μπορέσει να στερήσει κανένας.

Και τώρα τι; Στο άνθος της ηλικίας, στο διάβα νέων και ανεπανάληπτων καλλιτεχνικών έργων μάς χτύπησαν ανελέητα, μάς φυλάκισαν στο μπουντρούμι – και ποιος; Γιάσκοτσκα, δεν θα σου κρύψω (ούτε θέλω, ούτε μπορώ να το κρύβω), πως η ψυχή μου είναι γεμάτη από άγρια αγανάκτηση και εκνευρισμό έναντι ανωτέρων δυνάμεων, όσο και να μου λέει ο νους μου, ότι κάθε επανάσταση και διαφωνία έναντι του Θεού είναι άνευ νοήματος και αδόκιμη. Ποιος είμαι; Καθηγητής; Ένας Καθηγητής της Σοβιετίας που απαρνήθηκαν τα ίδια τα Σοβιέτ! Επιστήμονας; Χωρίς καμία αναγνώριση και καταδιωκόμενος όχι λιγότερο από κοινούς αλήτες και εγκληματίες! Φυλακισμένος; Μα ποιος πανάθλιος έχει το δικαίωμα να θεωρεί φυλακισμένο εμένα, ένα Ρώσο φιλόσοφο και μοναχό! Ποιος είμαι εγώ και τι είμαι; Έχω μια ερώτηση ακόμη πιο τρομερή: τι θα είμαι σε «10 χρόνια», αν όχι σε 10 σε 5, σε 3 ή σε ένα έστω χρόνο από σήμερα; Η κακότητα και το πνευματικό πάγωμα, που μέρα με τη μέρα αυξάνουν, μπορούν να οδηγήσουν σε ανεπανόρθωτη πνευματική καταστροφή, από την οποία δεν θα είναι δυνατόν πια να επιστρέψω στην παλιά πορεία.

Νιώθω αλυσοδεμένος την ώρα που η ψυχή μου ξεχειλίζει από αχρησιμοποίητες και ανεξάντλητες δυνάμεις και καλλιτεχνικές ορμές, στον νου μου βράζουν και μεγαλώνουν νέες, μονίμως νέες και νέες σκέψεις, σκέψεις που απαιτούν πρακτικές ανέσεις για την κατανόηση και τον σχηματισμό αυτών, και αυτή η καρδιά, παρά το κρύο και το θλιμμένο λυκόφως της τωρινής ζωής μου, χτυπάει ακούραστα, συντονισμένη με κοσμικές, συμπαντικές δονήσεις, που με έλκουν στους μυστικούς τόπους ανήκουστων αισθημάτων, ενθουσιασμών, παρατηρήσεων, ομορφιάς και δυνάμεως της πνευματικού ανόδου, συγκίνησης και ηρωισμού.

Ψυχή μου, δεν νιώθω διόλου κουρασμένος. Δεν αισθάνομαι καμία κούραση. Αντιθέτως, βρίσκομαι εν βρασμώ πνευματικών και ψυχικών δυνάμεων, έχω όρεξη για εργασία, για δημιουργία. Αλλά η έλλειψη της δυνατότητας να εκφραστώ και η ματαίωση της δυνατότητας να έχω πρόσβαση στα επιστημονικά μου εργαλεία και στο μέλλον, τώρα, με την απώλεια της βιβλιοθήκης, με θλίβει, με θυμώνει, κατακλέβει την ψυχή μου, με κάνει να χάνω τη διαύγεια της αυτοκυριαρχίας και βιάζει το ελευθέρως εξελισσόμενο πνεύμα μου. Αιωνίως, μονάκριβη φίλη μου, αδειάζει η ψυχή μου και νιώθω λες και αρχίζω να ζητιανεύω εσωτερικά. Και όλα αυτά, ενώ η ψυχή έχει τόση δύναμη, τόση γνώση, τόσους ιερούς και ευγενείς σκοπούς και ενορμήσεις! Ίσως κάποια στιγμή να βρω το νόημα μέσα σε αυτήν την τρελή ανοησία της ζωής που μας περιβάλλει, ίσως να χαμογελάσω με τα περασμένα βάσανά μου. Αλλά αυτήν τη στιγμή η ψυχή μου χάνει την αγνότητα και την παλαιά αθωότητά της και χτυπιέται, σαν τη γυναίκα την ώρα που την βιάζουν και χάνει όλα αυτά που στα βάθη της ψυχής η κάθε γυναίκα θα ήθελε να διατηρήσει. Παραμορφώνεται το πνεύμα και πώς να ξεφύγω απ’ αυτήν την κατάσταση;

Όταν η καθημερινότητα μετατρέπεται σε οίκο ανοχής και καταγώγιο εγκληματιών, όταν η ψυχή πέφτει θύμα βιασμού, ακόμη και όταν αυτό συμβαίνει κόντρα στη βούλησή της, πώς μπορεί η ψυχή να παραμείνει αθώα, πώς να ζεσταθεί με τις ακτίνες της αγνότητάς της; Γιάσοτσκα, πολλά ακόμη θα ήθελα και έχω να σου πω, αλλά παγώνουν τα χείλη μου, ο νους δεν βρίσκει τα λόγια να εκφράσει όλον τον θρήνο και τον πόνο για την καταστροφή της σοφίτας μας. Μήπως ήμουν πράγματι  δεμένος με εκείνη και με εσένα σαρκικά, υλικά, αισθησιακά, ηδονιστικά; Μήπως ήταν πράγματι η αγάπη μου στα βιβλία με κάποιον τρόπο όμοια της άπληστης συλλογής υλικών αγαθών, άξιας μόνο καταστροφής και εκδίκησης; Αγαπούσα μήπως τα βιβλία λόγω χρημάτων, λόγω δόξας, λόγω μιας ζεστής γωνίας και νόστιμων φαγητών; Δεν ήταν άραγε τα δημιουργήματα των καλύτερων τέκνων της ανθρωπότητας για εμένα τροφή πνευματική, συμπαντική ατμόσφαιρα της νόησης και του συναισθήματος, που με διέσωζε από τα άδυτα του μικροαστισμού και της χυδαιότητας που μας περιτριγύριζε; Τα αγαπούσα τα βιβλία όπως αγαπώ τη σκέψη, την κάθε καθαρή σκέψη, όπως αγαπώ κάθε ορμή και κάθε έκφραση του πνεύματος, που αιωνίως τείνει προς το υψηλό. Με πολλά από τα βιβλία μου έχω ζήσει 20-25-30 χρόνια, από τα πρώτα χρόνια του Γυμνασίου. Πολλά από αυτά προ πολλού έπαψαν για εμένα να είναι απλώς βιβλία και μετατράπηκαν σε ζωντανούς συνοδοιπόρους, σε φίλους μιας ζωής, με τους οποίους συνομιλούσα σαν να ήταν ζώντες οργανισμοί και τα οποία με παρηγορούσαν σαν να ήταν οι πιο κοντινοί μου άνθρωποι.

Πολλά από τα βιβλία, που έχουν τώρα αφεθεί στο έλεος της μοίρας, με συντρόφευαν στην πορεία της ζωής μου, με τα δεσίματά τους, με τις εξωτερικές ατέλειες, με τις ελάχιστες εξωτερικές ιδιαιτερότητες, τόσο αγαπημένα και οικεία στην καρδιά μου, όσο αγαπημένη είναι η ελιά στο πηγούνι σου ή όσο αξέχαστη μού είναι η χροιά της φωνής σου, αν και μπορεί κάποιος πνευματοκρατιστής ή ηθικολόγος (δηλαδή ηλίθιος) να με κατηγορήσει εδώ ως υλιστή και συναισθηματικό. Όσο αγαπώ εσένα, αιώνια φίλη και συνοδοιπόρε μου,  τόσο αγαπώ και τα βιβλία μου και δεν ξέρω που σταματάει η επικοινωνία με ένα μεγαλειώδες πνεύμα μέσω των βιβλίων του και που ξεκινάει η επικοινωνία μου με εσένα. Είναι που όλα ενώνονται, ενοποιούνται σε ένα σύνολο – αγνό, αδιάρρηκτο και αιώνιο. Και τώρα που έχουν καταφέρει να διαρρήξουν την ενότητα αυτήν, πώς να το ονομάσω αν όχι βιασμό της ζωής μας, διωγμό στο σκότος και παράνοια, ληστεία και προσβολή του ύψιστου  ιερού ναού; Δεν καταρρέει αυτή η ενότητα και να που όμως κάπως καταφέρουν και την καταστρέφουν! Τα λείψανα και την Αγία Τράπεζά μας!  Γιάσοτσκα, φως της ψυχής μου, κάνε κάτι να μην συμβεί αυτή η καταστροφή. Γιάσοτσκα, άνθρωπε δικέ μου, έλα σε εμένα, εμφανίσου με παρηγοριά και τρυφερότητα. Έχω ανάγκη την τρυφερότητά σου, όσο ανάγκη έχω τον αέρα. Θυμάμαι ώρες ολόκληρες αγωνίας να πηγαινοέρχομαι μοναχός μου, λέγοντας το όνομά σου, καρτερώντας να εμφανιστείς και να με βοηθήσεις. Πάνε δύο χρόνια που έμεινα χωρίς τη βοήθειά σου. Πόσο ακόμη θα μας χτυπάει ο Θεός; Ή μήπως πλησιάζει πια το τέλος, το εύκολα προβλέψιμο τέλος. Ξέρω καλά με ποιον τρόπο πεθαίνουν οι άνθρωποι εδώ πέρα. Όταν παγώσει το πτώμα μου κατά τη διάρκεια της νυχτερινής βάρδιας,  έξω στο κρύο και στην παγωνιά, κάτω από τους τοίχους της αποθήκης ξύλου που φυλάσσω, θα έρθουν αναγκαστικά οι μικροκλέφτες (δεν έρχεται και κανένας άλλος) να σηκώσουν βρίζοντας το πτώμα μου για να το πετάξουν σε μια τυχαία λακκούβα (δεν προτίθεται κανείς να σκάψει έναν τάφο της προκοπής σε παγωμένο χώμα), τότε είναι που θα τελεστεί η πραγματική ολοκλήρωση των φιλοσοφικών αναστεναγμών και αναζητήσεών μου και θα πραγματωθεί ένα άξιο και όμορφο τέλος της μεταξύ μας φιλίας και αγάπης. 

Να τι αξία έχει η τωρινή κατάσταση του πνεύματός μου και με τι ομορφιά επιβραβεύει ο Θεός το έργο αναζήτησης της αλήθειας. (Γιάσοτσκα, και τα αστεία με τον Χριστό;) Γιάσοτσκα, θολώνει η σκέψη μου και διαρρηγνύεται η συνείδησή μου, αντικρίζω μια σκοτεινή άβυσσο και δεν ξέρω που να ακουμπήσω. Όπως παγώνουν τα χέρια μου, τα ρευματικά ύστερα από ατελείωτη δουλειά με τους μουσκεμένους κορμούς δέντρων δάχτυλά μου, παγώνει και πετρώνει και το πνεύμα μου. Και δεν υπάρχει κανείς να ζεστάνει τα παγωμένα δάχτυλά μου, που με ζόρι και πόνο μόνο κουνιούνται πια, και δεν υπάρχει κανείς να ζωντανέψει με την τρυφερότητα το παγωμένο πτώμα της ψυχής μου. Γιάσοτσκα, χαρά μου, αγάπη μου, καλό μου κορίτσι, μόνο εσύ μου έχεις απομείνει. Βλέπω τα μάτια σου και χαϊδεύω νοερά τα μαλλιά σου. Μόνο εσύ δεν με έχεις ξεχάσει. Ο Θεός όμως μας άφησε μόνους και τι άλλο να περιμένουμε πια από Αυτόν εκτός από τον θάνατο; Καλό μου κορίτσι, χαρά μου, ζωή μου, άκουσε τον θρήνο μου! Ψυχή μου, άρρωστο και αδύναμο κορμί μου, δέξου το χάδι μου, νοερό, ίσως και το τελευταίο. Σώσε με με όποιον τρόπο και ανάστησέ με στην καινούργια ζωή. Έχασα τον δρόμο μου και δεν καταλαβαίνω πια τίποτα. Μόνο που στη θάλασσα των θρήνων και των στεναγμών αναδύεται η αγάπη που έχω για σένα και η θύμηση της ψυχής και της οπτασίας σου. Δεν έχουμε πατρίδα, δεν έχουμε καταφύγιο. Πώς να μην κλάψω, αναλογιζόμενος τον Ζουκόβσκι:

Χώρα μου, στην οποία είχαμε γευτεί

Τις πρώτες χάρες της ύπάρξης,

Οι πεδιάδες και οι λόφοι πατρογονικά μας,

Του ουρανού μας το γλυκό το φως,

Γλέντια και παιχνίδια πρώτων χρόνων

Και τα πρώτα τα  μαθήματά μας.

Ώ, Ιερή Πατρίς!

Δεν υπάρχει καρδιά που να μην τρέμει,

Εσένα ευλογώντας!  

Να που δεν έχουμε ούτε πατρίδα, ούτε οικείους, ούτε τον ουρανό, ούτε τη γλυκύτητα της ύπαρξης! Εσύ είσαι η μοναδική πατρίδα μου, γλυκό μου κορίτσι, ψυχή μου, αιώνιο και μοναδικό χάδι. Σε στιγμές που διακόπτεται η προσευχή, σε αυτήν τη θυμωμένη και άνευ νοήματος πορεία, η θύμησή σου και μόνο αυτή παραμένει σημάδι πως κάποτε υπήρξε η προσευχή και πως ακόμη είναι εφικτή. Και ήταν πολλές η φορές που με είχε εγκαταλείψει η προσευχή αυτά τα δύο χρόνια, με είχε εγκαταλείψει με ύποπτο τρόπο, με κακία και πείσμα. Δεν συγκρίνεται αυτό με τους πειρασμούς στο κελί. Μα και πώς να συντελεστεί η προσευχή σε τέτοια κατάσταση ψυχικής αναταραχής, με τέτοιον μόνιμο φόβο και ανησυχία για τη ζωή σου, με τέτοιο παράπονο και μη αποδοχή αυτής της άθλιας «πορείας»! Αντί της προσευχής στέκει στην ψυχή μια κραυγή συνεχόμενη, στην οποία δεν μπορείς να διακρίνεις πια πού είναι η προσευχή και πού είναι ο αναστεναγμός ενός χτυπημένου ζώου και πού οι αναθεματισμοί, απευθυνόμενοι στον αέρα, εναντίον δεν ξέρω και εγώ τίνος. Δεν είναι καιρός για προσευχή, δεν συζητώ καν για τις πραγματικές συνθήκες πια. Μόνο η θύμησή σου και συντηρεί το λεπτό, συνεχώς διακοπτόμενο νήμα της προσευχής.

Σκέπτομαι: αν δεν προσευχηθώ εγώ για τη Γιάσοτσκα, τότε ποιος; Αν διέκοπτα την προσευχή που κάνω για σένα, θα το ένιωθα ως προδοσία, όχι απέναντι στον Θεό, αλλά απέναντί σου και, ξέρεις, αυτό και μόνο με αναγκάζει να προσεύχομαι. Προσευχόμουν και έκλαιγα για τη διάσωση την σοφίτας μας – το αποτέλεσμα το γνωρίζεις. Προσευχόμουν και αναθεμάτιζα τους εχθρούς της αλήθειας – το αποτέλεσμα το γνωρίζεις. Προσευχόμουν, μετάνιωνα, έκλαιγα μέχρι πονοκεφάλου για την διατήρηση του ελάχιστου επιστημονικού έργου και της επικοινωνίας μου μαζί σου, αυτών των ελάχιστον δεδομένων, απαραίτητων για τη διατήρηση της ψυχικής ισορροπίας – το αποτέλεσμα το γνωρίζεις. Ύστερα από όλα αυτά αποθαρρύνεται το πνεύμα, σιγεί η προσευχή και επικρατεί ένα πάγωμα και συσκότιση της συνείδησης. (Μην παρακαλάς για τίποτα). Παραμένει όμως ένα πράγμα που καμία κακία, κανένα παράπονο και καμία έλλειψη πίστης στην προσευχή δεν μπορεί να υπερνικήσει – η θύμησή σου. Μόλις σε θυμάμαι, ανάβει ξανά στην ψυχή η φωτιά από τα κάρβουνα της προσευχής, και πάλι πιστεύω στο φως, στην τρυφερότητα, στην ειρήνη και στην αγάπη, στην καλοσύνη και στη Θεία πρόνοια. Δεν πιστεύω πια σε τίποτα και για τίποτα δεν μπορώ να προσευχηθώ. Αλλά μόλις αναδύεται στη σκέψη μου η μορφή σου, η αινιγματική  και πανέμορφη οπτασία σου ανάμεσα στην ομίχλη και τις μπόρες της ζωής, ανάμεσα στο σκότος και στην παράνοια του νου που σβήνει, μόλις σε θυμάμαι –θλιμμένη και λαμπερή, κουρασμένη και φωτεινή, σαν τους φθινοπωρινούς ορίζοντες, νιώθω αμέσως πως η προσευχή ξεκινάει από μόνη της και διατηρείται η ικανότητα προσευχής που είχαμε αποκτήσει. Γιάσοτσκα, πόσο όμορφη είναι η σκέψη, η καθαρή σκέψη, ο καθαρός νους, από τα βάθη του οποίου αναδύεται συνεχόμενα και ξεχειλίζει η αστείρευτη πηγή της ζωής. «Ζωντανός νους», για τον οποίον μιλάει ο Πλωτίνος, πόσο πανέμορφος είναι, και να σκεφτείς πως είχαμε υπάρξει, ταπεινοί έστω, αλλά υπηρέτες αυτού του καθαρού νου.

Θελήσαμε να δοξάσουμε τον Θεό στη συνείδηση, στον ζωντανό νου. Να γιατί είναι τόσο δύσκολο να συμφιλιωθούμε με την παρούσα κατάσταση, υπάρχει εδώ πολύ περισσότερος θάνατος απ΄ ό,τι  ζωή, θάνατος και μία ατελείωτη παράνοια. Αυτό που ζούμε δεν είναι ζωντανός νους της ύπαρξης και της προσωπικότητας, αλλά μία θανατηφόρα παράνοια της ανυπαρξίας και της απροσωπίας. Πώς να επιβιώσουμε από αυτό; Αν δεν ήσουν εσύ (Παράνοια απέναντι στους ανθρώπους).