Πρώτη δημοσίευση Δευτέρα 30 Νοεμβρίου 2015
Του Πάνου Μητρονίκα
Η κατάρριψη του ρωσικού αεροσκάφους από την Τουρκία έδωσε την αφορμή για μια μεγάλη σειρά γεωπολιτικών αναλύσεων σχετικών με τα συμφέροντα και τους στόχους που οδήγησαν την Τουρκία σε αυτήν την κίνηση. Η συντριπτική πλειονότητα των αναλύσεων επικεντρώνεται στη σχέση της Τουρκίας με τους Κούρδους, την ανάγκη αποφυγής της σύνδεσης των κουρδικών καντονιών και στην πρόθεση της Τουρκίας να προβάλει τη θέση της σαν περιφερειακή υπερδύναμη που καθορίζει τους όρους στην περιοχή της.
Θα ήθελα πολύ να συμφωνήσω με αυτές τις προσεγγίσεις, και θα συμφωνούσα, αν όλα είχαν ξεκινήσει χθες. Η ιστορία όμως των τελευταίων δύο ετών δεν με αφήνει.
Η τρελή στάση της Τουρκίας…
Αν ο στόχος της Τουρκίας ήταν η αποδυνάμωση των Κούρδων και η ανάδειξη της σε κυρίαρχο παράγοντα σταθερότητας στην περιοχή, τότε θα μπορούσε, χωρίς κανένα ρίσκο ή κόστος, να έχει κάνει εδώ και δύο χρόνια τα παρακάτω:
α) Να ταχθεί ανεπιφύλακτα με τις δυνάμεις κατά του Ισλαμικού Κράτους παρέχοντας στους δυτικούς συμμάχους και τις ΗΠΑ κάθε διευκόλυνση στον αγώνα που διεξάγουν (βάσεις, αεροπορικές δυνάμεις, κ.λ.π.)
β) Να μη διαταράξει την ήδη αρκετά σταθερή ειρήνη που είχε με τους Κούρδους και εντός αλλά και στο βόρειο Ιράκ.
γ) Να σφραγίσει τα σύνορά της με τη Συρία και το Ισλαμικό Κράτος.
Αν η Τουρκία είχε ακολουθήσει αυτήν την τακτική, τότε θα ήταν από τη μια το αγαπημένο παιδί της δύσης και ένας αξιόπιστος σύμμαχος και από την άλλη οι Κούρδοι δεν θα έπαιζαν κανένα ρόλο στην όλη κατάσταση. Παράλληλα, θα μπορούσε να απαιτήσει (και να λάβει) σειρά διευκολύνσεων, καθώς και οικονομικά οφέλη για τον ρόλο της. Δεν θα υπήρχε και ρωσική ανάμιξη πιθανότατα.
Η Τουρκία όμως δεν έκανε τίποτε από τα παραπάνω. Αντιθέτως επέλεξε να μην πάρει ξεκάθαρη θέση ενάντια στο Ισλαμικό Κράτος, να διαταράξει την ειρήνη που είχε με τους Κούρδους εντός και εκτός των συνόρων της, να εμποδίσει κάθε συμμαχική προσπάθεια και να σφραγίσει τα σύνορα της μόνο για τους Κούρδους κατά τη δραματική πολιορκία του Κομπάνι. Τέλος, επέλεξε να ακολουθήσει μια δική της πολιτική σχετικά με το τι πρέπει να γίνει στη Συρία, απαιτώντας ανατροπή του Άσαντ και δημιουργία μιας ζώνης στα σύνορα της με τη Συρία. Αμφότεροι, στόχοι μερικώς, αν όχι ολικώς, ακατανόητοι, ως προς το σε τι ωφελούν την ίδια ή την καταπολέμηση του Ισλαμικού Κράτους και τη σταθερότητα στη Συρία.
Αμφότεροι στόχοι όμως (όπως και η όλη στάση της) πολύ βολικοί για το ίδιο το Ισλαμικό Κράτος, την εδραίωση του, και την επιβίωση του στην περιοχή.
Με δεδομένα τα παραπάνω, θα πρέπει να δεχθούμε ότι είτε η τουρκική εξωτερική πολιτική είναι Γ.Τ.Π.Κ. (τεχνικός όρος που αφορά το ανδρικό μόριο και το ευγενές άθλημα της ιππασίας), είτε ότι η τουρκική πολιτική ηγεσία έχει τρελαθεί τελείως. Δεν νομίζω όμως ότι συμβαίνει κάτι τέτοιο.
Από τη Γεωπολιτική στη Θεό-«πολιτική»
Παλαιότερα λέγαμε ότι «εκεί που ξεκινάει ο στρατός, σταματάει η λογική». Αναλόγως λοιπόν, εκεί που ξεκινάει η θρησκευτική πίστη, σταματάει και η γεωπολιτική… Σε αυτό το σημείο αρχίζει η Θεό-«πολιτική» της κυβέρνησης Ερντογάν και όλα αυτά τα «παράλογα» που βλέπουμε σήμερα.
Αν αρχίσουμε να εξετάζουμε τη στάση της Τουρκίας, όχι με εθνικά-πολιτικά κριτήρια, αλλά με βάση την πίστη της ηγεσίας της στο Ισλάμ, τότε αναδύεται μια τελείως διαφορετική εικόνα.
Από την αρχή της ανάληψης της ηγεσίας της Τουρκίας από τον Ερντογάν, ήταν γνωστή η προσήλωσή του στο Ισλάμ. Πριν ακόμα γίνει πρωθυπουργός, είχε φυλακιστεί το 1998 για ισλαμική προπαγάνδα και απόπειρα κατάλυσης της κοσμικότητας, μετά από την απαγγελία ενός ποιήματος στο οποίο πρόσθεσε ο ίδιος στοίχους περί κατάκτησης του κόσμου από το Ισλάμ («τα τζαμιά θα είναι τα στρατόπεδα μας, οι τρούλοι τα κράνη μας, οι μιναρέδες οι λόγχες μας..»).
Για να επιτύχει το δίδυμο Ερντογάν - Νταβούτογλου, έπρεπε αρχικά να κρατήσει τις ισορροπίες στη μέχρι τότε κοσμική Τουρκία (είχαν και το παράδειγμα της ανατροπής Ερμπακάν). Γι' αυτόν τον λόγο, εμφάνισαν δύο πολύ ιδιαίτερα δόγματα για το εσωτερικό και το εξωτερικό της χώρας.
Μηδενικά προβλήματα και Νέο-Οθωμανισμός…
Στο εξωτερικό είχαμε το δόγμα των «μηδενικών προβλημάτων», που είχε σαν στόχο να δείξει ένα καλό κοσμικό πρόσωπο προς τα έξω. Το δόγμα αυτό, με το που σταθεροποιήθηκε το δίδυμο στην εξουσία, έγινε το γνωστό δόγμα «προβλημάτων παντού» που βλέπουμε τα τελευταία χρόνια.
Στο εσωτερικό είχαμε το δόγμα του «Νέο-Οθωμανισμού», που είχε τον διπλό στόχο, του να επαναφέρει τον ισλαμικό χαρακτήρα της χώρας, όμως κάτω από τον «εθνικιστικό» Οθωμανικό μανδύα της «Αυτοκρατορίας», έτσι ώστε να κρατήσει τις ισορροπίες ανάμεσα στον Ισλαμικά φιλικό πληθυσμό και τον κοσμικά φιλικό πληθυσμό της χώρας.
Βάσει αυτού του δόγματος, η Τουρκία άρχισε σταδιακά να επιστρέφει στον ισλαμικό κόσμο, κρατώντας παράλληλα ήσυχο τον στρατό και το κεμαλικό κατεστημένο μέσω της προβολής της χώρας ως οικονομικής και στρατιωτικής ηγετικής δύναμης, σε τοπικό και διεθνές επίπεδο. Ό,τι καλύτερο για τους Τούρκους εθνικιστές.
Όπως όμως το δόγμα των «μηδενικών προβλημάτων» είχε ημερομηνία λήξης, έτσι και ο «Νέο-Οθωμανισμός» ήταν κι αυτός ένα «όχημα» για τη μετάβαση προς το Ισλάμ, που θα έληγε όταν θα είχε εξυπηρετήσει τον σκοπό του. Κάτι όμως φαίνεται να άλλαξε τα δύο τελευταία χρόνια και επίσπευσε τις εξελίξεις.
Ο αρχικός στόχος του Ερντογάν, πιθανότατα, ήταν η συνέχιση του δόγματος του «Νέο-Οθωμανισμού» μέχρι τη στιγμή που θα απολάμβανε ο ίδιος την απόλυτη εξουσία και η Τουρκία θα ήταν πολύ πιο έτοιμη τεχνολογικά και στρατιωτικά για να αλλάξει φάση. Το πρώτο το έχει σχεδόν καταφέρει, αλλά για το δεύτερο πιθανότατα ο ορίζοντας ήταν μέχρι το 2023 και τα 100 χρόνια της Τουρκίας. Το πλάνο αυτό όμως φαίνεται να το ανατρέπουν οι εξελίξεις, και κυρίως το Χαλιφάτο, που τον οδηγούν στο να πάρει θέση νωρίτερα.
Το «χαλιφάτο»… μέγα δίλημμα του Ερντογάν
Είναι καλό να επισημάνουμε εδώ ότι η ανακήρυξη του Ισλαμικού Κράτους σε Χαλιφάτο το καλοκαίρι του 2014 είναι ένα γεγονός κοσμογονικής σημασίας για τον ισλαμικό κόσμο και τους απανταχού πιστούς μουσουλμάνους. Και αυτό γιατί για τον ισλαμικό κόσμο τα πραγματικά Χαλιφάτα χάθηκαν πριν από 1.000 σχεδόν χρόνια, καθώς η Οθωμανική Αυτοκρατορία δεν θεωρείται κανονικό Χαλιφάτο, καθότι δεν τηρούσε πιστά τους κανόνες (όσο βάρβαρη κι αν ήταν και αυτή) και φυσικά οι Οθωμανοί δεν είχαν καταγωγή από τη φυλή του «Προφήτη» (όπως έχει ο σημερινός Χαλίφης, «Αμπού Μπακρ αλ-Μπαγκντάντι», ο οποίος μάλιστα φέρει και το όνομα «Αμπού Μπακρ», του πρώτου μετά τον Μωάμεθ Χαλίφη, πεθερού του Προφήτη, και καλύτερου συντρόφου του).
Αν, λοιπόν, ο ίδιος ο Ερντογάν είναι πραγματικά πιστός μουσουλμάνος, τότε δεν έχει άλλη επιλογή από το να το αποδεχθεί και να ταχθεί υπέρ του νέου Χαλιφάτου με όλες του τις δυνάμεις. Ουσιαστικά θα πρέπει να θεωρεί τον εαυτό του τυχερό που του επέτρεψε ο Αλλάχ να δει Χαλιφάτο και να πεθάνει δηλώνοντας πίστη σε έναν πραγματικό Χαλίφη και όχι σαν «αγνώμων» μουσουλμάνος που δεν γνώρισε ποτέ την αληθινή πίστη, όπως όλοι τόσους αιώνες.
Το ίδιο ισχύει φυσικά και για κάθε πιστό μουσουλμάνο ανά τον κόσμο, πράγμα που από μόνο του δημιουργεί μια τεράστια αναταραχή στα σουνιτικά μουσουλμανικά κράτη, και ακόμα μεγαλύτερη στις ηγεσίες τους. Κοσμικές και μη. Πιθανότατα δε, στις μη κοσμικές η σύγχυση και ο διχασμός να είναι ακόμα μεγαλύτερος, κάτι που θα αποτελέσει το αντικείμενο επόμενου άρθρου μας, όπως και η σημασία του ίδιου του Χαλιφάτου και το γιατί η Δύση δεν πρέπει να το αντιμετωπίζει σαν άλλη μια τρομοκρατική οργάνωση, αλλά σαν κάτι πολύ διαφορετικό και πολύ πιο επικίνδυνο.
Οσάμα μπιν Λάντεν, το κλασικό παράδειγμα
Μπορεί αυτά να μην βγάζουν πολύ νόημα σε εμάς του δυτικούς και τον τρόπο σκέψης μας, αλλά ας μην ξεχνάμε ότι ο «Σεΐχης» Οσάμα μπιν Λάντεν, παρότι ήταν από μια από τις πιο εύπορες αριστοκρατικές οικογένειες της Σαουδικής Αραβίας, με όλα τα πλούτη του κόσμου στα πόδια του, ο ίδιος επέλεξε τον ασκητικό δρόμο του Προφήτη και τις σπηλιές του Αφγανιστάν με το Καλάσνικοφ στο χέρι, αντί για τα παλάτια της οικογένειας του. Και όλα αυτά γιατί ήθελε να δει ξανά κάποτε Χαλιφάτο (και μάλιστα ενάντια στα συμφέροντα της ίδιας του της χώρας και της οικογένειας του). Τόσο δυνατή είναι η πίστη, και σε τέτοιες αποφάσεις μπορεί να οδηγήσει.
Υπό το πρίσμα λοιπόν των παραπάνω λεπτομερειών, βλέπουμε μια ολική ανατροπή στη στρατηγική της Τουρκίας, με κύριο στόχο την, έστω και ανεπίσημη, υποστήριξη του Χαλιφάτου πάνω και πρώτα από οτιδήποτε άλλο.
Μπορούμε να κατανοήσουμε και την αρνητική της στάση απέναντι στις επιχειρήσεις κατά του ΙΚ, και την έμμεση υποστήριξη σε αυτό με τις δικές της επιχειρήσεις κατά των Κούρδων, και την επιμονή της στον αποπροσανατολισμό των επιχειρήσεων εναντίον του Άσαντ, και τη σημερινή σύγκρουση με τη Ρωσία. Η δε «ουδέτερη ζώνη» είναι ακριβώς ό,τι χρειάζεται το ΙΚ για να «αναπνεύσει» και η ίδια η Τουρκία για να του παρέχει κάθε βοήθεια χωρίς κανένα έλεγχο.
Ο Ερντογάν προσπαθεί πιθανότατα να ισορροπήσει σε ένα λεπτό σχοινί ανάμεσα στην πίστη του και την ανάγκη να ενισχυθεί η Τουρκία περισσότερο πριν αλλάξει και φανερά στρατόπεδο. Όταν όμως το Χαλιφάτο κινδυνεύει, τότε η πίστη θα υπερισχύει κάθε άλλης προτεραιότητας, και αυτό είναι το αδύναμο σημείο που μπορεί, και πρέπει, να εκμεταλλευτεί η Δύση για να αναγκάσει την Τουρκία να πάρει ξεκάθαρη θέση και να μην πατάει σε δύο βάρκες κερδίζοντας πολύτιμο χρόνο και για την ίδια, αλλά πολύ περισσότερο για το Χαλιφάτο.