Του Παύλου Ελευθεριάδη*
Το 2019 θα είναι μια από τις πιο σημαντικές χρονιές στην νεώτερη ιστορία μας. Οι ελληνικές κυβερνήσεις, τόσο αυτή μέχρι τις εκλογές και αυτή που θα προκύψει κατόπιν, θα κληθούν μέσα στο ημερολογιακό έτος να λάβουν πολύ κρίσιμες αποφάσεις για το μέλλον της χώρας υπό το βάρος αβεβαιότητας στο εξωτερικό και ασφυκτικής οικονομικής πίεσης στο εσωτερικό. Το 2019 θα είναι μια δοκιμασία ευθύνης για όλους μας.
Η αβεβαιότητα έρχεται από το εξωτερικό. Θα δούμε φέτος τον Ιανουάριο να αλλάζει στην Αμερική η σύνθεση της Βουλής των Αντιπροσώπων (όπως γίνεται κάθε δύο χρόνια μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου). Όπως είναι γνωστό οι Δημοκρατικοί κέρδισαν την πλειοψηφία και από εδώ και στο εξής μπορούν να εμποδίσουν το νομοθετικό πρόγραμμα του Προέδρου. Η μείωση της δύναμής του απρόβλεπτου Τραμπ, δεν σημαίνει όμως και μείωση της ζημίας που μπορεί να προκαλέσει στην διεθνή κοινωνία.
Η απώλεια της νομοθετικής πλειοψηφίας μπορεί να τον σπρώξει σε ακόμα πιο ακραία εθνικιστική ρητορική ή και αποφάσεις στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής, όπου ακόμα έχει πλήρη ευχέρεια - είτε εναντίον μεταναστών, είτε εναντίον της Κίνας και της Ευρώπης, με σκοπό μόνο την επανεκλογή του το 2020. Οι τυχόν σπασμωδικές του κινήσεις θα έχουν αντίκτυπο στο διεθνές εμπόριο, στην Συρία, την Τουρκία και αλλού.
Η Βρετανία ίσως εξέλθει από την Ευρωπαϊκή Ένωση τον Μάρτιο, ίσως όμως και όχι. Είναι πιθανό η αβεβαιότητα συνεχιστεί με ενδεχόμενο νέο δημοψήφισμα, αν η συμφωνία αποχώρησης που εξασφάλισε η πρωθυπουργός Τερέζα Μέι δεν περάσει τον Ιανουάριο από την Βρετανική βουλή. Εάν το πολιτικό σύστημα βραχυκυκλωθεί και δεν μπορέσει να ληφθεί καμία άλλη απόφαση μέχρι τον Μάρτιο, τότε η Τερέζα Μέι ίσως επιλέξει - για να διασωθεί στην εξουσία - μια απότομη έξοδο χωρίς μεταβατική περίοδο. Μια τέτοια «άτακτη» έξοδος θα έχει μεγάλο – και προς το παρόν απρόβλεπτο – κόστος για την οικονομία της Ευρώπης και, αναπόφευκτα, θα επηρεάσει σημαντικά τον τουρισμό μας.
Οι Ευρωπαϊκές εκλογές τον Μάιο θα αλλάξουν την σύνθεση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Όλοι αναμένουν σχετική ενίσχυση των δυνάμεων των εθνικιστών και λαϊκιστών. Ας μην ξεχνάμε ότι οι δικοί μας λαϊκιστές τιθασεύθηκαν από τις μετριοπαθείς δυνάμεις της Ευρωζώνης, που έδωσαν νέα δάνεια στην Ελλάδα και μας κράτησαν στο Ευρώ, μετά το καταστροφικό πρώτο εξάμηνο των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ.
Δεν είναι προφανές ότι η πολιτική αυτή θα συνεχιστεί από το φθινόπωρο, όταν θα έχουμε μια νέα Ευρωπαϊκή Επιτροπή με νέο ή νέα Πρόεδρο, που θα διαδεχθεί τον Ζαν Κλωντ Γιουνγκέρ και πιθανότητα άλλο Eπίτροπο Oικονομικών Υποθέσεων, που θα διαδεχθεί τον Πιερ Μοσκοβισί. Οι σχέσεις της Ελλάδας με την ΕΕ ίσως έτσι εισέλθουν σε νέα φάση, όπου ενδεχόμενη οικονομική βοήθεια σε περίπτωση νέας αποτυχίας μας θα είναι πιο δύσκολη.
Η νέα χρονιά φέρνει λοιπόν σημαντικές νέες προκλήσεις. Η πολιτική διαρκούς αναταραχής που ακολουθεί ο Σύριζα με εμφυλιοπολεμική ρητορική, υπερβολική φορολόγηση, αθρόους διορισμούς, απευθείας αναθέσεις δημοσίων συμβάσεων σε κολλητούς, απειλές προς τα ΜΜΕ και τους δικαστές, ανοχή στην ανομία και – τελικά – με απουσία νέων επενδύσεων, οδηγεί σε νέα πτώχευση. Αν εκλεγεί ξανά ο Σύριζα, η χώρα πιθανότατα θα χρειαστεί καινούργιο πρόγραμμα διάσωσης το 2022, όταν υπολογίζεται ότι θα τελειώσει το εναπομείναν οικονομικό «μαξιλάρι» του τρίτου προγράμματος. Ένα τέτοιο, τέταρτο, πρόγραμμα μπορεί όμως να μην έρθει.
Συνεπώς, για να μείνουμε στο Ευρώ πρέπει αμέσως να λάβουμε σημαντικές αποφάσεις για το μέλλον μας, εκσυγχρονίζοντας πολύ γρήγορα την δημόσια διοίκηση, την δικαιοσύνη, την παιδεία, το ασφαλιστικό και την υγεία. Μόνο έτσι θα γίνουμε μια ανταγωνιστική οικονομία μέσα στην Ευρωζώνη παράγοντας αρκετά ώστε να αποπληρώσουμε το χρέος χωρίς νέα ελλείματα. Όλα αυτά θα πρέπει να το κάνουμε, όπως είδαμε, μέσα σε ένα περιβάλλον μεγάλης αβεβαιότητας, ενώ η Ευρωπαϊκή Ένωση ίσως είναι σε κρίση, πιθανώς σε συνθήκες διεθνούς ύφεσης και υπό την ασφυκτική πίεση του χρόνου.
Το βάρος θα πέσει προφανώς στον νέο πρωθυπουργό, που όπως όλα δείχνουν θα είναι ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Το πρόσφατο συνέδριο επιβεβαίωσε ότι το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας, για πρώτη φορά ίσως στην ιστορία του, ετοιμάζεται συστηματικά και με μεθοδικότητα για να αναλάβει την διακυβέρνηση της χώρας. Προετοιμάζεται ένα λεπτομερές κυβερνητικό πρόγραμμα σημαντικών μεταρρυθμίσεων με την συμμετοχή πολιτικών στελεχών, επιχειρηματιών, πανεπιστημιακών και άλλων ειδικών από διάφορους πολιτικούς χώρους.
Υπάρχουν ήδη ή θα παρουσιαστούν σύντομα, λεπτομερή σχέδια για την συνταγματική αναθεώρηση, την φορολογία, την επιχειρηματικότητα, το ασφαλιστικό, την παιδεία, την υγεία και την δημόσια διοίκηση. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει πει ότι θα επιδιώξει να φέρει κοντά διαφορετικούς πολιτικούς χώρους κάτω από ένα συγκεκριμένο και κατά βάση συναινετικό πρόγραμμα. Όλα αυτά είναι απόλυτα σωστά και ευπρόσδεκτα. Μακάρι να πετύχουν. Δεν νομίζω όμως ότι αρκούν.
Η χώρα μας χρειάζεται όχι μόνο συγκεκριμένο σχέδιο αλλά και ευρύτατη συναίνεση. Οι μεγάλες μεταρρυθμίσεις στο κράτος δικαίου, στην παιδεία, την δικαιοσύνη, την δημόσια διοίκηση και την υγεία δεν εξαρτώνται μόνο από την σωστή νομοθέτηση. Απαιτούν και την ενεργό συμμετοχή των επαγγελματικών ομάδων που εργάζονται στους τομείς αυτούς. Για παράδειγμα, για να αλλάξουν τα δημόσια σχολεία και να δώσουν πραγματικές ευκαιρίες σε όλα τα παιδιά, δεν αρκεί να αλλάξει η νομοθεσία ώστε να γίνουν τα σχολεία πιο αυτόνομα από το υπουργείο, όπως σωστά προτείνει η Νέα Δημοκρατία.
Αυτή η πολύ σημαντική μεταρρύθμιση θα μείνει ημιτελής, αν δεν βοηθήσουν οι ίδιοι οι καθηγητές μέσης εκπαίδευσης. Για να πετύχει η αυτονομία των σχολείων θα πρέπει οι ίδιοι οι εκπαιδευτικοί να αποδεχθούν ότι η δουλειά τους θα αξιολογείται, ότι η διοίκηση του κάθε σχολείου θα πρέπει να λογοδοτεί στους γονείς και την τοπική κοινωνία και ότι όσοι κάνουν την δουλειά σωστότερα πρέπει να επιβραβεύονται. Για παράδειγμα το επίπεδο επιτυχίας των μαθητών κάθε σχολείου, θα πρέπει να γίνεται γνωστό σε όλους, ώστε τα σχολεία να συγκρίνονται μεταξύ τους.
Το ίδιο ισχύει και για τους δικαστικούς. Η αξιολόγησή τους πρέπει επιτέλους να γίνεται με σοβαρότητα και με την συμμετοχή και μη δικαστών. Τα δικαστήρια που καθυστερούν να εκδώσουν αποφάσεις, ή συστηματικά αναβάλουν δικασίμους χωρίς σοβαρό λόγο θα πρέπει να είναι σε όλους γνωστά. Αντίστοιχα, για να βελτιωθούν οι υπηρεσίες υγείας ή η εμπιστοσύνη στην δικαιοσύνη, οι γιατροί μας και οι δικηγόροι πρέπει να αποδεχθούν ότι ο πειθαρχικός τους έλεγχος δεν πρέπει να ανήκει αποκλειστικά στο συνδικαλιστικό τους όργανο.
Αυτό δημιουργεί σύγκρουση συμφερόντων. Σήμερα οι συνδικαλιστές σπάνια τιμωρούν τους επίορκους συναδέλφους τους. Η ρύθμιση των επαγγελμάτων αυτών θα πρέπει να ανήκει σε ανεξάρτητα σώματα που δεν θα ελέγχονται από εκλεγμένα συνδικαλιστικά όργανα. Η φοροδιαφυγή, για παράδειγμα, θα πρέπει να είναι πειθαρχικό αδίκημα για γιατρούς, δικηγόρους και μηχανικούς, που θα μπορούσε να οδηγεί στην απώλεια της άδειας άσκησης επαγγέλματος. Το ίδιο πρέπει να ισχύει και για το «φακελάκι». Τέτοιες μεταρρυθμίσεις μπορούν να ξεκινήσουν ακόμα και από τώρα. Κάποιες από αυτές δεν απαιτούν νέα νομοθεσία.
Έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε τις κοινωνικές ομάδες που θεωρούν ότι θίγονται από κάποιες αλλαγές να κερδίζουν την συμπαράσταση της εκάστοτε αντιπολίτευσης στον δήθεν «δίκαιο αγώνα» τους. Ας ελπίσουμε ότι αυτές οι κυνικές πρακτικές έχουν τελειώσει. Η αλλαγή της χώρας δεν θα έλθει μόνο, ή αποκλειστικά, από τον πολιτικό κόσμο. Όλες οι κοινωνικές ομάδες πρέπει να συνεισφέρουν δίκαια στα βάρη της μεταρρύθμισης της ελληνικής οικονομίας, ώστε όχι μόνο να επιβιώσουμε αλλά και να προκόψουμε στην Ευρωζώνη τα χρόνια που έρχονται. Ελπίζω και εύχομαι ότι το 2019, όπως και παλιότερα σε δύσκολες στιγμές της ιστορίας μας, θα συζητήσουμε ξανά για την κοινή μας ευθύνη.
* Ο Παύλος Ελευθεριάδης είναι καθηγητής Δημοσίου Δικαίου στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και δικηγόρος στο Λονδίνο.