Της Αγγελικής Σπανού
Στην ταινία «Η πιο σκοτεινή ώρα» (Joe Wright) ο Winston Churchill μπαίνει στο τρένο, για πρώτη φορά στη ζωή του, για να πιάσει τον παλμό του κόσμου σχετικά με το αν θα πρέπει η Μεγάλη Βρετανία να διαπραγματευτεί με τον Hitler όπως του εισηγούταν η εσωκομματική αντιπολίτευση. Οι πολίτες που συνάντησε και μίλησαν μαζί του ήθελαν αντίσταση και ήταν αυτό ένα από τα βασικά του επιχειρήματα στη Βουλή για να πείσει το πολιτικό σύστημα ότι πρέπει να πολεμήσουν το φασισμό και να νικήσουν. Σημαίνει αυτό ότι ο Churchill άκουσε τη βουή του πλήθους για να πάρει τη μεγάλη απόφαση και να απαντήσει σε ένα ιστορικό δίλημμα; Κάθε άλλο. Όταν αποφάσισε ότι η χώρα του πρέπει να πολεμήσει τους ναζί και να μη συνθηκολογήσει, παρόλο που έπεφταν το Βέλγιο και η Γαλλία, ήταν μόνος και δεν είχε καν τη στήριξη όλου του κόμματός του. Δεν ρώτησε, δεν ζήτησε εισηγήσεις, δεν έκανε δημοψήφισμα, αλλά προχώρησε στη μεγάλη επιλογή και πήρε το μεγάλο ρίσκο αναλαμβάνοντας όλη την ευθύνη. Εφθασε στο σημείο να παραπλανήσει με διάγγελμά του το λαό για την πορεία των ναζί στην Ευρώπη για να δημιουργήσει το ισχυρό εθνικό φρόνημα που προϋπέθετε η αντίσταση στον μεγαλύτερο στρατό του κόσμου.
Στο Μέγαρο Μαξίμου πήραν φόρα για την επίλυση του σκοπιανού με την πεποίθηση ότι θα φέρουν σε πολύ δύσκολη θέση τον βασικό πολιτικό τους αντίπαλο. Είχαν δημοσκοπήσεις που έδειχναν την κοινή γνώμη μοιρασμένη και τίποτα δεν προμήνυε ότι μπορεί να ανάψει από τη μια στιγμή στην άλλη μεγάλη φωτιά εθνικολαϊκισμού.
Διαβάστε ολόκληρο το άρθρο στη Metarithmisi.gr
φωτογραφία: intimenews.gr