Του Κυριάκου Αθανασιάδη
Χαριτολογώντας πλέον (γιατί κανείς σοβαρός άνθρωπος δεν το εννοεί στ' αλήθεια, καθώς όλοι βεβαίως μιλούν, και συχνά με τη σιωπή τους εννοούν πολύ περισσότερα), λέμε ακόμη από καμιά φορά, «Μα πού είναι οι πνευματικοί άνθρωποι της χώρας, γιατί σιωπούν;» Λοιπόν, έχω το προνόμιο να συνομιλώ ιδιωτικά με μερικούς από τους πνευματικούς ανθρώπους της χώρας, πρώτης και δεύτερης γραμμής — συγγραφείς κυρίως, με πολλές περγαμηνές και στιβαρό έργο, διανοουμένους, ακαδημαϊκούς, δοκιμιογράφους, ποιητές και πεζογράφους, αρθρογράφους και επιφυλλιδογράφους, με «όνομα» όλοι τους, αλλά και με ανθρώπους που έχουν περάσει μια ζωή στα γράμματα και στα βιβλία, στα σχολεία, στα εκδοτικά και στις εφημερίδες, που έχουν «χτιστεί» μέσα στις λέξεις και στις τυπωμένες αράδες? κατ' ανάγκην λιγότερο γνωστοί οι περισσότεροι από αυτούς τους τελευταίους, αλλά που εκτιμώνται βαθύτατα στον χώρο τους, από τους πάντες.
Από κοντά, μιλώ με πολλούς νέους ανθρώπους που εργάζονται κυρίως στον εκδοτικό και δημοσιογραφικό χώρο —μια επιλογή τους απολύτως συνειδητή, όπως συνηθίζεται στη δουλειά μας— αλλά και με επιχειρηματίες που δραστηριοποιούνται σε αυτούς τους τομείς, εκδότες κυρίως. (Νομίζω κάλυψα πάνω-κάτω τον όρο «πνευματικός άνθρωπος», βγάζοντας βέβαια απέξω τους παπάδες).
Λοιπόν, δεν κάνουμε καλές κουβέντες. Ή μάλλον, για να πω όλη την αλήθεια, οι κουβέντες μας δεν διαφέρουν —προφανώς— από όλες τις άλλες. Απλώς, όποτε έχω αυτή την τιμή, και δεν την έχω σπάνια, βλέπω όλο και περισσότερο πόσο μεγάλη, πόσο βαθιά και μοναξιασμένη είναι η εποχή που ζούμε. Δεν θέλω καθόλου να πω ότι οι καιροί μας διαφέρουν τάχα πολύ από άλλους.
Πάνω-κάτω, όποτε δεν πολεμούσε ο άνθρωπος σε μεγάλη κλίμακα, πάσχιζε απλώς να επουλώσει πληγές και ταυτόχρονα να ανέβει ένα μικρό σκαλοπάτι κάθε φορά. Και το ανέβαινε. Η γραμμική πορεία προόδου της ανθρωπότητας (από μία σκοτεινή εποχή ανθρωποφαγίας και τρόμου μέχρι την εποχή του διαστήματος και των φτηνών υπολογιστών για τον καθένα) είναι φανερή, και μόνο ένας τρελός ή κάποιοι σκοταδιστές ιμάμηδες δεν την παραδέχονται. Η συνολική πρόοδος του κοινού μας πολιτισμού είναι δεδομένη, και τα βάσανά μας πάντα απλές απεικονίσεις των βασάνων κάθε παλαιότερης εποχής.
Αλλά ο φόβος είναι κάθε φορά καινούργιος, κάθε φορά προσωπικός, και κάθε φορά δικός μας: αποτυπώνεται στο πρόσωπό μας σαν ρυτίδα, και κάνει —έστω και από μόνος του— την κάθε εποχή του ανθρώπου πολύ ιδιαίτερη, πολύ συγκεκριμένη και εν πολλοίς ξεχωριστή — και, συχνά, μια εποχή γεμάτη μοναξιά. Και πίκρα. Σαν τη δική μας, σήμερα.
Για να γυρίσω όμως σε αυτές τις κουβέντες που έλεγα? κουβέντες που γίνονται βέβαια εν παραβύστω, και όχι στην ανοιχτή σάλα των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Για να το πω με δυο λέξεις: δεν θυμάμαι ποτέ πριν τα τελευταία τριάντα χρόνια, πάντα μα πάντα να παρακάμπτονται τόσο γρήγορα όλα τα άλλα θέματα —και δόξα τω Θεώ υπάρχουν πολλά, και η επικαιρότητα μας προσφέρει αφειδώς ολοένα και περισσότερα— για να πάμε μια ώρα αρχύτερα στα απλά, στα τετριμμένα, στα καθημερινά και σε αυτά που σε ανατριχιάζουν… και όχι με την ανατριχίλα της τέχνης και με το ρίγος των ιδεών. Για να πάμε μια ώρα αρχύτερα στη φτώχεια, και κυρίως στον τρόμο της φτώχειας. Σ' αυτό που δεν ξέρεις ακριβώς το πρόσωπό του, μα που το διακρίνεις να ξεπροβάλλει από το σκοτάδι και σε κάνει να λιγοψυχάς.
Από την κοπέλα που διοργανώνει συναντήσεις συγγραφέων με το κοινό, και που χθες απολύθηκε και έχασε τα 800 ευρώ μισθό τον μήνα και δεν έχει πια καμία δυνατότητα να κάνει αυτό που αγαπά, μέχρι τον ξενιτεμένο (και πασίγνωστο) πεζογράφο που δεν έχει να πληρώσει 400 ευρώ για μια επίσημη μετάφραση κάποιων εγγράφων με τα οποία θα μπορέσει (ίσως) να θεωρηθεί και τυπικά φορολογικός κάτοικος εξωτερικού και θα αρχίσει, επιτέλους, να πληρώνεται κάποια δικαιώματα από τα βιβλία του — από τον επιτυχημένο κριτικό λογοτεχνίας που πλέον κάνει ό,τι μπορεί με τα ιδιαίτερα μαθήματα σε παιδιά για να αντλήσει ένα κάποιο εισόδημα (ιδιαίτερα σε μαθήματα που δεν τα ξέρει!), μέχρι τον —επίσης πολύ γνωστό σας— μυθιστοριογράφο και σχολιογράφο της επικαιρότητας που αδυνατεί να κρατήσει το σπίτι του και να πληρώνει ταυτόχρονα τον ΟΑΕΕ και επιστρέφει, κάπου στα πενήντα-τόσα του, στη μάνα του μεταφράζοντας παράλληλα όλη μέρα τεχνικά κείμενα για έναν τομέα που δεν κατανοεί καλά-καλά — διαρκώς, διαρκώς, διαρκώς όλα τα προσωπικά νέα που ανταλλάσσουμε, σχεδόν όλες μας οι κουβέντες, όλες αυτές οι συζητήσεις στο inbox, που ξεκινούν πάντα χαλαρά και με ένα-δυο αστειάκια, καταλήγουν μετά από λίγο να γίνονται ένα μικρό «εξομολογητήριο» για ελλείψεις σε βασικά αγαθά, για ελλείψεις σε βιβλία, σε απολαύσεις και «λούσα», για αποφάσεις που πρέπει να παρθούν, για το κλείσιμο εκείνης ή της άλλης δραστηριότητας, για τη συρρίκνωση του άλφα ή του βήτα κόστους, για τη ματαίωση του τάδε ή του δείνα σχεδίου, για την οριστική ματαίωση ενός ακόμη ονείρου. Σχεδόν όλες τους τρίζουν τα δόντια — και όχι από οργή: από ανημποριά? από πίκρα.
Δεν μπορείς να κάνεις τίποτε πια, από το να προσπαθείς να ενθαρρύνεις τον άλλον χτυπώντας του την πλάτη. Και να του λες, «Αγάντα, κουράγιο. Όλα θα πάνε καλά».
Και να μην το εννοείς. Κι ας μην το πιστεύεις.
ΥΓ. Είναι και άλλα που ακούω σε τέτοιες κουβέντες. Που έχουν να κάνουν με ό,τι «πνευματικό» μάς χάρισε η Κρίση, και το αποκορύφωμά της από το '15 και μετά. Αλλά σε άλλο σημείωμα αυτά.