Σχεδόν, επί σαράντα χρόνια η Ελλάδα και η Τουρκία επιχειρούν να γεφυρώσουν τις διαφορές τους, μέσω διαλόγου, και δεν τα καταφέρνουν. Θα μπορούσα να πω ότι διαφορές δεν υπάρχουν, αλλά μόνον απαιτήσεις της τουρκικής πλευράς που με την πάροδο του χρόνου διευρύνονται, καθώς η Τουρκία εκτιμά πως η ισορροπία ισχύος έχει θεαματικά ανατραπεί σε βάρος της πατρίδας μας.
Ας αναλογιστούμε πόσες φορές συμφωνήσαμε Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης, ας αναλογιστούμε το Νταβός, την Μαδρίτη, το Ελσίνκι, την διπλωματία των σεισμών και των κουμπάρων, και ας δούμε πού—παρ΄όλα αυτά-- βρισκόμαστε σήμερα.
Θα ήταν άδικο για τον Κώστα Σημίτη να του αποδοθούν ευθύνες για τα Ίμια, καθώς τότε η κυβέρνηση του δεν είχε καν λάβει ψήφο εμπιστοσύνης. Η Μαδρίτη, που επακολούθησε, ήταν αποτέλεσμα κυρίως της στρατιωτικής ήττας στα Ίμια, όσο και της στρατηγικής επιλογής τής εκλεγμένης κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ πως αυτό που προείχε τότε ήταν η ένταξη στην ευρωζώνη.
Επ’ αυτού θα μπορούσε να γίνει μια συζήτηση, χωρίς κραυγές και κορώνες για «προδότες» και «στρατόκαυλους».
Όμως το ερώτημα παραμένει. Γιατί εν έτει 2020 οι σχέσεις μας με την γείτονα βρίσκονται σε πολύ χειρότερο σημείο απ' ό,τι είκοσι χρόνια πριν; Και κυρίως γιατί δεν αναστοχάστηκαν γι΄αυτό το γεγονός οι πολιτικές ηγεσίες της πατρίδας μας;
Είναι δυνατόν να επιμένουμε σε πολιτικές που αποδείχθηκαν αδιέξοδες και αποθράσυναν τον γείτονα;
Σήμερα το κεντρικό ζήτημα δεν είναι ούτε ο εναέριος χώρος ούτε οι βραχονησίδες ούτε οι αποστρατιωτικοποίηση κάποιων ελληνικών νησιών. Το κύριο ζήτημα αφορά τα ενεργειακά και την στρατηγική θέση της Τουρκίας πως τα νησιά, ανεξαρτήτως μεγέθους, δεν διαθέτουν υφαλοκρηπίδα.
Σήμερα αυτό είναι το βασικό πρόβλημα.
Και γι΄αυτό η Τουρκία δεν πρόκειται ποτέ να δεχθεί να προσφύγουμε από κοινού στην Χάγη, καθώς γνωρίζει πως αυτή η στρατηγική θέση της θα καταπέσει. Ό,τι και να κερδίσει στα υπόλοιπα σημεία, το πλήγμα που θα υποστεί θα είναι σημαντικό και αμετάκλητο σε όλα τα επίπεδα και ως εκ τούτου, μη διαχειρίσιμο στο εσωτερικό της.
Εννοείται πως η πατρίδα μας καλώς θέτει ως άξονα της πολιτικής της την ειρηνική επίλυση των διαφορών μέσα από τις προβλεπόμενες, από το Διεθνές Δίκαιο, διαδικασίες. Είμαστε ένα κράτος που ανήκει στην ΕΕ, στην Ευρωζώνη και στο ΝΑΤΟ και οφείλει να σέβεται τις διεθνείς συνθήκες.
Αλλά ας μην έχουμε αυταπάτες.
Γιατί από την άλλη πλευρά η Τουρκία περιφρονεί συμφωνίες και συνθήκες. Έχει εισβάλει στην Β.Συρία, έχει καταπατήσει την συμφωνία για ειρήνευση στην Λιβύη, απειλώντας μάλιστα πολεμικά πλοία του ΝΑΤΟ και βέβαια έχει συνάψει την γνωστή συμφωνία με τον πρωθυπουργό της Λιβύης—χωρίς την έγκριση του κοινοβουλίου-- για τον οριοθέτηση της ΑΟΖ. Είναι προφανές πως αυτές οι δράσεις της κινούνται εκτός των διεθνών συμφωνιών και βασίζονται αποκλειστικά στην στρατιωτική της ισχύ.
Συνεπώς, οι στρατηγικοί στόχοι της Τουρκίας έχουν αναπροσανατολισθεί και έχουν διευρυνθεί. Το Αιγαίο είναι ένα μέτωπο δευτερεύον. Το βασικό μέτωπο είναι πλέον η Μεσόγειος. Και ένα βασικό εργαλείο σε αυτόν το αναπροσανατολισμό της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής είναι το Τουρκολιβυκό σύμφωνο για την οριοθέτηση της ΑΟΖ, το οποίο και θα υποστηρίξει με κάθε τρόπο.
Το γεγονός πως η διεθνής κοινότητα το έχει αποδοκιμάσει, ουδόλως ενδιαφέρει την Τουρκία. Και άλλες πλευρές τής πολιτικής της έχουν προκαλέσει διεθνείς αντιδράσεις, χωρίς κανένα αποτέλεσμα.
Δια ταύτα: ας προετοιμαζόμαστε με ψυχραιμία και σοβαρότητα για τα χειρότερα και μακάρι να έρθουν τα καλύτερα για τα οποία δεν παύουμε να εργαζόμαστε.