«Ως φανατικός τιτλολάγνος (όπως ο μακρινός μου μέντορας) συγκινούμαι όταν με κεντρίζει ένας τίτλος, σαγηνεύομαι απ’ το δέλεαρ, πέφτω πανεύκολα στην παγίδα του συγγραφέα που θηρεύει αναγνώστες. Δε θα μπορούσα να μη διαβάσω ένα βιβλίο που τιτλοφορείται Ζωή οδηγίες χρήσεως (Περέκ) ή Το μέλλον διαρκεί πολύ (Αλτουσέρ), ενώ μάλλον απρόθυμα (και ελπίζοντας να διαψευστώ) θα πατήσω το βλέμμα μου στο πράσινο χωράφι για το οποίο μιλάει ένα βιβλίο που τιτλοφορείται Το πράσινο χωράφι.»
Στην περίπτωση του Αχιλλέα Κυριακίδη, οι τίτλοι των βιβλίων του («Έλγκαρ», «Τεχνητές αναπνοές», «Ο καθρέφτης του τυφλού», «Σώμα», «Κωμωδία», «360») αποτελούν μια ιστορία αφ’ εαυτού τους. Αινιγματική στην αρχή, σιβυλλική κατόπιν, αποκλειστικά προσωπική στη συνέχεια. Όπως και οι νουβέλες ή τα διηγήματά του. Επαναφέρουν κρυμμένα ερωτήματα που δεν υπήρχαν καν στην επιφάνεια της ζωής μας. Ανακινούν άγνωστα ρήματα, επουλωμένα τραύματα, υπόσχονται αναγνωστική παρτίδα στην οποία πάντα οφείλεις να επανέλθεις.
Ας μη ξεχνάμε ότι είναι ο άνθρωπος στον οποίο οφείλουμε τις αναγνωστικές εμμονές μας. Δίχως τον Αχιλλέα Κυριακίδη (γνωστό τοις πάσι, είναι ο μεταφραστής του), ο Μπόρχες σίγουρα δεν θα ήταν ο αγαπημένος μας. Κι αν έλλειπαν οι ιστορίες του, ίσως να μας αρκούσε μια καλή αφήγηση. Είναι ο συγγραφέας στον οποίο ο τρόπος είναι λόγος και τόπος.
Μιλώντας μας στο Liberal.gr θα αποδεχτεί πως: «Η ιδέα έρχεται απρόσκλητη, θρασύτατη, μ’ ένα κέντρισμα που συχνά, συχνότατα, έχει να κάνει με το τέλος, αφού το τέλος είναι αυτό που (πρέπει να) δικαιώνει τη συγγραφική ανάπτυξη της ιδέας. Κι επειδή μ’ αρέσει να κλείνω, όποτε μπορώ, κάθε ιστορία μου με ανατροπή, η εισαγωγή και το κεντρικό σώμα της ιστορίας πρέπει να γραφτούν έτσι ώστε να την “προετοιμάσουν”». Ίσως γι’ αυτό τα βιβλία του απαιτούν και σωματική ανάγνωση. «Όσο για την αρχική φράση, προσπαθώ όσο μπορώ ν’ ακολουθήσω τα διδάγματα αγαπημένων μου δασκάλων, όπως ο Κάφκα ή ο Γκαρσία Μάρκες, που εξαντλούν το κεντρικό επεισόδιο της μυθοπλασίας τους (προσέξτε, όχι την ιδέα, αλλά το κέλυφος της ιδέας, το πρόσχημα) με την πρώτη πρώτη φράση του μυθιστορήματός τους.»
Για όλα αυτά θα μιλήσουμε αλλά και για μουσική και για κινηματογράφο. Εξάλλου, και τα τρία είναι ενιαία και αδιαίρετα στη ζωή του και στη γραφή του.
Συνέντευξη στην Ελένη Γκίκα
«Έλγκαρ», «Τεχνητές αναπνοές», «Ο καθρέφτης του τυφλού», «Σώμα», «Κωμωδία», «360», κύριε Κυριακίδη, ένας τίτλος για σας πρέπει να είναι μια συμπυκνωμένη ιστορία, ένα αίνιγμα από μόνος του;
Ο τίτλος κάθε βιβλίου (πρέπει να) είναι, νομίζω, εξ ορισμού ένας γρίφος που μόνο η ανάγνωση του κειμένου μπορεί να τον λύσει. Οι δε ωραιότεροι και πιο αινιγματώδεις τίτλοι (σαν αυτούς, π.χ., που έβαζε στους πίνακές του ο Μαγκρίτ) επιδέχονται τόσες λύσεις όσοι και οι αναγνώστες, κάτι που δεν μπορεί παρά να αποτελεί την πιο φιλόδοξη πρόθεση κάθε συγγραφέα. Ως φανατικός τιτλολάγνος (όπως ο μακρινός μου μέντορας) συγκινούμαι όταν με κεντρίζει ένας τίτλος, σαγηνεύομαι απ’ το δέλεαρ, πέφτω πανεύκολα στην παγίδα του συγγραφέα που θηρεύει αναγνώστες. Δε θα μπορούσα να μη διαβάσω ένα βιβλίο που τιτλοφορείται Ζωή οδηγίες χρήσεως (Περέκ) ή Το μέλλον διαρκεί πολύ (Αλτουσέρ), ενώ μάλλον απρόθυμα (και ελπίζοντας να διαψευστώ) θα πατήσω το βλέμμα μου στο πράσινο χωράφι για το οποίο μιλάει ένα βιβλίο που τιτλοφορείται Το πράσινο χωράφι.
Το 2021 υπήρξε η χρονιά σας: επίτιμος διδάκτορας στο ΑΠΘ, μετά το Ιόνιο Πανεπιστήμιο, Κρατικό Βραβείο Μετάφρασης, η Γαλλική Δημοκρατία σάς τιμά με το μετάλλιο του Αξιωματικού των Γραμμάτων και των Τεχνών, σημαντικές μεταφραστικές δουλειές στις προθήκες και, πάνω απ’ όλα, «Έλγκαρ». Ποια η σχέση σας με τον χρόνο, την επιβράβευση και τη δημιουργία αυτή καθ’ εαυτήν;
Η σχέση μου με το χρόνο είναι σαν αυτήν που θα είχα με κάποιον ο οποίος δε θα ήθελα να έχει καμία σχέση μαζί μου. Πάντως, ζω το παρόν μου με τον εφηβικό ενθουσιασμό που χρειάζεται το δυναμό μου για τις ορθοπεταλιές, ενώ το μέλλον μου (όσο κι αν είναι) έχει μάλλον προδιαγραφεί από το παρελθόν μου, απ’ το οποίο διαθέτω μπόλικο. Όσο για τα βραβεία και τις διακρίσεις, καλόδεχτα είναι και, αν μη τι άλλο, πιστοποιούν ότι δεν ήταν όλα άδικος κόπος, άδικος χρόνος.
Ποιος ήρωας ή ποια ηρωίδα σας έφτασαν ως εσάς με τον πιο αλλόκοτο τρόπο;
Ο Δ. Χ. της νουβέλας μου Κωμωδία. Γιατί ήμουν εγώ. Γιατί ήταν η πρώτη (και μέχρι στιγμής η τελευταία) φορά που αποφάσισα να γράψω μια «φανταστική αυτοβιογραφία», να ζωγραφίσω τον εαυτό μου ενώ κοιτάζεται σ’ έναν παραμορφωτικό, πολυπρισματικό καθρέφτη, κάτι σαν… αντι-Meninas δηλαδή. Ο Δ. Χ. ζει τέσσερις εναλλακτικές ζωές, τέσσερις εκδοχές που θα μπορούσε να έχω ζήσει εγώ, σ’ αυτόν τον συγκεκριμένο τόπο και σ’ αυτό το συγκεκριμένο ιστορικο-κοινωνικό πλαίσιο.
Απαιτούνται ειδικές συνθήκες για να γράψετε [συγκεκριμένος χώρος, χρόνος, συνήθειες] ή παντού μπορείτε να γράψετε εσείς;
Γράφω παντού, σωστά το είπατε. Γυρίζω στους δρόμους, κάθομαι στα cafés, πλανόδιος συγγραφέας και καφενόβιος, μαζεύω εικόνες, κλέβω λόγια, τα καταγράφω με μια κάμερα κρυφή μες στο κεφάλι μου. Στο σπίτι γίνεται το τελικό μοντάζ.
Αλήθεια, πώς ξεκινά μια ιστορία σας; Την αποφασίζετε, χρειάζεστε πλάνο, να ξέρετε και την αρχή και το τέλος της, αρκούν μια εικόνα ή η αρχική φράση, η ξαφνικά η ιστορία έρχεται…
Η ιδέα έρχεται απρόσκλητη, θρασύτατη, μ’ ένα κέντρισμα που συχνά, συχνότατα, έχει να κάνει με το τέλος, αφού το τέλος είναι αυτό που (πρέπει να) δικαιώνει τη συγγραφική ανάπτυξη της ιδέας. Κι επειδή μ’ αρέσει να κλείνω, όποτε μπορώ, κάθε ιστορία μου με ανατροπή, η εισαγωγή και το κεντρικό σώμα της ιστορίας πρέπει να γραφτούν έτσι ώστε να την «προετοιμάσουν». Όσο για την αρχική φράση, προσπαθώ όσο μπορώ ν’ ακολουθήσω τα διδάγματα αγαπημένων μου δασκάλων, όπως ο Κάφκα ή ο Γκαρσία Μάρκες, που εξαντλούν το κεντρικό επεισόδιο της μυθοπλασίας τους (προσέξτε, όχι την ιδέα, αλλά το κέλυφος της ιδέας, το πρόσχημα) με την πρώτη πρώτη φράση του μυθιστορήματός τους. Λέω «προσπαθώ», γιατί δεν παίρνω πάντα καλό βαθμό σ’ αυτή την άσκηση. Βέβαια, αυτά που σας εκμυστηρεύομαι και ξέρω ότι θα μείνουν μεταξύ μας, δεν είναι και σιδηροί κανόνες. Στην περίπτωση, π.χ., της νουβέλας μου 360, μιας απόπειρας χάραξης χωρίς διαβήτη του κύκλου της ζωής και του θανάτου, ήξερα πολύ πριν πιάσω το μολύβι ότι έπρεπε ν’ αρχίσει μ’ ένα θάνατο (τυχαίο όσο και κάθε ζωή) και να κλείσει με τον ίδιο θάνατο, έστω από διαφορετική γωνία λήψεως.
Ποιο βιβλίο σας γράφτηκε με το πιο παράξενο και αλλόκοτο τρόπο;
Η νουβέλα Κωμωδία. Σας είπα νωρίτερα για τις τέσσερις διαφορετικές ζωές του ήρωά μου, του Δ. Χ. Η «πρώτη» ζωή γράφτηκε σχεδόν ολόκληρη ένα καλοκαίρι στη Μύκονο, και πέρασα όλο τον επόμενο χειμώνα «χτυπώντας το κεφάλι μου» να βρω πώς θα περνούσα στη «δεύτερη» ζωή, κι απ’ αυτήν στην «τρίτη» και στην «τέταρτη» χωρίς να τραυματίσω τον αφηγηματικό ειρμό. Όταν, ένα ανοιξιάτικο πρωί, το βρήκα γραμμένο στο μπλοκάκι που έχω πάντα πλάι στον ύπνο μου, η νουβέλα ολοκληρώθηκε στην αμέσως επόμενη Μύκονο.
Υπάρχουν συγγραφικές εμμονές; Θέματα στα οποία επανέρχεστε, τεχνικές που χρησιμοποιείτε και ξαναχρησιμοποιείτε, γρίφους κι αινίγματα που προσπαθείτε μια ζωή γράφοντας να επιλύσετε;
Νομίζω πως δεν νοείται συγγραφέας ή καλλιτέχνης χωρίς εμμονές. Αυτές οι εμμονές δεν βασανίζουν μόνο επειδή είναι μια πεισματικά προσωπική θεώρηση του κόσμου, αλλά και επειδή πρέπει κάθε φορά να μετουσιώνονται σε ποικιλότροπα καλλιτεχνικά δημιουργήματα. Μπορεί ο αγαπημένος μου Κρίστιαν Γκρέινβιλ να είπε ότι «κάθε καλός συγγραφέας γράφει πάντα το ίδιο βιβλίο», αλλά είμαι σίγουρος ότι εννοούσε «το ίδιο άλλο βιβλίο». Κι επειδή με ρωτήσατε, να σας πω ότι δεν φιλοδοξώ γράφοντας να λύσω κανένα αίνιγμα· αντιθέτως, κάνω ό,τι μπορώ και γράφω όπως μπορώ για να φανώ αντάξιος ενός παλιού αφορισμού μου: «Η καλή λογοτεχνία θέτει τα ερωτήματα· η κακή λογοτεχνία τα απαντά».
Πάντα στο έργο σας ενώνονται έτσι λογοτεχνία, κινηματογράφος και μουσικές;
Ναι· δεν μπορεί να γίνει αλλιώς, αφού είναι ενωμένα μέσα μου σ’ ένα ισοσκελές τρίγωνο με τη μουσική στην κορυφή. Δε θα κουραστώ να λέω ότι η μουσική, με την εγγενή της αφαιρετικότητα (είναι η μόνη τέχνη που τα έργα της δεν μπορείς να τα περιγράψεις), προσομοιάζει με ό,τι πιο σημαντικό και πολύτιμο έχει προικιστεί ο άνθρωπος: τη σκέψη. Δε θα κουραστώ να λέω ότι αν από καταβολής κόσμου ο άνθρωπος ήξερε να γράφει μουσική, δε θα υπήρχε ανάγκη για λογοτεχνία.
Η γλώσσα του… Θεού είναι ο λόγος, η εικόνα ή ο ήχος;
Η γλώσσα του Θεού είναι και τα τρία στο προοίμιο της ταινίας του Κούμπρικ, 2001, η Οδύσσεια του Διαστήματος: είναι ο Λόγος με την Εικόνα του τέλειου και άστιλπνου μονόλιθου, υπό τους Ήχους του Γκιέργκι Λίγκετι (Ρέκβιεμ).
Το πρώτο βιβλίο που διαβάσατε και σας εντυπωσίασε; Η πρώτη ταινία; Και η πρώτη… μουσική;
Ο δεκαπεντούτης πλοίαρχος του Ιουλίου Βερν (σ’ εκείνες τις υπέροχες κόκκινες εκδόσεις με το σκληρό δέσιμο), Ο χιτών του Χένρι Κόστερ (έκθαμβο παιδάκι, είδα όλο το σινεμασκόπ να χωράει στο βλέμμα μου), η πρώτη άρια που άκουσα να προβάρει στο σπίτι ο βαρύτονος πατέρας μου.
Υπάρχει βιβλίο που μπορείτε να πείτε ότι σας άλλαξε τη ζωή ή βιβλίο στο οποίο συχνά επιστρέφετε; Ταινία; Μουσική;
Το Labyrinths, μια αγγλόφωνη συλλογή πεζών και δοκιμίων του Μπόρχες που μου ’χε χαρίσει ένας αμερικανός φίλος. Ο πολίτης Κέιν του Ουέλς στην εφηβεία μου, η Θυσία του Ταρκόφσκι πολύ αργότερα – και για πάντα. Ως προς τη μουσική αδυνατώ να επιλέξω· πάντως, επιστρέφω πολύ συχνά στις Παραλλαγές Γκόλντμπεργκ του Μπαχ, στον Κανόνα του Πάχελμπελ, στο Κοντσέρτο για ορχήστρα του Μπάρτοκ, στην όπερα Ορφέας και Ευρυδίκη του Γκλυκ, στο Άξιον εστί του Θεοδωράκη.
Θα γράφατε αλλιώς αν έλειπε από τη ζωή σας ο κινηματογράφος ή η μουσική;
Είναι τόσο εφιαλτική για μένα αυτή η δυστοπική υπόθεση, που σπεύδω ν’ απαντήσω: «Δε νομίζω ότι θα έγραφα καν», μπας και προλάβω να ξορκίσω την ασφυξία.
Σε ποιο από τα τρία καταφεύγετε στα δύσκολα; Πιο παρηγορητικός είναι ο κινηματογράφος, η λογοτεχνία ή μουσική;
Ο κινηματογράφος που αγαπώ προσθέτει προβληματισμούς, η μουσική είναι τόσο αφαιρετική εξ ορισμού που δεν σου αφήνει περιθώριο ν’ αφαιρεθείς κι εσύ, άρα, στα δύσκολα, ένα καλό βιβλίο.
Αλήθεια, κύριε Κυριακίδη, ποια είναι εκείνη η ερώτηση στην οποία εσείς θα θέλατε να απαντήσετε και δεν σας έχει ποτέ υποβληθεί;
Αυτή εδώ. Και σας ευχαριστώ που με σκεφτήκατε.