Tου Μιχάλη Μαθιουλάκη*
Οι συνεχείς προκλητικές δράσεις της Τουρκίας τον τελευταίο καιρό στην Κύπρο, το Αιγαίο και τον Έβρο, μαζί με την αντίστοιχα προκλητική φρασεολογία τούρκων αξιωματούχων και του ίδιου του τούρκου προέδρου δημιουργούν εύλογες ανησυχίες στην Ελλάδα και την Κύπρο. Καθώς φουντώνουν οι απόψεις για το ποια είναι η ισχύς και οι επιδιώξεις της Τουρκίας, παρατηρείται ένα μπέρδεμα στη προσπάθεια να αντιληφθούμε τι πραγματικά έχουμε να αντιμετωπίσουμε.
Για να κατανοήσουμε ποια είναι η Τουρκία, μπορούμε να αναζητήσουμε βοήθεια από την αναλυτική προσέγγιση του Kenneth Waltz, ενός από τους σύγχρονους πατέρες του πολιτικού ρεαλισμού. Προσπαθώντας να εντοπίσει τα αίτια του πολέμου, ο Waltz τα κατηγοριοποίησε σε τρία επίπεδα στα οποία μεθοδολογικά εστιάζει την ανάλυση του: Τον άνθρωπο, το κράτος και το σύστημα. Αν δανειστούμε αυτόν τον τρόπο σκέψης στην ανάλυση μας για την Τουρκία, μπορούμε ίσως να δούμε τους γείτονες μας με μια πιο καθαρή ματιά, αυτή του πολιτικού ρεαλισμού.
Στο πρώτο επίπεδο οφείλουμε να κοιτάξουμε τον άνθρωπο που ηγείται του κράτους.
Αυτό που πρέπει λοιπόν να απαντήσουμε όσον αφορά τον Τούρκο ηγέτη είναι το ποια είναι τα πραγματικά κίνητρα που προσδιορίζουν τις κινήσεις του. Είναι η εθνική του συνείδηση για μεγιστοποίηση της ισχύος της χώρας του, είναι οι προσωπικές φιλοδοξίες του για εξουσία και υστεροφημία ή είναι οι θρησκευτικές του πεποιθήσεις και η διάθεση του για διάδοση του ισλάμ σε παγκόσμιο επίπεδο;
Προφανώς και τα τρία αυτά στοιχεία ισχύουν έως ένα βαθμό. Κυρίαρχο ρόλο νομίζω όμως ότι έχει το τελευταίο. Η προώθηση του Ισλάμ κατατάσσεται στα αρνητικά στοιχεία του συγκεκριμένου ηγέτη τα οποία μειώνουν την συνολική ισχύ της Τουρκίας. Οι εμπειρίες από το Ιράν, την Αλ Κάιντα και το λεγόμενο Ισλαμικό Κράτος έχουν δημιουργήσει ένα ισχυρό μπλοκ στον υπόλοιπο κόσμο εναντίον οποιουδήποτε προωθεί την παγκόσμια επικράτηση του Ισλάμ. Υπό αυτή την έννοια η Τουρκία έχει απώλεια ισχύος όσο ο Erdogan είναι στην εξουσία.
Στο δεύτερο επίπεδο οφείλουμε να κοιτάξουμε την εσωτερική δομή του κράτους.
Σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο η Τουρκία είναι μια χώρα διχασμένη και με ισχυρές αντιθέσεις. Στις εκλογές του 2017, η οριακή νίκη του Erdogan με 51% ανέδειξε αυτό τον διχασμό μεταξύ των πληθυσμών στις μεγαλουπόλεις και τα δυτικά παράλια με αυτούς το εσωτερικό της χώρας. Η δε ισχυρή κουρδική μειονότητα που φτάνει το 17% του συνολικού πληθυσμού αποτελεί ακόμα ένα παράγοντα διχασμού και αποδυνάμωσης στη δομική συνοχή της Τουρκίας.
Σε θεσμικό επίπεδο η χώρα παρουσιάζει επίσης μεγάλες δυσλειτουργίες. Μετά την απόπειρα πραξικοπήματος του 2016 είδαμε την Τουρκία να διολισθαίνει περαιτέρω με μαζικές διώξεις και φυλακίσεις χιλιάδων πολιτών, έλεγχο στην ενημέρωση και παρέμβαση στην ανεξαρτησία θεσμικών οργάνων του κράτους.
Σε οικονομικό επίπεδο η Τουρκία έχει κάνει άλματα από το 2003 με το ΑΕΠ να εκτοξεύεται από τα 240 στα 840 δις δολάρια. Η οικονομική ανάπτυξη αποτελεί βεβαίως ισχυρότατο παράγοντα ισχύος για τη χώρα. Πρέπει όμως να επισημάνουμε ότι η Τουρκία έχει πολλά δομικά προβλήματα στην διάρθρωση της οικονομίας της τα οποία υπονομεύουν το μέλλον και την συνοχή της. Η λίρα υποτιμήθηκε 25% έναντι του ευρώ στο τελευταίο δωδεκάμηνο, ο πληθωρισμός είναι στο 12% και το εμπορικό έλλειμμα εκτινάχθηκε στα 9 δις δολάρια τον Ιανουάριο του 2018 από 4,3 δις τον ίδιο μήνα του 2017.
Ο συνολικός δανεισμός των τουρκικών εταιριών σε ξένο νόμισμα έφτασε στα επίπεδα ρεκόρ των 326 δισ. δολαρίων και το βασικό επιτόκιο παρέμβασης της Κεντρικής τράπεζας της Τουρκίας είναι στο δυσθεώρητο 12,75%. Όλα αυτά σε ένα διεθνές περιβάλλον αύξησης των επιτοκίων και αναμενόμενου διεθνούς εμπορικού πολέμου καθιστούν ιδιαιτέρως ευάλωτη την τουρκική οικονομία. Η πρόσφατη υποβάθμιση της Τουρκικής οικονομίας από τον οίκο αξιολόγησης Moody's ανέδειξε αυτές ακριβώς τις αδυναμίες. Στο δεύτερο επίπεδο ανάλυσης λοιπόν, βλέπουμε ότι η Τουρκία αντλεί ισχύ από την οικονομική της δύναμη αλλά σε επίπεδο δομών -κοινωνικών, πολιτικών, θεσμικών και οικονομικών- παρουσιάζει συνεχή απώλεια ισχύος.
Στο τρίτο επίπεδο κοιτάμε τη δομή του διεθνούς συστήματος.
Σύμφωνα με τονWaltz το διεθνές σύστημα είναι άναρχο και ανταγωνιστικό. Καθώς λοιπόν δεν υπάρχει «αρχή» που να εξαναγκάζει τα κράτη να εφαρμόζουν κοινώς αποδεκτούς κανόνες συμπεριφοράς, το καθένα επιδιώκει με την δική του ισχύ να επιβάλει τη θέληση του στους άλλους. Η συνολική θέση της Τουρκίας στο διεθνές σύστημα συνδέεται άρρηκτα με τους λεγόμενους αντικειμενικούς συντελεστές ισχύος της - γεωγραφία, πληθυσμός, πηγές πλούτου - που προσδιορίζουν και τη θέση της στο υποσύστημα της Μέσης Ανατολής & Ανατολικής Μεσογείου. Ογδόντα εκατομμύρια μουσουλμάνων με σύνορα με την ΕΕ, τη Ρωσία, το Ιράν, το Ιράκ και τη Συρία και με πρόσβαση στη Μαύρη Θάλασσα και τη Μεσόγειο είναι -και πάντα θα είναι- πηγή ισχύος για τη χώρα.
Η ισχύς που πηγάζει για την Τουρκία από τη θέση της στο διεθνές σύστημα αποτελεί και το μεγαλύτερο και σταθερότερο κομμάτι της συνολικής ισχύος της χώρας. Ασχέτως με το αν η Τουρκία έχει Κεμαλιστές ή Ισλαμιστές στην εξουσία, αν ο Erdogan είναι ορθολογιστής ή παράφρονας, αν η χώρα έχει δικτατορία ή δημοκρατία, αν πηγαίνει καλά ή όχι η οικονομία της και το αν έχει ή όχι προβλήματα με τους Κούρδους ή με την ΕΕ, η Τουρκία παράγει -και θα συνεχίζει να παράγει- σημαντική ισχύ λόγω της θέσης της στο διεθνές σύστημα.
Η θέση της Ελλάδας έναντι της Τουρκίας σχετίζεται άμεσα με την παραπάνω διαπίστωση.
Και τα τρία επίπεδα ανάλυσης είναι σημαντικά και παίζουν τον ρόλο τους στη διαμόρφωση της ισχύος και συνεπώς της συμπεριφοράς της Τουρκίας απέναντι στην Ελλάδα. Ενώ όμως τα χαρακτηριστικά του ηγέτη και οι δομές του κράτους αλλάζουν, βλέπουμε ότι η θέση στο διεθνές σύστημα παράγει σταθερά ισχύ για την Τουρκία. Πάνω σε αυτό το δεδομένο οφείλει η Ελλάδα να δομήσει τον κορμό της στρατηγικής της έναντι της Τουρκίας. Και αφού αυτό το χαρακτηριστικό της τουρκικής ισχύος είναι σταθερό στο χρόνο, αντίστοιχα σταθερή οφείλει να είναι και η στρατηγική αντιμετώπισης του.
Το τρίτο επίπεδο ανάλυσης είναι λοιπόν αυτό που θέτει τις βάσεις μιας μακροχρόνιας, εστιασμένης και αταλάντευτης στόχευσης για την Ελληνική στρατηγική. Οι αλλαγές στο πρώτο και το δεύτερο επίπεδο ανάλυσης μπορούν να προσδιορίζουν τις εκάστοτε προσαρμογές που απαιτούνται από τις ελληνικές κυβερνήσεις, αλλά πρώτα απ' όλα οφείλουμε να χτίσουμε τη στρατηγική μας με βάση τα δεδομένα που προκύπτουν από τη δομή του διεθνούς συστήματος.Ο μόνος τρόπος για να περιορίσει η Ελλάδα τη συστημική ισχύ της Τουρκίας είναι να διεκδικήσει για τον εαυτό της ένα μέρος του ρόλου που έχει η Τουρκία στη δομή του συστήματος.
Μια οικονομία δέκα εκατομμυρίων πολιτών της ΕΕ στο σημείο συνάντησης Ευρώπης-Ασίας, με έλεγχο και επιρροή σε σημαντικές ροές ενεργειακών πόρων, με μια εύρωστη οικονομία που επηρεάζει τα Βαλκάνια, με ισχυρή ναυτιλία, με πρόσβαση στη Μεσόγειο, με ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις και διαχρονικά σταθερή, ρεαλιστική εξωτερική πολιτική, θα μπορούσε να πάρει το μερίδιο ισχύος που της ανήκει από τη θέση της στο διεθνές σύστημα. Βεβαίως από όλα τα παραπάνω, ελάχιστα ισχύουν αυτή τη στιγμή για την Ελλάδα. Οι προϋποθέσεις όμως υπάρχουν. Η βούληση χρειάζεται.
*Ο Μιχάλης Μαθιουλάκης είναι αναλυτής Ενεργειακής Στρατηγικής και Ακαδημαϊκός Διευθυντής του Greek Energy Forum. Μετέχει στην επιστημονική ομάδα της Έδρας «Θουκυδίδης» του Πανεπιστημίου Μακεδονίας υπεύθυνος για τα ενεργειακά θέματα της ΜΕΝΑ και Ανατολικής Μεσογείου. Είναι πτυχιούχος Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας, Πτυχιούχος Διεθνών & Ευρωπαϊκών Σπουδών, κάτοχος Μεταπτυχιακού Διπλώματος στη Στρατηγική Ανάλυση και Υποψήφιος Διδάκτορας Ενεργειακής Στρατηγικής από το ίδιο πανεπιστήμιο.