Η πρόταση δυσπιστίας του ΣΥΡΙΖΑ ξένισε τους περισσότερους πολιτικούς αναλυτές, που αδυνατούσαν να την αιτιολογήσουν με κοινοβουλευτικούς όρους. Έσπευσαν μάλιστα να το συνδέσουν με προσπάθεια της ηγεσίας του να αμβλύνει το εσωτερικό μέτωπο αφενός και την τεράστια ψαλίδα που τη χωρίζει με το κυβερνητικό κόμμα αφετέρου.
Πρώτα από όλα αγνοούν ότι στο ΣΥΡΙΖΑ, δεν ενδιαφέρονται ιδιαίτερα για την κοινοβουλευτική λειτουργία και ομαλότητα. Έχουν αναγάγει τα πάντα σε ένα αέναο επικοινωνιακό παιχνίδι με κύριο στόχο τη στρέβλωση της πραγματικότητας. Δεν είναι τυχαία η επιστράτευση όλων των Ιακωβινικών μεθόδων που τους έφεραν στην εξουσία. Έχω παρατηρήσει στα κοινωνικά δίκτυα, την επανενεργοποίηση ατόμων που είχαν να αρθρώσουν πολιτικό λόγο από την εποχή του δημοψηφίσματος.
Δυστυχώς για την αξιωματική αντιπολίτευση - σε αντίθεση με ότι συνέβη το ’15 - έχει πλέον και παρελθόν και έχει σπαταλήσει πολιτικό κεφάλαιο για να παραμείνει στην εξουσία. Η πρόταση δυσπιστίας φαίνεται πως έχει τρεις στόχους
Πρώτον, να θολώσει και να αποκρύψει την ευθύνη του ΣΥΡΙΖΑ στην πρόσφατη διακυβέρνηση της χώρας και να εξαφανίσει από το δημόσιο διάλογο, τα νομοσχέδια που έχει ψηφίσει. Στην προκειμένη περίπτωση, εδράζεται στην απελευθέρωση των πλειστηριασμών και το πτωχευτικό δίκαιο.
Πριν δύο εβδομάδες, έκανε ασκήσεις δημοκρατίας για να αποπροσανατολίσει τον κόσμο, από το νόμο που έφερε προεκλογικά με τις μειωμένες ποινές για σύσταση εγκληματικής οργάνωσης. Φυσικά, μέσα στο διαρκή θόρυβο και την αποσπασματική προσέγγιση, αποκρύπτει εντέχνως ότι καταψήφισε τον ποινικό κώδικα που οδήγησε τελικά το νεοναζιστικό μόρφωμα στη φυλακή.
Δεύτερον, αποσκοπεί στην νομιμοποίηση του αρχηγού του να ανεβαίνει στα κάγκελα και να εγκαλεί όσους εφαρμόζουν του νόμους, που έχει φέρει και ψηφίσει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Το θράσος ήταν πάντα το μεγαλύτερο προσόν του και δεν έχει καμιά διστακτικότητα να το χρησιμοποιήσει.
Το πιο μεγάλο όπλο όμως της αντιπολίτευσης ήταν, είναι και θα είναι η στρεψοδικία. Ξεπέρασαν και τον Ιονέσκο στο θέατρο του παραλόγου, όταν κατηγορούσαν την κυβέρνηση ότι δεν επιστρέφει τα αναδρομικά των συντάξεων, σε περικοπές που είχαν ψηφίσει και εφαρμόσει οι ίδιοι.
Τρίτον, στην Κουμουνδούρου, έχουν πια διαπιστώσει -- προς τιμή τους - ότι ο «άχαστος» αρχηγός τους, υπολείπεται σε όλα τα ποιοτικά χαρακτηριστικά από τον πρωθυπουργό. Στην παρούσα, ενδιαφέρονται κυρίως να δημιουργήσουν ανάσχεση στην κυβέρνηση, παρά να αποκομίσουν άμεσα κάτι οι ίδιοι. Ξέρουν πολύ καλά, ότι ο περισσότερος κόσμος εκεί έξω, προσεύχεται που δεν διαχειρίζεται η Πρώτη Φορά Αριστερά (ΠΦΑ) τις τύχες της χώρας. Για αυτό έχουν εστιάσει στην αποδόμηση του πρωθυπουργού.
Δεν είναι τυχαίο, ότι αναπαράγουν πως ο πρωθυπουργός κάνει μόνιμες διακοπές, τη στιγμή μάλιστα που διαχειρίζεται πολλαπλές κρίσεις. Εδώ, κρύβεται κα ο ρεβανσισμός για την ανικανότητα που επέδειξε η δική τους ηγεσία σε προγενέστερες κρίσεις. Αλλά κυρίως επιθυμούν να ισοφαρίσουν τη ρετσινιά, που φέρει το παιδί του λαού, από τότε που μάθαμε πως έκοβε βόλτες με το κότερο στην πιο σύγχρονη τραγωδία της χώρας.
Υπάρχει και ένας κρυφός και συνάμα επαίσχυντος λόγος. Η αντιπολίτευση διαισθάνεται πως ένα θερμό επεισόδιο με την Τουρκία θα συσπειρώσει τους Έλληνες κάτω από τη σημαία. Αν η διαχείριση από την κυβέρνηση αποδειχτεί το ίδιο επιτυχής, θα τελειώσει την «προοδευτική συμμαχία» για πολύ καιρό. Βιάζεται λοιπόν να κεφαλαιοποιήσει στο μέγιστο βαθμό την όποια δυσανασχέτηση προκαλεί η οικονομική δυσπραγία και η αντιμετώπιση της πανδημίας.
Έτσι έχουν ξεκινήσει διαξιφισμούς σε μορφή ανταρτοπόλεμου, ανοίγοντας ταυτόχρονα μέτωπα, με στόχο να φέρνουν την κυβέρνηση απολογούμενη ή σε αμυντική θέση. Για την ώρα, περιορίζονται στο εύρος της στενής εκλογικής βάσης. Ωστόσο η κυβέρνηση καλά θα κάνει να σοβαρευτεί και να μη βασίζεται σε μια κατά συνθήκη υποστήριξη, από μεγάλο μέρος του εκλογικού σώματος επειδή το αντίπαλον δέος είναι οι ορδές των συριζαίων. Η ανεκτικότητα σε φάλτσα και παρατυπίες δεν θα είναι εις το διηνεκές. Όπως επίσης και η ατολμία σε μεταρρυθμίσεις και άσκηση πολιτικής.