Ακόμη και στο υποθετικό σενάριο, όπου ο Αμερικανός Πρόεδρος καταδίκαζε τη τουρκική συμπεριφορά, δεν νομίζω ότι αυτό θα απασχολούσε τη τουρκική ηγεσία δηλώνει στο liberal.gr o Διδάκτωρ του Πάντειου Πανεπιστήμιου Αφεντούλης Λαγγίδης.
Οπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Διδάκτωρ. Διεθνών Σχέσεων και Υπεύθυνος Ερευνών Κέντρου Ανατολικών Σπουδών στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, η στάση του Ερντογάν δεν θα άλλαζε ως προς την προκλητικότητα στην Ανατολικη Μεσόγειο, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι το γεγονός πως ο Ντ. Τράμπ διάκειται φιλικά προς αυτόν δεν του δίδει τη δυνατότητα να είναι περισσότερο εριστικός στην περιοχή.
Σε κάθε περίπτωση, ο κ. Λαγγίδης σημειώνει ότι στη συνάντηση Μητσοτάκη Τράμπ «επιβεβαιώθηκαν οι ελληνικές προσδοκίες για μια ισχυρή αναγνώριση του ιδιαίτερου γεωπολιτικού ρόλου που διαδραματίζει η Ελλάδα στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου ως περιφερειακή δύναμη σταθερότητας».
Επίσης δίδει ιδιαίτερο βάρος στο «κλίμα εμπιστοσύνης για το γεωπολιτικό ρόλο της Ελλάδας» που διαμορφώνεται αλλά και στο ότι ο Πρωθυπουργός «ανέδειξε δημόσια τη τουρκική προκλητικότητα και επέμεινε σε αυτό»
Σημαντική είναι και η συζήτηση για τα F-35. Επισημαίνοντας μάλιστα ο΄τι «δεν ήταν παρά η κορωνίδα των συζητήσεων για την αμυντική συνεργασία. Αυτή δεν θα εξαντληθεί μόνο στα F-35, σίγουρα η συζήτηση έχει περιστραφεί και γύρω από άλλα ζητήματα».
Συνέντευξη στον Γιώργο Φιντικάκη
Τελικά τι να “κρατήσουμε” από τη συνάντηση Μητσοτάκη - Τραμπ ;
Τα διαμειφθέντα στη συνάντηση ήταν τα απολύτως προβλέψιμα. Καταρχήν επιβεβαιώθηκαν οι ελληνικές προσδοκίες για μια ισχυρή αναγνώριση του ιδιαίτερου γεωπολιτικού ρόλου που διαδραματίζει η Ελλάδα στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου ως περιφερειακή δύναμη σταθερότητας.
Από την άλλη, δεν ακούστηκαν λόγια καταδίκης της τουρκικής προκλητικότητας από το στόμα του «πλανητάρχη», όπως θα επιθυμούσε ιδανικά η ελληνική αντιπροσωπεία. Κανείς όμως δεν ανέμενε κάτι τέτοιο, ακόμη και οι πλέον αισιόδοξοι από την ελληνική πλευρά, δεν περίμεναν μια ευθεία καταδίκη από τον Τραμπ προς τον Πρόεδρο Ερντογάν και την τουρκική πολιτική, δεδομένων των καλών σχέσεων των δύο ηγετών. Ο Τραμπ διατηρεί με τον Ερντογαν μια ιδιότυπη σχέση, αμφιλεγόμενη και παρεξηγήσιμη, και αυτή είναι η πραγματικότητα, είτε μας αρέσει, είτε όχι.
Και μπορεί η έλλειψη καταδίκης προς την τουρκική προκλητικότητα να μην ικανοποιεί το κοινό περί δικαίου αίσθημα στην Ελλάδα, ωστόσο οι πλέον ρεαλιστές, και ψύχραιμοι αναλυτές, δεν εξεπλάγησαν, το είχαν προεξοφλήσει. Μπορεί αυτό να ήταν το ζητούμενο, όχι όμως και κάτι το ρεαλιστικό, τουλάχιστον στη παρούσα συγκυρία. Είναι, όπως έλεγαν με ρεαλισμό μετά τη συνάντηση κυβερνητικές πηγές, “πήραμε αυτό που μπορούσαμε να πάρουμε”.
Αν σας ζητούσα να αποτολμήσετε μια πρόβλεψη, πως θα επηρεάσει (αν θα επηρεάσει) η συνάντηση αυτή τη στάση της Τουρκίας, τι θα μου απαντούσατε;
Η στάση της Τουρκίας δεν πρόκειται να μεταβληθεί διόλου μετά τη συνάντηση Μητσοτάκη-Τραμπ. To δείχνουν ξεκάθαρα τα όσα είπε χθες ο Τ.Ερντογάν, ότι "η Τουρκία έχει δικαίωμα σε κάθε σχέδιο παρέμβασης στην Ανατολική Μεσόγειο", μετά τη συνάντηση στη Κωσταντινούπολη με τον Βλ.Πούτιν κατά τα εγκαίνια του αγωγού TurkStream.
Το επιχείρημα ότι επειδή η Τουρκία είναι μια ισχυρή χώρα και έχει τη μεγαλύτερη ακτογραμμή στην περιοχή, δεν υπάρχει καμία πιθανότητα να επιβιώσει κάποιο σχέδιο στην Αν.Μεσόγειο που δεν την περιλαμβάνει, ο αναθεωρητισμός του Ερντογάν, η προσπάθεια υλοποίησης της συμφωνίας με τη Λιβύη, όλα αυτά, θα συνεχίσουν να “ξεδιπλώνονται” κανονικά, και με βάση το πλάνο της Αγκυρας, δίχως τη παραμικρή αλλαγή.
Το ξέραμε άλλωστε, θα ήμασταν αφελείς αν περιμέναμε τη συνάντηση Μητσοτάκη-Τραμπ για να το μάθουμε. Εχει ωστόσο τη δική της σημασία η φράση Μητσοτάκη ότι «έγινε ξεκάθαρο στην αμερικανική πλευρά πως δεν θα δείξουμε καμία ανοχή σε παραβίαση των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων». Είναι πολύ σημαντικό να ξέρουν φίλοι και αντίπαλοι ποια είναι η εθνική κόκκινη γραμμή. Να ξέρουν ότι η Ελλάδα θα φτάσει, αν χρειαστεί, μέχρι το τέλος. Αν ο έλληνας Πρωθυπουργός δεν έθετε δημόσια, παρουσία των μέσων ενημέρωσης, την τουρκική προκλητικότητα, αναρωτιέμαι τι είναι αυτό που θα μπορούσε να πει κατά τη συνάντηση με τον Πρόεδρο Τραμπ.
Από εκεί και πέρα, σίγουρα το γεγονός ότι η τουρκική πλευρά δεν είδε, ούτε άκουσε καμία καταδίκη για τη στάσης της στην Αν.Μεσόγειο, αν μη τι άλλο, την ικανοποιεί. Οι δηλώσεις και οι πράξεις από πλευράς Αγκυρας θα συνεχιστούν στο γνωστό μήκος κύματος.
Εξάλλου, ακόμη και στο υποθετικό σενάριο, όπου ο Αμερικανός Πρόεδρος καταδίκαζε τη τουρκική συμπεριφορά, δεν νομίζω ότι αυτό θα απασχολούσε τη τουρκική ηγεσία. Τα πράγματα έχουν αλλάξει. εντελώς σε σχέση με το παρελθόν, και η ελληνική εξωτερική πολιτική, το γνωρίζει. Η Αγκυρα δεν δίνει μεγάλη σημασία στις εναντίον της καταδίκες, ακόμη και αν αυτές προέρχονται από τις ΗΠΑ.
Τι “κρατάμε” επομένως από τη συνάντηση Μητσοτάκη-Τραμπ;
Το κλίμα εμπιστοσύνης για το γεωπολιτικό ρόλο της Ελλάδας, το γεγονός ότι η κυβέρνηση ανέδειξε δημόσια τη τουρκική προκλητικότητα και επέμεινε σε αυτό, όπως φυσικά και τη συζήτηση για τα F-35. Δεν ξέρω αν θα υπάρξει ένα σφικτό χρονοδιάγραμμα που θα επιτρέψει τη παραλαβή των πρώτων τέτοιων αεροσκαφών το 2024, όπως ειπώθηκε, ωστόσο σε κάθε περίπτωση, εκτιμώ ότι τα περί F-35, δεν ήταν παρά η κορωνίδα των συζητήσεων για την αμυντική συνεργασία. Αυτή δεν θα εξαντληθεί μόνο στα F-35, σίγουρα η συζήτηση έχει περιστραφεί και γύρω από άλλα ζητήματα.
Σίγουρα πάντως η συγκυρία της επίσκεψης Μητσοτάκη στην Ουάσινγκτον δεν ήταν η καλύτερη. Συνέπεσε με την ανάφλεξη στις σχέσεις ΗΠΑ-Ιράν. Το γνωρίζαμε όμως ότι η προσοχή του Τραμπ θα ήταν στραμμένη στο Ιράν, αυτή είναι η πραγματικότητα, είτε μας αρέσει, είτε όχι.
Ας πάμε στη κατάσταση που επικρατεί στη Μέση Ανατολή, και στα ιρανικά αντίποινα, με την εκτόξευση βροχής πυράυλων εναντίον αμερικανικών βάσεων στο Ιρακ. Τι βλέπετε να συμβαίνει από εδώ και πέρα;
Βλέπω μια ελεγχόμενη κλιμάκωση, προσεκτικά σχεδιασμένη και μετρημένη. Το Ιραν δεν θα διακινδυνεύσει άμεση εμπλοκή με τις ΗΠΑ. Αυτή είναι η πρώτη εντύπωση. Τα πλήγματα μέσω των πυραύλων “έπρεπε” ούτως ή άλλως να γίνουν, προς ικανοποίηση και του ιρανικού κοινού, που απαιτούσε από την ηγεσία του, και ανέμενε κάποια απάντηση προς τις ΗΠΑ.
Στη πραγματικότητα, τα αντίποινα ήταν τέτοια, ώστε να εκτονώσουν το κύμα οργής στο εσωτερικό της χώρας μετά την εξόντωση του στρατηγού Κασέμ Σουλεϊμανί, δίνοντας την ευκαιρία αφενός στη Τεχεράνη να μην διακινδινεύσει μεγάλα ρίσκα, αφετέρου στον Τραμπ να αποφύγει έναν καταστροφικό πόλεμο στη Μέση Ανατολή. Βολεύονται αμφότεροι από τις εξελίξεις. Τίποτα λιγότερο, τίποτα περισσότερο.
Σας θυμίζω ένα παλαιό περιστατικό του 1982, όταν Αμερικανοί πεζοναύτες στη Βυρηττό είχαν δεχθεί βομβιστική επίθεση. Η αμερικανική απάντηση ήρθε λίγες ημέρες μετά, όχι με αντίποινα σε λιβανέζικους στόχους - καθώς η εξακρίβωση των αιτιών δεν ήταν τόσο εύκολη- αλλά με μια εισβολή στη Γρενάδα. Δηλαδή προκειμένου η αμερικανική κυβέρνηση να εκτονώσει το κλίμα οργής στο εσωτερικό των ΗΠΑ για το θάνατο των αμερικανών πεζοναυτών, επέλεξε να αλλάξει την ατζέντα, και να επέμβει στη Γρενάδα, επειδή “απειλούσε την ασφάλεια των Ηνωμένων Πολιτειών”, όπως είχε πει τότε ο Πρόεδρος Ρίγκαν, προκαλώντας τις διεθνείς αντιδράσεις.
Επαναλαμβάνω πάντως, προς αποφυγή παρανοήσεων : Ούτως ή άλλως, οι όποιες πιέσεις θα μπορούσε να ασκήσει η Ουάσιγκτον προς την Τουρκία, δεν θα είχαν κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα. Ο τρόπος με τον οποίο βλέπει η Τουρκία τις ΗΠΑ έχει αλλάξει ριζικά. Ο Ερντογάν θεωρεί ευατόν έναν πολύ σημαντικό περιφερειακό παίκτη, που δεν μπορεί να δέχεται νουθεσίες και επιπλήξεις, πολλώ δε μάλλον από τη στιγμή που μπορεί να “παζαρεύει” με τους πιο ισχυρούς ηγέτες του πλανήτη, όπως τον Πρόεδρο Πούτιν και να κλείνει μαζί του μεγάλες συμφωνίες, μεταξύ των οποίων και ενεργειακές, όπως αυτή για τον Turk Stream.
Ας πάμε λοιπόν στη χθεσινή συνάντηση Πούτιν-Ερντογάν, την οποία απασχόλησαν εκτός από τα ενεργειακά, και οι εξελίξεις στη Λιβύη…
Εδώ, είναι εξαιρετικά δύσκολο να προβλέψει κανείς τις εξελίξεις. Βέβαια, σύμφωνα με τον υπ. Εξωτερικών της Τουρκίας Μεβλούτ Τσαβούσογλου, Μόσχα και Άγκυρα απύηθηναν έκκληση για εκεχειρία στη Λιβύη από τα μεσάνυχτα της 12ης Ιανουαρίου, έχοντας υπόψιν και τις πολιτικού χαρακτήρα διαβουλεύσεις που θα λάβουν χώρα στο Βερολίνο, με σκοπό τη συμφιλίωση των δυο παρατάξεων και τον ενδεχόμενο σχηματισμό κυβέρνησης εθνικής ενότητας. Το γεγονός ότι η έκκληση για εκεχειρία έρχεται σε μια στιγμή όπου τα στρατεύματα που στηρίζουν τη διεθνώς αναγνωρισμένη κυβέρνηση της Τρίπολης, αποχώρησαν από τη Σύρτη, μια πόλη στρατηγικής σημασίας, την οποία έθεσαν υπό τον έλεγχό τους, οι δυνάμεις του Χάφταρ, κάτι μας λέει. Ας μην ξεχνάμε ότι ο Πούτιν στηρίζει το στρατόπεδο Χαφτάρ, κάτι που αντιτίθεται με τα τουρκικά συμφέροντα στο βορειοφρικανικό κράτος. Σε αυτό το σκέλος οι δύο πλευρές δεν αναμένεται να συγκλίνουν.
Τα δύο άλλα θέματα που απασχόλησαν τη συνάντηση Πούτιν-Ερντογάν, ήταν ασφαλώς οι εξελίξεις στη Συρία και τα ενεργειακά. Τα τελευταία είναι αποτέλεσμα μακροχρόνιων σχεδιασμών - κυρίως από ρωσικής πλευράς και λιγότερο από τουρκικής- ενώ φυσικά τα εγκαίνια του Turk Stream, που θα μεταφέρει ρωσικό αέριο προς την Ευρώπη, αποτελεί και ένα μήνυμα του Ερντογάν προς τις ΗΠΑ, το οποίο ωστόσο δεν πρέπει να το συσχετίσουμε με τη συνάντηση Μητσοτάκη-Τραμπ. Είναι μια καλά καταστρωμένη ρωσική στρατηγική να διεμβολίσει τις ΗΠΑ στη Τουρκία, και μέσω του ενεργειακού, ένα πολύ ισχυρό όπλο στα χέρια της Μόσχας, το οποίο βλέπουμε με ποιο τρόπο το χρησιμοποιεί και στην Ευρώπη. Αναφέρομαι στον αγωγό Nord Stream, στα κοινά ρωσο-γερμανικά συμφέροντα, και στις αντιδράσεις που προκλήθηκαν πρόσφατα από πλευράς ΗΠΑ κατά του Βερολίνου.
Το δεύτερο σκέλος της συνάντησης Πούτιν-Ερντογάν αφορά στα γεγονότα της Συρίας. Εκεί, παρά την αρχική συμφωνία του Νοεμβρίου, προέκυψαν σημαντικά προβλήματα κατά την εφαρμογή της, που απείλησαν να τη δυναμιτίσουν, όπως σχετικά με το status της περιοχής του Ιντλίμπ.