Του Κυριάκου Αθανασιάδη
Αυτό είναι το εκατοστό σημείωμά μου στο Liberal. Φαίνεται κάπως μεγάλο νούμερο, αλλά φυσικά δεν είναι. Πολλά, αντιθέτως, είναι τα 250 άρθρα που γράφει κάποιος από Γενάρη μέχρι Δεκέμβρη στην εφημερίδα που δουλεύει, κι ενώ κάνει κι ένα σωρό άλλες δουλειές εκεί, ή τα 2.500 κομμάτια που θα δημοσιεύσει μέσα σε μια δεκαετία, βλέποντας τα μαλλιά του να αραιώνουν και να γκριζάρουν. Εννοώ, σημασία έχει η συνέπεια μέσα στον χρόνο, η εκτεινόμενη διάρκεια, η «ανάπτυξις», το υψηλό ποσοστό του εαυτού σου που θα αφήσεις να περάσει μέσα από τις άκρες των δαχτύλων σου στο χαρτί ή στην οθόνη.
Υπήρξα λάτρης των εφημερίδων από μικρός, όπως πολλοί από εσάς που σήμερα είστε πάνω από τα σαράντα και τα πενήντα, και ήμουν ένας από αυτούς που τα σαββατόβραδα πάντα τον έβρισκαν είτε στο Κέντρο Τύπου, στη Διαγώνιο, είτε στην Ομόνοια πιο μετά, για να προμηθευτούν ένα πάκο κυριακάτικες. Δεν υπήρχε περίπτωση να χαθεί αυτό το ραντεβού, να χάσεις την αναστάτωση στο στομάχι σου όταν το Πρακτορείο έφερνε τα πάκα και τα πετούσε στο πεζοδρόμιο, ή την ηδονή της λύσης και οργάνωσης των ενθέτων του Βήματος και της Καθημερινής επιστρέφοντας στο σπίτι σου με το τρόλεϊ. Αλλά και πολλές από τις καθημερινές μάς έβρισκαν με εφημερίδες στα χέρια εκείνα τα χρόνια, είτε, φέρ' ειπείν, πάλι με την Καθημερινή το πρωί της Τρίτης, πηγαίνοντας στη δουλειά (σελίδα βιβλίου γαρ) είτε με την Ελευθεροτυπία κάθε Πέμπτη και Παρασκευή («9» και «Βιβλιοθήκη» αντίστοιχα), είτε με την Εποχή, έστω και μόνο για να διαβάσουμε την κριτική στο Ex libris της Μάρης Θεοδοσοπούλου — για να μνημονεύσω μόνο λίγες.
Τα ίδια και με τα περιοδικά. Άλλο κακό κι αυτό. Είτε πολιτικά όπως το Αντί, είτε πολιτιστικά όπως το Τέταρτο ή από το μέλλον όπως το 01 ή βιβλίου όπως το Διαβάζω και ο Ιχνευτής, είτε ποικίλης ύλης, αυτοκίνησης, κινηματογράφου και ευζωίας όπως το Σινεμά, το Αθηνόραμα ή το Τρίποντο ή οι Τέσσερις Τροχοί. Και πάλι λέω ελάχιστα μόνο, και σχεδόν στην τύχη, γιατί είναι πραγματικά πολλά. Και, πολλά από αυτά, ήταν και σπουδαία.
Και, ναι: αν μαζεύαμε όλα τα χρήματα που δώσαμε για τον Τύπο μια ζωή τώρα, θα είχαμε δικό μας ένα μεγάλο σπίτι σήμερα — αλλά θα ήμασταν παντελώς ηλίθιοι και θα γυρίζαμε εκεί μέσα σαν αποκτηνωμένοι αγροίκοι. Μόνο ο Τύπος μπορεί να σου εξασφαλίσει ένα μίνιμουμ σύγχρονης «ανθρωπινότητας». Αποκλειστικά και μόνο ο Τύπος και όχι, ας πούμε, τα βιβλία, οσοδήποτε καλά και αν είναι — δεν είσαι σε θέση να διαβάσεις βιβλία, πόσο δε μάλλον να τα κατανοήσεις ή να λάβεις αισθητική απόλαυση από αυτά, αν δεν είσαι καταρχήν ενήμερος για τον κόσμο, τον διπλανό σου και τον άλλο, και αν δεν ασκείσαι τακτικά στην ανάγνωση απαιτητικών κειμένων γνώμης. (Πολύ κόσμο έσωσε ο Μπαζίνας, ας σημειώσουμε εδώ, που αλλιώς θα εγκλωβιζόταν στα ρεκάσματα των περισσοτέρων άλλων αθλητικογράφων). Ο ανενημέρωτος φιλαναγνώστης είναι σαν μια αγελάδα που την ταΐζεις εκλεκτό ζαμπόν, ένας ευνούχος στο χαρέμι. Ο λεγόμενος νεωτερικός, και φυσικά ο μοντέρνος, άνθρωπος είναι πρωτίστως φτιαγμένος από το λεπτό χαρτί των εφημερίδων και των περιοδικών. Από εκεί ξεκινούν όλα.
Με τα χρόνια βέβαια όλα αυτά άλλαξαν μορφή: το διαδίκτυο, ήδη άπειρο και αενάως επεκτεινόμενο όπως το σύμπαν, εκτόπισε τις χάρτινες εφημερίδες και τα περιοδικά από τη ζωή πολλών από εμάς, κατά ένα θλιβερό ποσοστό. Ο χρόνος (η μόνη μας όντως περιουσία: δεν βαριέμαι να το θυμίζω) δεν ελέγχεται πάντα καλά, και είναι πολύ πιο εύκολο, πιο γρήγορο, και (φαινομενικά) πιο φτηνό, να έχεις ανά πάσα στιγμή στα χέρια σου χίλια κείμενα, και όχι δέκα ή άντε είκοσι όλα κι όλα κάθε Κυριακή, για να ξεπετάς τουλάχιστον τους τίτλους τους ή για να χαζεύεις τις ωραίες φωτογραφίες που τα συνοδεύουν. Και η κρίση, φευ, ανάγκασε πολλούς από εμάς να μην κόψουμε μόνο το νουά και το ποντίκι, αλλά ακόμη και τις συνδρομές μας στα διεθνή έντυπα που μας κρατούσαν σε επαφή με τον θαυμαστό κόσμο «εκεί έξω», και να περιοριζόμαστε, κατηφείς, στα newsletter τους και τα ελεύθερα άρθρα στα σάιτ τους — που όμως δεν είναι το ίδιο, ναι;…
Δεν θα επεκταθώ στο θέμα αυτό, έχει εξεταστεί από χιλιάδες κορυφαίους ειδικούς, και η σχετική συζήτηση είναι πελώρια. Το επ' εμοί, μόνον: όλα αυτά τα κείμενα —των εφημερίδων και των περιοδικών, είτε εντύπων είτε ηλεκτρονικών—, κι ας αφήσουμε απέξω τις σπουδαίες έρευνες και τα μεγάλα ρεπορτάζ, όλα τα «editorial», οι απόψεις, οι επιφυλλίδες και τα χρονογραφήματα, όλα μα όλα τους γράφονται από ανθρώπους που μοχθούν καθημερινά για να τα παραγάγουν. Δεν συντάσσονται εύκολα, δεν ξεπετιούνται στο πόδι, δεν δημιουργούνται ως εκ θαύματος, χωρίς κόπο και χωρίς πολλές ώρες περισυλλογής ακόμη και για την ίδια την επιλογή του θέματος. Καλό είναι να τα τιμάμε, όσο μπορούμε, αν μπορούμε. Καλό είναι να κρατήσουμε τις εφημερίδες, τον Τύπο στη ζωή.
Μην ξεχνάτε ποτέ ότι αυτός, και όχι τα «μέσα παραγωγής» ή ούτε καν ο στρατός, είναι το προπύργιο εκείνο της Δημοκρατίας που κάθε σφετεριστής της εξουσίας θέλει να καταλάβει και να ελέγχει πρώτο-πρώτο. Ο Τύπος, με τα καλά του και τα κατά του, είναι αυτός που θα σηκώσει το δάχτυλο και θα τον δείξει, και θα του φωνάξει με μεγάλη φωνή να πάει από κει που 'ρθε.
Ευχαριστώ θερμά για τη συμπόρευση αυτά τα πρώτα 100 πρωινά. Ευχαριστώ για την υπομονή σας. Και συγγνώμη για όλα τα λάθη, τους σολοικισμούς, την κακοζηλία — και τα συναφή.