Έχουν περάσει 75 χρόνια από την 1η Ιουλίου 1944. Εκείνη την ημέρα ξεκινούσε η διεθνής διάσκεψη στο αμερικανικό τουριστικό θέρετρο Μπρέτον Γουντς στην Πολιτεία Νιού Χάμσαϊρ. Μια διάσκεψη που οδήγησε στην παντοδυναμία του Δολαρίου, που διατηρείται για 75 χρόνια. Πώς όμως έγινε το δολάριο, νόμισμα παγκόσμιας αναφοράς;
Όταν λοιπόν ξεκινούσε η διάσκεψη του Μπρέτον Γουντς, ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος δεν είχε καν τελειώσει. Οι περισσότερες χώρες της Ευρώπης είχαν καταστραφεί, τόσο δημοσιονομικά όσο και χρηματοοικονομικά. Με εγκαταλειμμένο τον κανόνα του χρυσού, ήδη πριν από το ξέσπασμα του Πόλεμου και με διαταραγμένες τις συναλλαγματικές ισοτιμίες του διεθνούς εμπορίου. Η αστάθεια των συναλλαγματικών ισοτιμιών, είχε οδηγήσει με τη σειρά της σε νομισματική αστάθεια και υπερπληθωρισμό.
Έτσι η αναγκαιότητα ενός νέου συστήματος σταθερών ισοτιμιών, οδήγησε μια σειρά χωρών στο τραπέζι των συζητήσεων, των διαπραγματεύσεων και των αποφάσεων. Τα πιθανά σενάρια ήταν δύο και ήταν τα ακόλουθα: Το πρώτο, του διάσημου βρετανού οικονομολόγου Τζον Μέιναρντ Κέινς, που προέβλεπε ότι η ευθύνη και η διαμόρφωση του παγκόσμιου συναλλαγματικού χάρτη θα ήταν συλλογική και όχι μόνο αμερικανική υπόθεση. Το δεύτερο, του Χάρι Ντέξτερ Γουάιτ, ο οποίος ήταν ένας εξαιρετικός υπάλληλος του αμερικανικού υπουργείου Οικονομικών, που έθετε το δολάριο στο επίκεντρο του νέου συστήματος ισοτιμιών.
Μετά από είκοσι ημέρες διαπραγματεύσεων, τελικά επικράτησε το δεύτερο σενάριο. Η απόφαση της διάσκεψης καθιστούσε το δολάριο, νόμισμα αναφοράς με τις αποκλίσεις των συναλλαγματικών διακυμάνσεων να είναι σε εξαιρετικά περιορισμένα πλαίσια απέναντι στο δολάριο. Από την πλευρά τους, οι ΗΠΑ έδωσαν εγγυήσεις ότι ανά πάσα στιγμή θα μπορούσαν να μετατρέψουν τα αποθέματα δολαρίων σε χρυσό. Το νέο σύστημα ισοτιμιών και οι καινούργιοι θεσμοί συνέβαλλαν αναμφίβολα στην άνθηση του μεταπολεμικού παγκόσμιου εμπορίου.
Επιπλέον στη διάσκεψη αποφασίστηκε η δημιουργία της Παγκόσμιας Τράπεζας και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Δυο οργανισμών, που παίζουν κυρίαρχο ρόλο ακόμα και σήμερα στο παγκόσμιο οικονομικό γίγνεσθαι. Αργότερα θεσμοθετήθηκε και η Γενική Συμφωνία Δασμών και Εμπορίου, GATT, που αργότερα μετεξελίχθηκε στον σημερινό Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου WTO.
Και καθώς το μεγαλύτερο μέρος των εμπορικών συναλλαγών παγκοσμίως γίνονταν σε δολάρια αυξήθηκε εύλογα και η ανάγκη για δολάρια. Επομένως δεν ήταν πλέον δυνατόν να εγγυηθούν οι ΗΠΑ την μετατροπή των δολαρίων σε χρυσό, αφού κυκλοφορούσαν όλο και περισσότερα δολάρια.
Γρήγορα οι Αμερικανοί συνειδητοποίησαν ότι λόγω της εξέχουσας θέσης του εθνικού τους νομίσματος μπορούσαν να τυπώνουν όσα δολάρια επιθυμούσαν, διογκώνοντας ταυτόχρονα και εν παραλλήλω το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Εκτός αυτού οι δαπάνες για τον πόλεμο στο Βιετνάμ, αύξαναν ακόμα περισσότερο τα ελλείμματα.
Έτσι τον Αύγουστο του 1971 ο Αμερικανός πρόεδρος Ρίτσαρντ Νίξον ανακοίνωσε την αποδέσμευση του δολαρίου από τον χρυσό. Μετά το λεγόμενο «Σοκ Νίξον» πολλές τράπεζες του δυτικού κόσμου προσπάθησαν, χωρίς αποτέλεσμα, να κρατήσουν εν ζωή το σύστημα ισοτιμιών Μπρέτον Γουντς. Από τότε μάλιστα άρχισε και η διαμάχη ανάμεσα στην αμερικανική και γερμανική σχολή, για τα ελλείμματα και την ανάπτυξη. Οι Γερμανοί, υποστήριζαν πως το σύστημα κατέρρευσε γιατί οι Αμερικανοί συγκέντρωσαν όλες τις εξουσίες στις ΗΠΑ, αλλά και επειδή με αφορμή τον πόλεμο στο Βιετνάμ ακολούθησαν μια νομισματική πολιτική που δεν είχε ως στόχο την σταθεροποίηση, όπως έκανε η ίδια η Γερμανία.
Σήμερα παρακολουθούμε τις ισχνές προσπάθειες αρκετών χωρών όπως η Ρωσία, η Κίνα, το Ιράν και η Τουρκία, στο δρόμο της αποδολαριοποίησης των οικονομιών τους και των αγορών τους, με εναλλακτικές πληρωμές σε χρυσό ή κρυπτονομίσματα. Το μέλλον θα δείξει, το αν και το πότε, θα δύσει η παντοδυναμία του Δολαρίου.
*Ο αρθρογράφος είναι οικονομικός αναλυτής, με ειδίκευση στο σχεδιασμό σύνθετων επενδυτικών στρατηγικών.
Αποποίηση Ευθύνης : Το περιεχόμενο της στήλης, είναι καθαρά ενημερωτικό και πληροφοριακό και δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση επενδυτική συμβουλή, ούτε υποκίνηση για συμμετοχή σε οποιαδήποτε συναλλαγή. Ο αρθρογράφος δεν ευθύνεται για τυχόν επενδυτικές και λοιπές αποφάσεις που θα ληφθούν με βάση τις πληροφορίες αυτές.