Της Έφης Λαμπροπούλου*
Η επίθεση στη Νέα Ζηλανδία εξέπληξε δυσάρεστα, όπως ακριβώς η επίθεση του Μπρέιβικ στη Νορβηγία το 2011. Πώς γίνεται σ' αυτές τις ευημερούσες χώρες με τα ελάχιστα προβλήματα να προκύπτουν τέτοια γεγονότα; Η απάντηση είναι «εύκολη»: ο νεαρός δράστης είναι ακροδεξιός, φασίστας, διαταραγμένος, παρίας μιας ανεκτικής κοινωνίας. Όταν ισλαμιστές ανατινάσσουν μέσα μαζικής μεταφοράς, χώρους συναυλιών κ.λπ., τότε οι αιτίες αναζητούνται συνήθως στην αποικιοκρατία, την εκμετάλλευση της Δύσης, την περιθωριοποίηση, τον κοινωνικό αποκλεισμό του δράστη/ών και των ομοεθνών του. Στην περίπτωση της Νέας Ζηλανδίας και της Νορβηγίας φταίει ο ίδιος ο δράστης, ένοχο είναι δηλαδή το άτομο. Στην περίπτωση των ισλαμιστών για την επίθεση φταίει (εμμέσως ή αμέσως) η Δύση. Υπεύθυνο δηλαδή για την πράξη είναι το κοινωνικό περιβάλλον.
Με τον ίδιο τόπο που χειρίστηκαν αρχικά οι δυτικές κυβερνήσεις την ισλαμική απειλή, με τον ίδιο τρόπο χειρίζονται και τις σχετικές επιθέσεις. Με την ίδια υπεροψία που συμπεριφέρθηκε στο παρελθόν η Δύση στους Ασιάτες και τους Αφρικανούς, με την ίδια περιφρόνηση συμπεριφέρεται τώρα και στους δικούς της πολίτες. Η περιφρόνηση και η απαξίωση που αντιμετωπίζονται οι πολίτες πολλών χωρών από τις κυβερνήσεις τους αλλά και υπερκρατικούς οργανισμούς, παρά τη γενναιοδωρία, την ανοχή και τις μονομερείς προσπάθειες ενσωμάτωσης πολλών, ποικίλων, και συχνά απρόσκλητων, ομάδων (βλ. Λέσβος/Μόρια), παραγνωρίζοντας τη συμβολή τους, αυτοί ακριβώς οι οργανισμοί θα φτιάχνουν νέους εχθρούς και εχθρικά είδωλα («ακροδεξιά») που θα αναδεικνύονται σε νέες ασύμμετρες απειλές. Κι αυτό διότι αντί να τις προλαμβάνει, και να τις αντιμετωπίζει, τις εξορκίζει, τις αποκηρύσσει και τις καταστέλλει.
Όταν αυτές οι επιθέσεις πολλαπλασιασθούν, θα τρίβει ακόμη μια φορά έκπληκτη τα μάτια της και θα έχει εφεύρει έναν νέο εχθρό εναντίον του οποίου (θα) μάχεται (ήδη) με «πάθος». Από τους κομμουνιστές και τους ακροαριστερούς τρομοκράτες της εποχής του κράτους ευημερίας, στους ισλαμιστές και ακροδεξιούς φασίστες της μετανεωτερικότητας.
Τον 19ο αιώνα για την αντιμετώπιση κοινωνικών προβλημάτων που είχαν ανάγκη πολιτικής λύσης, δημιουργήθηκε η έννοια του έννομου αγαθού, το οποίο απειλείτο από τον επικίνδυνο δράστη. Ο δράστης έπρεπε να έχει ορισμένα χαρακτηριστικά για να ταξινομηθεί και να μπορεί να αντιμετωπισθεί. Έτσι δημιουργήθηκαν τύποι δραστών. Πιο επικίνδυνος από όλους θεωρήθηκε ο καθ' έξιν εγκληματίας, για να δώσει τη θέση του, στη συνέχεια, στον εχθρό του πολιτικού συστήματος- στον αριστερό τρομοκράτη, τον αυτονομιστή και μετά στον «μαφιόζο»- σ' αυτόν που αμφισβητεί τις αρχές και τους νόμους της οικονομίας. Τον 21ο αιώνα τη θέση του πήρε ο ισλαμιστής, για να δώσει σιγά-σιγά τη θέση του στον ακροδεξιό τρομοκράτη. Όλα όμως τα παραπάνω είναι περιγραφές και όχι λύσεις.
Η ισλαμική τρομοκρατία δεν είχε τη δυνατότητα να αμφισβητήσει την εμπιστοσύνη των πολιτών στο κοινωνικό σύστημα, αλλά το αντίθετο, την ενίσχυσε και τη διατήρησε παρά τις διαψεύσεις που βίωναν οι πολίτες και τους κλυδωνισμούς που αυτές προκαλούσαν, διότι τους συσπείρωνε απέναντι στον κοινή απειλή. Η ακροδεξιά τρομοκρατία έχει, εντούτοις, αυτή τη δυνατότητα, διότι η εμπιστοσύνη στην αξιοπιστία του συστήματος είναι προϊόν καθημερινής εμπειρίας: οικονομικές αδικίες, πολιτική απογοήτευση, ραγδαίες κοινωνικές αλλαγές και ανατροπές της ισχύουσας κατάστασης. Όσο οι κυβερνήσεις υποβαθμίζουν εσκεμμένα ή μη τις αντιθέσεις που προκαλούν τα προηγούμενα, με δαιμονοποίηση της μιας πλευράς και συναισθηματικές δηλώσεις, δεν κάνουν τίποτα περισσότερα από το να τις αναπαράγουν.
*Η κ. Έφη Λαμπροπούλου είναι Καθηγήτρια Εγκληματολογίας, Τμήμα Κοινωνιολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.