Του Δρ. Βασίλειου Αρσονιάδη*
Τον τελευταίο καιρό αναπαράγεται συχνά στο πλαίσιο αναλύσεων, το ερώτημα της επόμενης ημέρας των προεδρικών εκλογών στην Τουρκία. Συχνά εκφράζεται η «αγωνία» μιας πιθανής (σ.σ. πολύ πιθανής) νίκης του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, της διεξαγωγής ή μη ενός 2ου γύρου προεδρικών εκλογών ή του ποιος υποψήφιος θα ήταν αυτός που θα μπορούσε να αμφισβητήσει την πρωτοκαθεδρία του Ερντογάν. Όλα τα παραπάνω με τρόπο που δίνει την εντύπωση ότι συμμετέχουμε και εμείς σε αυτές τις εκλογές. Αυτό όμως που συχνά μας διαφεύγει σε όλες τις παραπάνω προσεγγίσεις είναι η απάντηση στο ερώτημα «ε και λοιπόν;» (sowhat?).
Και βέβαια θα πρέπει να μας ενδιαφέρει η εσωτερική πολιτική του νικητή των εκλογών στην Τουρκία καθώς παρά την «εκμηδενισμένη» ελληνική μειονότητα αυτή συνεχίζει να υπάρχει, και επομένως οι επιλογές του στην εσωτερική πολιτική της γείτονα χώρας έχουν - θα υποστηρίζαμε- άμεσες συνέπειες επί των ελληνικών εθνικών συμφερόντων. Θα πρέπει επίσης να μας ενδιαφέρει η πολιτική του νικητή των εκλογών απέναντι στον κουρδικό πληθυσμό, καθώς αυτή θα έχει επιδράσεις ευρύτερες της Τουρκίας όπως π.χ. στο Ιράκ και την Συρία και κατ' επέκταση έμμεσες συνέπειες επί των ελληνικών συμφερόντων. Θα έπρεπε ακόμη να μας ενδιαφέρει η πολιτική των υποψηφίων έναντι των προσφύγων στη ΝΑ Τουρκία καθώς αυτή θα έχει άμεσες συνέπειες επί της προσφυγικής- μεταναστευτικής κρίσης στην Ελλάδα. Σίγουρα όμως και πάνω από όλα θα πρέπει να μας ενδιαφέρει η πιθανή εξωτερική πολιτική του νικητή των εκλογών και ιδιαίτερα απέναντι σε εμάς.
Οι στόχοι της εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας (όχι περιοριστικά του Ερντογάν), έναντι της Ελλάδος είναι πλέον (ή θα έπρεπε να είναι) γνωστοί. Περιγράφονται με σαφήνεια στο βιβλίο «Το Στρατηγικό Βάθος, η Διεθνής Θέση της Τουρκίας», του μέχρι πρότινος πρωθυπουργού της Τουρκίας, Αχμέτ Νταβούτογλου, χαρακτηρίζονται δε από συνέχεια και συνέπεια και συνοψίζονται στα εξής: Αποτροπή μιας «Χριστιανικής Συμμαχίας» με κορμό την Ελλάδα απέναντι στην Τουρκία, στον έλεγχο της αρτηρίας Μπίχατς - Κόσοβο - Δ. & Α. Θράκη, τη διεύρυνση της τουρκικής παρουσίας στο Αιγαίο, την αμφισβήτηση του καθεστώτος των νησίδων και βραχονησίδων στο Αιγαίο, στην ανυποχώρητη στάση της επί των διεκδικήσεων στο Αιγαίο και την Κύπρο, την διεύρυνση του Τουρκικού ζωτικού χώρου στο Αιγαίου και τη ΝΑ Μεσόγειο και τέλος την προστασία της μουσουλμανικής μειονότητας στην Ελλάδα.
Τα τελευταία χρόνια και ιδιαίτερα μετά τη διαφοροποίηση της κατανομής ισχύος στο εσωτερικό της Τουρκίας υπέρ του κυβερνώντος κόμματος του ΑΚΡ και του προέδρου Ερντογάν η υλοποίηση των προαναφερθέντων στόχων της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής επιδιώχθηκε με την προσέγγιση Αιγύπτου (επί κυβερνήσεως Μοχάμεντ Μόρσι) και Λιβύης για την απομόνωση της Ελλάδος και της Κύπρου, την προσέγγιση της Αλβανίας για την ανατροπή της Ελληνο – αλβανικής «συμφωνίας» επί του καθορισμού των θαλασσίων ζωνών - ΑΟΖ αλλά και της πΓΔΜ, Σερβίας και Βουλγαρίας με στόχο την εν γένη περιθωριοποίηση της ελληνικής επιρροής στα Βαλκάνια. Ειδικότερα σε ότι αφορά το Αιγαίο και τη ΝΑ Μεσόγειο η Τουρκία του Ερντογάν ακολούθησε μια πολιτική ανυποχώρητης στάσης στα υπάρχοντα ζητήματα όπως υφαλοκρηπίδα, αποστρατικοποίηση νησιών, FIR, «Ίμια- γκρίζες ζώνες» και περαιτέρω διεύρυνση των διεκδικήσεων στο Αιγαίο όπως δικαίωμα SAR και διεύρυνση των «γκρίζων ζωνών».
Με μια αρχική ανάλυση των θέσεων επί της εξωτερικής πολιτικής όπως αυτές έχουν κατά καιρούς εκφραστεί από τα κόμματα της αντιπολίτευσης αλλά και από τους ίδιους του προεδρικούς υποψηφίους μας οδηγεί στο κατ' αρχήν στο συμπέρασμα ότι δυστυχώς θα πρέπει να βλέπουμε «θετικά» για τα εθνικά μας συμφέροντα μια νίκη του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν!!!. Και αυτό διότι οι αντίπαλοι του Ερντογάν, ειδικά σε ότι αφορά την πολιτική της Τουρκίας έναντι της Ελλάδας, όχι μόνο δεν αντιτίθεντο στην πολιτική αυτή, αντίθετα την υπερθεματίζουν σε υπέρτερο βαθμό. Έτσι έχουμε τον πρόεδρο του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης (Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα-CHP), Κιλιτσντάρογλου να κατηγορεί την κυβέρνηση και τον ίδιο τον Ερντογάν για υποχωρητικότητα έναντι της Ελλάδος με τον ίδιο να δηλώνει έτοιμος να διεκδικήσει και τα 18 νησιά/ νησίδες που έχει «καταλάβει» η χώρα μας (sic).
Από την άλλη πλευρά η διαφαινόμενη ως επικρατέστερη «σφετερίστρια» του προεδρικού θώκου Μεράλ Ακσενέρ του νεοσύστατου κόμματος liy (Καλό Κόμμα), δηλώνει πως η Τουρκία πρέπει να κάνει ότι απαιτείται για να αντιμετωπίσει την ελληνική «εισβολή» στα νησιά που ως γνωστόν ανήκουν στην Τουρκία (sic)!. Στο ίδιο μήκος κύματος εξέχων στέλεχος του νεοσύστατου κόμματος liy και πρώην διπλωμάτης δηλώνει ότι δεν θα πρέπει επιπλέον η Τουρκία να ξεχνά και θέμα των 5 νησιών/νησίδων περιφερειακά της Κρήτης και συγκεκριμένα των Διά, Διονυσιάδες, Κουφονήσι, Γαύδος και Γαιδουρονήσι, επαναφέροντας έτσι στο προσκήνιο παλαιότερη προσπάθεια της Τουρκίας στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ, να αμφισβητήσει το καθεστώς της Γαύδου.
Απαντώντας λοιπόν στο αρχικό μας ερώτημα (ε και λοιπόν;), εκτιμάται ότι δεν θα πρέπει να αναμένεται κάποια αλλαγή επί της ουσίας στην τουρκική εξωτερική πολιτική έναντι της Ελλάδος. Τουλάχιστον όχι προς το καλύτερο… Οι στόχοι της εξωτερικής πολιτικής της δεν έχουν διαφοροποιηθεί, όπως δεν έχει διαφοροποιηθεί ούτε και το διεθνές περιβάλλον, τουλάχιστον όχι σε σημείο που να τροποποιεί τις ισορροπίες ισχύος στην περιοχή και να εξαναγκάσει την Τουρκία να αλλάξει τους στόχους της εξωτερικής της πολιτικής. Αυτό που εκτιμάται ότι θα τροποποιηθεί είναι ο τρόπος και τα μέσα που θα επιλέξει ο νικητής των εκλογών να χρησιμοποιήσει για την υλοποίηση των προαναφερθέντων στόχων της. Μπορεί να δούμε π.χ μια διαφοροποίηση στον συνδυασμό της μορφής της σκληρής (στρατιωτική) και ήπιας ισχύος (διπλωματία) σε σημείο που να μιλάμε πλέον για έναν υβριδικό «πόλεμο» χαμηλής και συνεχόμενης έντασης ο οποίος θα περιλαμβάνει, κυβερνο-επιχειρήσεις, πληροφορικές και ψυχολογικές επιχειρήσεις, διπλωματικές προσεγγίσεις και οικονομικές δράσεις συνδυαζόμενα με τρόπο που να δίνει στην Τουρκίας την «δυνατότητας εύλογης άρνησης» (plausible deniability) για την αποποίηση των ευθυνών της σε διεθνές επίπεδο σε περίπτωση «ατυχήματος». Σε κάθε περίπτωση η πολιτική των διεκδικήσεων σε βάρος της Ελλάδος στο Αιγαίο και της Κύπρου στη ΝΑ Μεσόγειο θα πρέπει να θεωρείται βέβαιο ότι θα συνεχιστεί και πάρα πολύ πιθανόν να ενταθεί μέσο- μακροπρόθεσμα. Δεν αποκλείεται βραχυπρόθεσμα να παρατηρηθεί μια ύφεση ανεξάρτητα του ποιος θα είναι ο νικητής των εκλογών καθώς σε περίπτωση που αυτός είναι ο Ερντογάν, έχει άλλα πιο επείγοντα θέματα να αντιμετωπίσει όπως ο οικονομικός εκτροχιασμός της Τουρκίας.Ενώ σε περίπτωση νίκης οποιοδήποτε άλλου υποψηφίου θα απαιτηθεί χρόνος για διασφαλίσει/ σταθεροποιήσει την εξουσία του σε μια Τουρκία στην οποία μετά από 16 χρόνια διακυβέρνησης ΑΚΡ ο κρατικός μηχανισμός ελέγχεται από το ΑΚΡ.
Σε ένα τέτοιο περιβάλλον η Ελλάδα δεν πρέπει να εφησυχαστεί ενώ θα πρέπει να σταματήσει την πολιτική της «δράσης – αντίδρασης» έναντι της Τουρκίας. Θα πρέπει να σταματήσει να δρα «πυροσβεστικά» προσπαθώντας να περιορίσει τις αρνητικές για τα εθνικά μας συμφέροντα συνέπειες της τουρκικής πολιτικής διότι αναλώνει με τον τρόπο αυτό τα στοιχεία ισχύος της χώρας όχι για να πετύχει τους στόχους της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής άλλα για να μην πετύχει η Τουρκία τους δικούς της. Η Ελλάδα έχει εδώ και χρόνια επιλέξει μια πολιτική «αποτροπής» έναντι της Τουρκίας. Στο διαφαινόμενο περιβάλλον επιβάλλεται η αποτρεπτική αυτή πολιτική να έχει ξεκάθαρους και σαφώς καθορισμένους στόχους που να περιγράφονται με ξεκάθαρες και περιεκτικές δηλώσεις σχετικά με τα πολιτικο-στρατιωτικά αποτελέσματα που θέλουμε να επιτύχουμε με ποια στοιχεία ισχύος (πώς), πού και σε ποια χρονοδιάγραμμα. Η επιτυχία της αποτρεπτικής αυτής πολιτικής εξαρτάται από την πολιτική βούληση και τη συνοχή, την αναγνωρίσιμη στρατιωτική ικανότητα της χώρας μας και την αποτελεσματική επικοινωνία των παραπάνω.
* Ο Δρ. Βασίλειος Αρσονιάδης είναι απόστρατος Συνταγματάρχης Τεθωρακισμένων. Σπούδασε στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων, έχει μεταπτυχιακό στην πολιτική επιστήμη στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο με άριστα και είναι διδάκτορας του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου της Θράκης. Υπήρξε επικεφαλής ομάδας επιχειρησιακής σχεδίασης του Συμμαχικού Στρατηγείου Ταχείας Αντιδράσεως του ΝΑΤΟ και μέντορας σε θέματα επιχειρησιακής σχεδίασης στην Ακαδημία Άμυνας (DefenceAcademy) του Ηνωμένου Βασιλείου. Από τον Σεπτέμβριο του 2017 είναι επικεφαλής αναλυτής πληροφοριών του Διακλαδικού Συμμαχικού Στρατηγείου της Δομής Διοίκησης του ΝΑΤΟ στη Νάπολη της Ιταλίας.
Είναι συγγραφέας του βιβλίου με τίτλο “Υψηλή Στρατηγική της Τουρκίας και η Σχέση της με τη Θεωρία του «Στρατηγικού Βάθους». Η Περίπτωση των Βαλκανίων και της Μέσης Ανατολής (2002 - 2016)” από τις εκδόσεις Μ. Σιδέρης (Αθήνα 2018).
AP Photo/Emrah Gurel