Αγανάκτηση, νοσταλγία και πολιτική διαμαρτυρία

Αγανάκτηση, νοσταλγία και πολιτική διαμαρτυρία

Του Θεοφάνη Τάση*

Οι κινητοποιήσεις διαμαρτυρίας που βασίζονται κυρίως στην αγανάκτηση παραμένουν λίγο έως πολύ εξαρτημένες από εκείνο στο οποίο αντιτίθενται. Παραμένοντας σκιά του αντιπάλου που, συνήθως, μετατρέπουν χρησιμοθηρικά σε εχθρό αδυνατούν ν'' αυτονομηθούν δίχως τον μετασχηματισμό της επιθυμίας μέσω της δημιουργίας νοήματος σε βούληση και της βούλησης σε πράξη με την διατύπωση πραγματιστικών αιτημάτων. Όπου προφανώς το πραγματιστικό δεν αποκλείει το ριζοσπαστικό όπου αυτό κρίνεται αναγκαίο ή έστω δικαίως επιθυμητό. Ωστόσο αυτή η σπάνια στις μέρες μας διατύπωση πραγματιστικών αιτημάτων όταν δεν εμπεριέχει και την προθυμία για την ανάληψη της ευθύνης τους έχει ως συνέπεια ν'' αποξηραίνεται από περιεχόμενο η βούληση για πολιτική αλλαγή έως ότου εξατμίζεται. Απομένει μια πλήξη, ενίοτε αγχογόνα, ή μια, κατά περιόδους ανακουφιστική, στείρα παθητικότητα. Αμφότερες οδηγούν συχνά σταδιακά στην απόσυρση από την πολιτική δράση και τον εκφυλισμό της τελευταίας σε άγονη περφόρμανς.

Ωστόσο η ανέξοδη διαμαρτυρία, αν και αδιέξοδη, προσφέρει εκτός από την θυμική εκτόνωση μια προσωρινή θαλπωρή της αυτοδικαίωσης. Όσο διαρκεί κατευνάζεται η ζέουσα αδράνεια της καθημερινότητας των συμμετεχόντων. Έτσι αυτού του είδους οι κινητοποιήσεις διαμαρτυρίας, ακόμη και όταν αφορούν την διεκδίκηση συγκεκριμένων συντεχνιακών συμφερόντων, λειτουργούν ενισχυτικά σε ψυχικούς μηχανισμούς απώθησης ενός νοηματικού κενού ή αναπλήρωσης ενός αισθήματος μειονεξίας ενίοτε λόγω μιας εμπειρίας αποκλεισμού. Εξαιτίας αυτής η άβουλη επιθυμία απολήγει σε αδυναμία διαμόρφωσης της ζωής σε βίο η οποία αντιστρέφεται σε δύναμη καταστροφής. Εν ολίγοις, η βία ως προϊόν κοινωνικής υπερφόρτισης του ψυχικού από φόβο, φθόνο και εγκλωβισμένη δημιουργική ικανότητα βραχυκυκλώνει, είτε ως συμβολική βία με την μορφή της μισαλλοδοξίας και της αγένειας είτε ως φυσική βία,την δημόσια σφαίρα.

Ειδικότερα στην Ελλάδα προϋπόθεση για την δημιουργία θετικών πολιτικών κινημάτων είναι η υπέρβαση της υπόρρητης νοσταλγίας που χαρακτηρίζει τις κινητοποιήσεις διαμαρτυρίας. Η νοσταλγία στην πολιτική συνιστά συνήθως σύμπτωμα γήρατος και παρακμής. Λειτουργεί, ως επί το πλείστον, ναρκωτικά προσφέροντας θαλπωρή και μια ψευδαίσθηση ασφάλειας μέσω της εξιδανίκευσης του παρελθόντος. Επιπλέον, διαθέτει ισχυρή παρηγορητική επίδραση έναντι στον φόβο του μέλλοντος. Πιθανώς γι'' αυτό τα χρόνια της κρίσης η Ελλάδα τοκίζει νοσταλγία. Από την διακόσμηση των χώρων εστίασης και διασκέδασης, την οργάνωση αναδρομικών εκθέσεων αφιερωμένων σε περασμένες δεκαετίες, μέχρι τις ποικίλες διαφημίσεις η χώρα μαστουρώνει με νοσταλγία. Μια θετική κινητοποίηση πολιτών θα χαρακτηριζόταν όχι από νοσταλγία ή αγανάκτηση, αλλά από επιθυμία δημιουργίας και θ'' απαρτιζόταν από γελαστά, όχι οργισμένα και σκυθρωπά πρόσωπα. Θα απενοχοποιούσε την χαρά όντας απαλλαγμένη τόσο από την σοβαροφάνεια όσο και από την αυταρέσκεια που κρύβεται στην έκθεση του υποφέρειν το οποίο εκτίθεται προκειμένου να νομιμοποιήσει την ηθική υπεροχή που η χαρά όμως, αν υποθέσουμε ότι αυτή η νομιμοποίηση είναι το ζητούμενο, ενσαρκώνει αυθεντικότερα.Όμως μια τέτοια κινητοποίηση προϋποθέτει αισιόδοξους ενήλικες οι οποίοι διαθέτουν αρκετοί αυτοπεποίθηση ώστε να κινητοποιούνται δίχως να χρησιμοποιούν μόνο την οδύνη ως καύσιμο εκπέμποντας ρύπους βίας.

Είναι δύσκολο να φανταστούμε δημιουργικές κινητοποιήσεις δίχως αυτόνομους πολίτες, δηλαδή, πολίτες που όχι απλώς έχουν μια σχετική επίγνωση των παθών τους χάρη σε έναν αναστοχασμό επί αυτών, αλλά επιπλέον αυτοδιακυβερνώνται μέχρι ενός σημείου αναλαμβάνοντας την ρητή διαμόρφωση του εαυτού και των σχέσεών τους. Πολίτες οι οποίοι διαθέτουν την ικανότητα της αποστασιοποίησης, αλλά και της ενσυναίσθησης. Της συστημικής κριτικής, αλλά και της ανιδιοτελούς προσφοράς.Πολίτες οι οποίοι δεν ηδονίζονται μαζοχιστικά με την αυτοκριτική ούτε την εργαλειοποιούν είτε για την εκτόνωση του θυμικού είτε για την επίτευξη προσωπικών φιλοδοξιών. Αυτοί οι πολίτες μετατρέποντας την επιθυμία σε βούληση είναι δυνατόν να αυτοοργανωθούν δίχως αγανάκτηση και νοσταλγία σε πρωτοβουλίες και σε κινήματα με θετική αντιπρόταση στο υπαρκτό. Κινήματα ικανά να υπερβούν τον καταναγκασμό της επανάληψης πρακτικών που έχουν εκφυλιστεί σε τελετουργικά και να δημιουργήσουν ένα καινούργιο λεξιλόγιο όντας φορείς μιας διαφορετικής αισθητικής και νέων συμβόλων. Εν ολίγοις, κινήματα ικανά να δημιουργήσουν πολιτικές του βίου.

*Ο κ. Θεοφάνης Τάσης διδάσκει σύγχρονη Φιλοσοφία στο Freie Universitat Berlin. Είναι μέλος του Humanistischer Verband Deutschlands και της Ελληνικής Φιλοσοφικής Εταιρείας, ενώ τα τελευταία χρόνια αρθρογραφεί σε τακτά χρονικά διαστήματα στην εφημερίδα Καθημερινή.