Του Σάκη Μουμτζή
Σε δημοσκόπηση έγκυρης εταιρείας για ραδιοφωνικό σταθμό, το 76,5% των ερωτηθέντων επιθυμεί να υπάρξει εθνική συνεννόηση. Το 83% των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ, το 76% των Νεοδημοκρατών και το 79% αυτών που δηλώνουν Κίνημα Αλλαγής.
Είναι στη φύση του πολίτη να μην επιθυμεί διχαστικές, πολωτικές συμπεριφορές. Να ενοχλείται από την οξύτητα και τις συγκρούσεις. Τουλάχιστον αυτό δηλώνει.
Απεναντίας, το μετριοπαθές κλίμα, οι ενωτικές προτάσεις, το ήπιο πολιτικό περιβάλλον, αποτελούν, κατά δήλωση τους, τις επιλογές τους. Το επιθυμητό πλαίσιο άσκησης πολιτικής.
Βέβαια, αυτό είναι το πρώτο επίπεδο ανάγνωσης, το πιο απλοϊκό και πιο εξιδανικευμένο. Γιατί στην πράξη, αποδεικνύεται πως, σχεδόν πάντα, ο επιθετικός και συγκρουσιακός λόγος επικρατεί του ήπιου και μετριοπαθούς.
Ως εκ τούτου, προσεγγίζω με επιφύλαξη παρόμοια αποτελέσματα μετρήσεων.
Αλλά και αν δεχτώ την αξιοπιστία των απαντήσεων, τίθενται μερικά αναπόφευκτα ερωτήματα.
Η εθνική συνεννόηση δεν είναι κάτι το αόριστο και νεφελώδες. Είναι μια πολύ συγκεκριμένη πολιτική αντίληψη, που προκύπτει από μια πολύ συγκεκριμένη πολιτική κουλτούρα.
Δεν προκύπτει ξαφνικά και από το πουθενά.
Και κυρίως, οικοδομείται και βασίζεται πάνω σε απτά και μετρήσιμα επιτεύγματα, που είναι το αποτέλεσμα αυτής της εθνικοενωτικής συμπεριφοράς.
Στα καθ΄ημάς. Οσες φορές είχαμε, στην μεταπολιτευτική ιστορία, κυβερνήσεις εθνικής συνεννόησης, δηλαδή κυβερνήσεις που σε κομματικό επίπεδο αντιπροσώπευαν την μεγάλη πλειοψηφία του Ελληνικού λαού, πάντα τα πεπραγμένα τους ήταν φτωχά και αρνητικά.
Η δε θητεία τους τερματίστηκε άδοξα, γιατί οι συμμετέχοντες σε αυτήν, δεν πίστευαν στην εθνική συνεννόηση, ως αυτοσκοπό, αλλά την θεωρούσαν απλώς το εργαλείο εξυπηρέτησης των κομματικών συμφερόντων τους και των προσωπικών τους φιλοδοξιών.
Να υπενθυμίσω, πως αν εξαιρέσουμε το 53% του Κωνσταντίνου Καραμανλή το 1974--που διαμορφώθηκε όμως κάτω από τις ειδικές μεταδικτατορικές συνθήκες-- τα δύο μεγαλύτερα εκλογικά ποσοστά, αυτό του 1981 και του 1990, ήταν αποτέλεσμα ενός ταραχώδους, συγκρουσιακού και πολωμένου πολιτικού κλίματος.
Πιο απλά, η πολιτική τάξη της πατρίδας μας και οι πολίτες, δεν είναι διαπαιδαγωγημένοι πάνω στις έννοιες της συναίνεσης και του αποτελεσματικού διαλόγου.
Συνεπώς, είναι αξιοπερίεργο πώς ένα κομμάτι του Ελληνικού λαού –περίπου το 37% -- που ψήφισε πρόσφατα το « ή εμείς ή αυτοί»-- δυόμισι χρόνια μετά, φαίνεται πως προτιμά την, εντελώς αντίθετη προς την ψήφο του, πολιτική πρόταση της εθνικής συνεννόησης.
Αλλά, επί του πρακτέου, πάνω σε ποια βάση θα οικοδομηθεί η εθνική συνεννόηση; Ποιες πολιτικές θα επικρατήσουν όταν, μεταξύ των βασικών κομμάτων, μεσολαβεί μια ιδεολογική άβυσσος;
Ακόμα πιο απλά. Στην δημόσια ασφάλεια, τι κοινό έχει η αντίληψη της Νέας Δημοκρατίας που επαγγέλεται τον νόμο και την τάξη, με αυτήν του ΣΥΡΙΖΑ, που όλοι ζούμε και γνωρίζουμε;
Ή στην Παιδεία, πώς μπορούν να συγκλίνουν οι υποστηρικτές του νόμου Διαμαντοπούλου με τους πολέμιους του;
Η εθνική συνεννόηση ακούγεται εύηχα. Είναι μια γλυκειά καραμέλα. Ο πολίτης με μεγάλη ευκολία δηλώνει θιασώτης της.
Ομως, όταν έρθει η στιγμή της ψήφου, τότε κάνει την εντελώς αντίθετη επιλογή. Αυτό φανερώνει η συμπεριφορά του.
Γι΄αυτό, δημοσκοπήσεις με αντικείμενο τέτοια θέματα, δεν μπορούν να αποτελέσουν την βάση γενικότερων εκτιμήσεων και εξαγωγής πολιτικών συμπερασμάτων.