Του Δημήτρη Τσαϊλά*
Τι είναι η εθνική ασφάλεια;
Είναι μια πολύ απλή ερώτηση που τη συναντάμε σε καθημερινή βάση τόσο στον κύκλο των ακαδημαϊκών και στρατιωτικών εμπειρογνωμόνων όσο και των ανθρώπων της διπλανής πόρτας, αλλά δεν είναι τόσο απλή η απάντηση. Η πολυπλοκότητα της απαντήσεως απορρέει από τις αποκλίνουσες απόψεις των οποιοδήποτε δίδουν τις απαντήσεις, εν μέρει σωστές, και άλλες εντελώς λάθος. Τι συνιστά την ασφάλεια τόσο πραγματικό και αφηρημένο όρο, πώς επιτυγχάνεται και τι επιτυγχάνει με τη σειρά της, ποιες είναι οι διαφορετικές πτυχές της εθνικής ασφάλειας που πρέπει να αντιμετωπιστούν τόσο ξεχωριστά όσο και συλλογικά ώστε να καταλήξουμε σε κάποιο συμπέρασμα, το οποίο μπορεί να θεωρηθεί πληρέστερη απάντηση.
Λέγεται συχνά ότι το παρελθόν καθορίζει αναπόφευκτα το παρόν, όμως το πολύ ενδιαφέρον είναι ότι το παρόν θα καθορίσει το μέλλον. Μελετώντας το παρελθόν ιστορικό πλαίσιο για την καλύτερη εκτίμηση της εθνικής ασφάλειας δεν θα μας προσδώσει πλήρη αποτελέσματα και μάλλον η εκτίμηση θα είναι σχετικά περιορισμένη. Αυτό διακρίνεται από την αποτυχία των πολιτικών μας, να συμφωνήσουν σε ένα θέμα που θεωρείται ο ακρογωνιαίος λίθος της εθνικής μας ισχύος. Βιαστικές και αδικαιολόγητες αποφάσεις για απόκτηση νέων οπλικών συστημάτων δημιουργούν μια επικίνδυνη τροχιά στη μαχητικότητα των Ενόπλων Δυνάμεων και αχαλίνωτη αναξιοπιστία στο σύστημα αποτροπής τα τελευταία χρόνια. Έτσι όπως λαμβάνονται οι αποφάσεις οποιαδήποτε διδάγματα δεν θα έχουν δοκιμαστεί ενάντια των προγενέστερων αποφάσεων και θα ακυρώνονται από τις λογικές του βάθους της εμπειρίας.
Ένα κράτος πρέπει να προσαρμόζει συνειδητά τη στρατηγική του στις γεωπολιτικές πραγματικότητες
Σε περίπτωση που οι γεωπολιτικές συνθήκες αλλάξουν, οι διαμορφωτές πολιτικής πρέπει να είναι σε θέση να διακρίνουν αυτές τις αλλαγές και να τροποποιήσουν τη στρατηγική και τους στρατηγικούς σκοπούς αναλόγως . Είναι γεγονός ότι καθ' όλη τη διάρκεια της ιστορίας δεν έχει παρατηρηθεί η ύπαρξη κανενός μόνιμου συνόρου, πράγμα που αποδεικνύει ότι εφ' όσον στα σύνορα απουσιάζει η γεωπολιτική, γεωπολιτισμική και γεωοικονομική βάση αποτελούν πηγή κρίσεων. Ο χρόνιος ανταγωνισμός μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδος στο Αιγαίο αποτελεί ένα εντυπωσιακό παράδειγμα για τις συγκρούσεις που προκαλεί αυτή η αντίφαση. Επίσης χαρακτηριστική είναι η ρήση του Sun Tzu ότι «εάν γνωρίζεις τον εχθρό και τον εαυτό σου δεν έχεις ανάγκη να φοβάσαι το αποτέλεσμα (ακόμη) και εκατό μαχών. Εάν γνωρίζεις τον εαυτό σου αλλά όχι τον εχθρό, για κάθε νίκη που κερδίζεις θα έχεις και μια ήττα. Εάν δεν γνωρίζεις τον εαυτό σου, ούτε τον εχθρό σου θα νικηθείς σε κάθε μάχη» .
Για παράδειγμα, ενώ η ελληνική πολιτική κατά τη διάρκεια της έναρξης του 20ου αιώνα ήταν η «Μεγάλη Ιδέα» και παρέμεινε ουσιαστικά σταθερή κατά τη διάρκεια της μικρασιατικής εκστρατείας, ορισμένοι παράγοντες άλλαξαν. Κατά συνέπεια, έπρεπε να προσδιοριστούν αυτές οι γεωπολιτικές αλλαγές κατά τη διάρκεια της μικρασιατικής εκστρατείας, για να μη δημιουργήσουν τις οργανωτικές και επιχειρησιακές επιπτώσεις που είχαν ως αποτέλεσμα την ήττα και τη μεγαλύτερη καταστροφή του Ελληνισμού. Ομοίως, μετά το Β΄παγκόσμιο πόλεμο, η στρατηγική αντίληψη του Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων δείχνει μια αξιοσημείωτη απόκτηση σύγχρονων οπλικών συστημάτων που ξεκίνησε στα τέλη της δεκαετίας του 1940 μέχρι το 1970, τονίζοντας τον αποτρεπτικό χαρακτήρα τους και την εξασφάλιση της προβολής ισχύος κατά των δυνητικών αντιπάλων, τόσο στον εθνικό κορμό, όσο και στην Κύπρο. Οι κύριες γεωπολιτικές μεταβλητές στη συνέχεια άλλαξαν, ενώ η ελληνική στρατηγική παρέμεινε καθηλωμένη με ελλείψεις σε διαθέσιμους πόρους και τεχνολογία. Έτσι, «σε περιόδους δημοσιονομικών περιορισμών ή όταν το διεθνές κλίμα ήταν δυσμενές για την εφαρμογή νέας στρατηγικής αντίληψης, η ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων αναγκάσθηκε να τροποποιήσει τα στοιχεία της στρατηγικής της, περιορίζοντας τον αποτρεπτικό προσανατολισμό της, με αποτέλεσμα τα δραματικά αποτελέσματα στην Κύπρο.
Ας επανέλθουμε στην κατανόηση της εθνικής ασφάλειας
Μπορούμε να προσεγγίσουμε την ασφάλεια με ένα πρώτο ορισμό. Ένα κράτος έχει ασφάλεια όταν δεν χρειάζεται να θυσιάσει τα θεμιτά του συμφέροντα για να αποφύγει τον πόλεμο και σε περίπτωση αμφισβήτησης, μπορεί να είναι σε θέση να διατηρήσει το έννομο συμφέρον με αξιόπιστη αποτροπή. Αυτός ο ορισμός θα μπορούσε θεωρηθεί μια μιλιταριστική προσέγγιση για την εθνική ασφάλεια δεδομένου ότι ασκεί την επιλογή του πολέμου. Εδώ το συμπέρασμα είναι, ότι η στρατιωτική δύναμη (σκληρή ισχύς) ενός έθνους πρέπει να παραμένει σε άμεση αναλογία προς τον αριθμό των έννομων συμφερόντων, ώστε να είναι αξιόπιστος η αποτροπή του αντιπάλου. Όσα περισσότερα και μεγαλύτερα είναι τα συμφέροντα που απαιτείται να προστατεύσουμε, τόσο μεγαλύτερη είναι η ανάγκη για αύξηση της στρατιωτικής μας δύναμης. Με αυτή την οπτική ελλοχεύει ο κίνδυνος να πέσουμε στην παγίδα μιας σπειροειδούς αναζήτησης οπλικών συστημάτων με σκοπό να υπερτερούμε του αντιπάλου, διαλύοντας την εθνική οικονομία. Οπότε, θα πρέπει να επανεκτιμήσουμε εκ νέου τη λίστα των εννόμων συμφερόντων για να διαπιστώσουμε αν είμαστε υπερβολικά εκτεταμένοι σε δεσμεύσεις πέρα από τις δυνατότητές μας.
Οι οικονομολόγοι, από τη δική τους ματιά, βλέπουν την εθνική ασφάλεια με οικονομικούς όρους. Ορίζουν ότι ασφάλεια δεν είναι το αμυντικό υλικό, αν και μπορούμε να διαθέτουμε, επίσης ότι ασφάλεια δεν είναι η σκληρή ισχύς, αν και αυτή μπορεί να συμπεριληφθεί. Θεωρούν ως ασφάλεια ότι είναι η ανάπτυξη, και χωρίς ανάπτυξη δεν υπάρχει καμία ασφάλεια. Ένα αναπτυσσόμενο κράτος που δεν αναπτύσσεται στην πραγματικότητα, δεν μπορεί να παραμείνει ασφαλές για το δυσεπίλυτο λόγο, ότι το σύνολο των πολιτών δεν θα μπορεί να επιβιώσει. Αυτή η παρουσίαση είναι ελκυστική για πολλούς καθώς η ανάπτυξη είναι η βάση για την οικονομική ασφάλεια που είναι πιο σημαντική από τη στρατιωτική ασφάλεια. Είναι λογικό να συμπεράνουμε ότι απειλείται ένα αναπτυσσόμενο κράτος που δεν αναπτύσσεται στην πραγματικότητα, η δε απειλή προέρχεται περισσότερο από το εσωτερικό παρά από το δυνητικό εξωτερικό εχθρό. Το διακρίνουμε ξεκάθαρα στο πλαίσιο της σύγχρονης Ελλάδας, όπου οι πολίτες θέλουν να εξυπηρετούνται καλύτερα από τις υπηρεσίες υγείας, εκπαίδευσης και τις προοπτικές απασχόλησης.
Μια άλλη άποψη περί εθνικής ασφάλειας, προβλέπει, ότι το πραγματικό επίπεδο της ασφάλειας του κράτους είναι η ικανότητά του να αποφασίσει, με δική του πρωτοβουλία, κατά πόσον αυτό θα πρέπει να εμπλακεί σε μια σύγκρουση. Επομένως, προκύπτει ότι ένα κράτος θα πρέπει να ορίσει τα συμφέροντά του σε επίπεδο μέχρι το οποίο μπορεί με ανεξάρτητη απόφαση να χρησιμοποιήσει βία για την προστασία τους. Στο πλαίσιο αυτό, κάθε έθνος επιχειρεί να είναι όσο το δυνατόν πιο κυρίαρχο και αυτάρκες, όμως είναι μια οφθαλμαπάτη που ακόμη και οι υπερδυνάμεις έχουν απογοητευθεί με το να τη κυνηγούν.
Συμπεράσματα
Σαφώς το ζητούμενο για ένα κράτος είναι η ανάπτυξη, αλλά θα ήταν λάθος να συμπεράνουμε ότι οι στρατιωτικές δαπάνες είναι μια σπάταλη. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για λάθος συμπέρασμα ότι η ασφάλεια είναι ευθέως ανάλογη προς τη στρατιωτική δύναμη. Αφού είναι ηλίου φαεινότερο ότι δεν μπορεί να υπάρξει οικονομική ανάπτυξη με πλήρη αποκλεισμό της αντίστοιχης στρατιωτικής ανάπτυξης, ιδιαίτερα όπου υπάρχουν απειλές για το έννομο συμφέρον.
Εφόσον πραγματοποιήσουμε μια ειλικρινή ανάλυση της κατάστασής μας, μπορούμε να βρούμε την απάντηση στο ερώτημα που θέσαμε. Εκτιμώ στην καλύτερη περίπτωση είναι μια καταφατική απάντηση στην αμυντική θωράκιση της πατρίδας μας υπό όρους.
Προκειμένου να επιτευχθεί μεγαλύτερη εθνική ασφάλεια με συνεκτικό τρόπο, θα πρέπει να συνεξετασθούν οι οικονομικές και οι στρατιωτικές απαιτήσεις. Ξεκινώντας από την οικονομική ασφάλεια με αντίστοιχη στρατιωτική ασφάλεια, οδηγούμαστε στη σφυρηλάτηση της αμυντικής ικανότητας μας για την υπεράσπιση της εθνικής ασφάλειας.
Ο σχεδιασμός δυνάμεων περιλαμβάνει την αξιολόγηση των απειλών για τα εθνικά συμφέροντα, την σύσταση των στρατιωτικών απαιτήσεων λαμβάνοντας υπόψη τους δεδομένους περιορισμούς στα μέσα, και τελικά την αξιολόγηση του κινδύνου αποτυχίας.
Οι στρατιωτικοί σχεδιαστές και οι αρμόδιοι παράγοντες του συστήματος Εθνικής Άμυνας για το σχεδιασμό δυνάμεων βρίσκονται εμπλεκόμενοι στην επαναληπτική διαδικασία ροής σε μια προσπάθεια ελαχιστοποίησης των κακών συνδυασμών είτε με την τροποποίηση των σκοπών, είτε με τη διόρθωση των τρόπων, είτε με την αλλαγή των μέσων ώστε να μεγιστοποιήσουν τη δυνατότητα να προστατεύσουν ακόμη και να προαγάγουν τους εθνικούς στόχους. Και επειδή η στρατηγική είναι το προϊόν του διαλόγου μεταξύ της πολιτικής και της εθνικής ισχύος στο πλαίσιο του γενικότερου διεθνούς περιβάλλοντος ασφαλείας, καλόν είναι οι γνώστες και υπεύθυνοι των αμυντικών θεμάτων να σκεφτόμαστε πριν να ομιλήσουμε. "Μη προτρεχέτω η γλώττα της διανοίας"
* O κ. Δημήτρης Τσαϊλάς είναι Υπονάυαρχος ε.α. ΠΝ.