Απείν η Πόλις έπεσεν, ο κόσμος ας προσέχη… έγραψε για το μέγα γεγονός που συγκλόνισε τον κόσμο ο ανώνυμος χρονογράφος της εποχής.
Δεν γνωρίζουμε ποιες ήταν οι γνώσεις του για την ιστορία και τη γεωστρατηγική σημασία της βασιλίδας των πόλεων, αλλά ο θρύλος για τον χρησμό που έλαβε ο βασιλέας των Μεγαρέων Βύζας για την τοποθεσία που έπρεπε να ψάξει για να χτίσει την αποικία της πόλης του, τα Μέγαρα, ήταν ζωντανός μετά δεκάξι ολόκληρους αιώνες και το μήνυμά του ξεκάθαρο: να χτίσει τη νέα πόλη απέναντι ακριβώς από την πόλη των «τυφλών», εννοώντας εκείνους που προηγήθηκαν κι έχτισαν μιαν άλλη πόλη, τη Χαλκηδόνα στην απέναντι ακριβώς μεριά του Βοσπόρου, γιατί δεν μπόρεσαν να δουν, τυφλοί καθώς φάνηκαν, τα πλεονεκτήματα απέναντι.
Εκεί έχτισε ο Βύζας τη νέα πόλη που ονομάστηκε από το όνομά του Βυζάντιο και αργότερα Κωνσταντινούπολη από το όνομα του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου, του Μεγάλου.
Οι Τούρκοι, που με παρρησία αρέσκονται να την αποκαλούν Ιστανμπούλ, δεν λένε να καταλάβουν πως πάλι ελληνικά προφέρουν το όνομά της, αφού είναι παραφθορά της απάντησης που μεταξύ τους έδιναν οι Βυζαντινοί στην ερώτηση: πού πας ; Εις την Πόλιν! ( Ισ-τάν-μπουλ).
Η Πόλη με την οικουμενική αποστολή, το ακραίο προπύργιο της Ευρώπης προς Ανατολάς, υποχωρούσε μετά χίλια χρόνια επιδρομών που δεχόταν ολόγυρα από σλαβικά φύλα και Σελτζούκους και Οθωμανούς Τούρκους.
«Το την πόλιν σοι δούναι ούτε εμόν εστί, ούτε τινος άλλου των κατοικούντων την Πόλιν ταύτην» ήταν η απάντηση του τελευταίου των Παλαιολόγων αυτοκράτορα Κωνσταντίνου όταν ο Μωάμεθ του ζήτησε να του παραδώσει την πόλη την τρίτη ημέρα της πολιορκίας της, γλιτώνοντας τη ζωή του.
Την παραμονή τη πτώσης, όταν ογδόντα πέντε σήμαντρα και εξήντα δυο καμπάνες χτύπησαν, ο αυτοκράτορας άφησε για λίγο τα τείχη για να μεταλάβει στην Αγιά Σοφιά από τα χέρια του Πατριάρχη μαζί με τον υπόλοιπο λαό κλεισμένο στον ναό για ώρες ψάλλοντας το «Τη Υπερμάχω». Επιστρέφοντας στα τείχη, συνέχισε να εμψυχώνει τους στρατιώτες του πάνω στην πύλη του Αδριανού.
Όταν μετά ώρες έστρεψε το βλέμμα του και είδε προς το Ρούμελη Χισάρ τους Οθωμανούς να εισβάλλουν από την Κερκόπορτα, που τους άνοιξε κάποιος προδότης, έβγαλε τη στολή του κι αναφώνησε: «Ουκ έστι τις των χριστιανών του λαβείν την κεφαλήν απ΄ εμού;» κι έπεσε νεκρός μετά «βασιλείαν χρόνους τέσσερις, μήνας τρεις, ημέρας εικοσιτέσσερις. Η δε ζωή αυτού χρόνους σαράντα εννέα, μήνας τρεις, ημέρας είκοσι μία….». Ο θρύλος λέει ήταν η στιγμή που το σύμβολο των Παλαιολόγων, ο δικέφαλος αετός φτερούγισε και πέταξε ο ένας στη Δύση κι ο άλλος στην Ανατολή.
Ήταν η αποφράς ημέρα Τρίτη. Η ατμόσφαιρα μύριζε παντού πετρέλαιο και πίσσα από τα κανόνια του Πορθητή. Κι ο ήλιος φαινόταν θαμπός και κατακόκκινος καθώς αντανακλούσε στο φως το αίμα των χιλιάδων σκοτωμένων.
Το γεγονός της Άλωσης αποτέλεσε σταθμό στην παγκόσμια ιστορία. Πολιτικά σήμαινε την οριστική απομάκρυνση από την ιδέα της οικουμενικής μοναρχίας.
Νέοι πολιτικοί προσανατολισμοί και νέα πολιτικά συστήματα θα εμφανίζονταν με την πάροδο του χρόνου και νέες αναζητήσεις θα έρχονταν στο προσκήνιο για την παγκόσμια κοινότητα.
Η ανθρωπότητα θα στρεφόταν στην αναζήτηση νέων χωρών και θα ξεκινούσε η περίοδος των μεγάλων γεωγραφικών ανακαλύψεων ( Αμερική) , γεγονότα κοσμοϊστορικά για την εξέλιξη της πορείας της.
Μέσα στη δίνη εκείνων των γεγονότων, ο Ελληνισμός εισήρχετο στην κρισιμότερη περίοδο της ιστορίας του. Θρησκεία και γλώσσα στάθηκαν οι μηχανισμοί συντήρησής του στα χρόνια της δουλείας του.
Για τέσσερις ολόκληρους αιώνες τα ελληνικά θα εξακολουθούσαν να είναι η επίσημη γλώσσα της οθωμανικής διοίκησης και η διασπορά των Βυζαντινών λογίων στη Δύση με την εμβέλεια της ακτινοβολίας τους θα οδηγούσε τελικά όχι μόνο την αναγέννηση του έθνους αλλά και ολόκληρης της Δύσης, γεννώντας τον Ευρωπαϊκό Διαφωτισμό, τις αξίες του οποίου φαίνεται να περιφρονεί επιδεικτικά ο Τ. Ερντογάν και οι περί αυτόν στη γείτονα.