Του Τάσου Ι. Αβραντίνη
Ακούγεται ότι η κυβέρνηση θα επιμηκύνει το χρονικό διάστημα εντός του οποίου θα μπορεί να μεταφερθεί η ζημιά των επιχειρήσεων από πέντε χρόνια που είναι σήμερα, σε δέκα χρόνια. Πρόκειται για ένα θετικό μέτρο που θα διευκολύνει μεγάλο αριθμό επιχειρήσεων που μαστίζονται από την κρίση.
Συνηθίζεται να λέγεται όμως ότι «εχθρός του καλού είναι το καλύτερο». Ενώ το κράτος παραδέχεται πως όταν το αποτέλεσμα από τη δραστηριότητα μιας επιχείρησης είναι αρνητικό κάποιες χρονιές, τότε αυτή δικαιούται να συμψηφίσει τη ζημιά της με το κέρδος άλλων ετών, εν τούτοις στην πράξη θέτει σειρά από αδικαιολόγητες προϋποθέσεις και εμπόδια, τα οποία προπαγανδιστικά βαφτίζει μάλιστα «αντικαταχρηστικά» για να δικαιολογήσει το τεράστιο μίσος των μανδαρίνων του εναντίον της επιχειρηματικότητας.
Για ποιο λόγο άραγε πρέπει ο συμψηφισμός της ζημιάς μιας επιχείρησης να τελεί υπό προθεσμία των πέντε ή δέκα ετών; Γιατί δεν μπορεί να συμψηφιστεί η ζημιά με επιχειρηματικά κέρδη προηγουμένων χρήσεων; Γιατί η μεταβολή στο πρόσωπο του μετόχου ή στη δραστηριότητα της επιχείρησης είναι λόγοι που στερούν από την επιχείρηση το δικαίωμα του συμψηφισμού των ζημιών; Για το τελευταίο, οι φωστήρες της ΑΑΔΕ και του υπουργείου των Οικονομικών ισχυρίζονται ότι έτσι αποφεύγεται η «καταστρατήγηση», το να εκμεταλλευτεί δηλαδή τη μεταφορά της φορολογικής ζημιάς άλλη επιχείρηση από εκείνη που τη δημιούργησε.
Ο παραλογισμός του Ελληνα φορολογικού νομοθέτη δεν έχει τέλος. Η οικονομία χρειάζεται ελευθερία και ευελιξία, άρση των κανονιστικών εμποδίων που αυξάνουν το κόστος της παραγωγής και μειώνουν την εγχώρια κεφαλαιοποίηση και όχι το αντίθετο. Οι επιχειρήσεις με ζημιά στο αποτέλεσμά τους είναι κατά κανόνα οριακές επιχειρήσεις. Εάν -με οποιοδήποτε τρόπο- κλείσουν, πολύ δύσκολα θα ξανανοίξουν. Στην περίπτωση αυτή το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας τους θα απαξιωθεί. Η αντιμετώπιση της φορολογικής ζημιάς των επιχειρήσεων δεν είναι ένα τεχνικό ζήτημα της αποκλειστικής αρμοδιότητας ορκωτών ελεγκτών και λογιστών, αλλά ένα σοβαρό οικονομικό πρόβλημα της πραγματικής οικονομίας.
Οι λύσεις λοιπόν που πρέπει να υιοθετήσει μια φιλική προς την επιχειρηματικότητα κυβέρνηση θα πρέπει να είναι πολύ περισσότερο θαρραλέες από το να επιμηκύνει απλώς τη χρονική δυνατότητα του συμψηφισμού ζημιών από πέντε σε δέκα χρόνια.
Σε πολλές προηγμένες χώρες η επιχείρηση έχει τη δυνατότητα να συμψηφίζει ζημιές όχι μόνο με κέρδη επόμενων χρήσεων αλλά και με κέρδη προηγούμενων χρήσεων.
Αδιάφορο επίσης θα έπρεπε να είναι εάν από τη φορολογική ζημιά μιας επιχείρησης θα μπορούσε να ωφεληθεί μια άλλη επιχείρηση. Οι μετασχηματισμοί και οι συγχωνεύσεις θα έπρεπε να δίνουν αυτή τη δυνατότητα.
Στο σημείο αυτό θα μπορούσαμε να υιοθετήσουμε μια εντελώς διαφορετική ιδέα, να δημιουργήσουμε μια αγορά φορολογικών ζημιών. Επιχειρήσεις θα μπορούσαν να πωλούν σε οργανωμένη και εποπτευόμενη αγορά τις ζημιές τους με έκπτωση σε επιχειρήσεις που θα ήθελαν να μειώσουν τους φόρους επί των κερδών τους, εξασφαλίζοντας έτσι οι πρώτες κεφάλαια για την επιβίωσή τους, τα οποία, εξαιτίας της οικονομικής τους κατάστασης δεν μπορούν να βρουν από άλλες πηγές (λ.χ. τραπεζικό δανεισμό, κεφάλαια επενδυτικών συμμετοχών κ.ο.κ.).
Η όποια απώλεια εσόδων για το κράτος θα αντισταθμιζόταν με το παραπάνω από την εκτίναξη της οικονομίας και τη διάσωση χιλιάδων επιχειρήσεων και θέσεων εργασίας.