Του Ιπποκράτη Δασκαλάκη*
Πάμπολλα τα ιστορικά παραδείγματα που καταδεικνύουν την αποφασιστική σημασία της ποσοτικής και ποιοτικής υπεροχής των εξοπλισμών (οπλικών συστημάτων) σε μια πολεμική σύγκρουση. Πολυάριθμες όμως και οι περιπτώσεις στις οποίες η νίκη έγειρε στο πλευρό του εξοπλιστικά υποδεεστέρου καθώς επετεύχθη από συνδυασμό άλλων παραγόντων, κυρίως εμψύχων. Οι τελευταίοι αυτοί συντελεστές, αποφασιστικής πάντοτε σημασίας, όπως το ηθικό, η εκπαίδευση, η ηγεσία, το δόγμα, η ποιοτική υπεροχή του ανθρωπίνου δυναμικού κλπ, δυσκόλως αποτιμούνται και για αυτό αναφέρονται και ως «αστάθμητοι παράγοντες». Έχει όμως παρατηρηθεί ότι σε περιπτώσεις συγκρούσεων αντιπάλων σχετικά παραπλήσιου οικονομικού, πολιτικού, κοινωνικού, τεχνολογικού και πολιτιστικού υποβάθρου, η σημασία της ποιοτικής και ποσοτικής υπεροχής των οπλικών συστημάτων προσδίδει σημαντικό πλεονέκτημα. Όταν μάλιστα, η υπεροχή αυτή, συνοδεύεται και από το πλεονέκτημα της στρατηγικής πρωτοβουλίας και του επιχειρησιακού και τακτικού αιφνιδιασμού, η κατάσταση γίνεται δυσχερής για την ασθενέστερη πλευρά.
Η εισαγωγή αυτή κρίνεται απαραίτητη για τη σύντομη αναφορά μας στο θέμα των αμυντικών εξοπλισμών της χώρας μας που αναζωπυρώθηκε πρόσφατα εξαιτίας της τουρκικής προκλητικότητας σε όλα τα επίπεδα. Βέβαια τα θέματα των εξοπλισμών, των συνεπειών τους στην εθνική άμυνα αλλά και στην οικονομία και οι ατελείωτες τριβές για τα σχετικά και λοιπά συμπαρασυρόμενα θέματα ταλανίζουν το ελληνικό κράτος από την εποχή της ανεξαρτησίας του. Για πολλοστή φορά τα σημαντικά αυτά θέματα, όχι μόνο για την άμυνα και ύπαρξη της χώρας, αλλά και για την εθνική οικονομία, τη βιομηχανική και τεχνολογική υποδομή και την πολυαναφερόμενη ανάπτυξη, αντιμετωπίζονται στρεβλά, επικοινωνιακά και μικροπολιτικά. Θαρρεί κανείς ότι δεν έχουμε διδαχθεί τίποτα απολύτως από τις δοκιμασίες που αντιμετωπίσαμε όταν παραμελήσαμε τη στρατιωτική μας προετοιμασία αλλά και από τις περιπτώσεις κατά τις οποίες οι εσπευσμένες, ασυντόνιστες και αγωνιώδεις προσπάθειες εξοπλισμού δεν απέδωσαν τα αναμενόμενα οφέλη.
Εξετάζοντας ψύχραιμα και διαχρονικά τις εξοπλιστικές προσπάθειες μας δύσκολα κανείς μπορεί να αναγνωρίσει ένα ολοκληρωμένο και συνεκτικό σχέδιο δράσεως. Συνήθης η τακτική των σπασμωδικών, επικαλούμενων συχνά και «πυροσβεστικών» προμηθειών, ως μια προσπάθεια εσπευσμένης κάλυψης των κενών της ξαφνικά (!) διαταραχθείσας ισορροπίας ισχύος με τη γειτονική χώρα. Φυσικά τη σημερινή εποχή, όπου η κάθε σχεδόν προμήθεια οπλικών συστημάτων απαιτεί πολύχρονη περίοδο υλοποίησης, ικανό χρόνο για την πλήρη επιχειρησιακή εκμετάλλευση τους και προβάλλεται κατά κόρο από τον αμυντικό «τύπο», η αναφορά σε μη έγκαιρη αντίληψη του κινδύνου προκαλεί μόνο θυμηδία.
Εδώ λοιπόν υπεισέρχεται η αδικαιολόγητη πολιτική ολιγωρία, η ατολμία και η αυτοπαγίδευση σε ιδεολογήματα που εμποδίζουν το μακροχρόνιο σχεδιασμό και τη χρονικά επίκαιρη υλοποίηση προγραμμάτων προμήθειας-αναβάθμισης που θα καλύψουν τις πραγματικές και επιτακτικές αμυντικές μας ανάγκες. Εγκληματική και η μικροπολιτική εκμετάλλευση κάθε εξοπλιστικής προσπάθειας από όλα ανεξαιρέτως τα κόμματα και η αδυναμία χάραξης μια κοινής στρατηγικής εξοπλισμών σε συνάρτηση με την τόνωση της εθνικής μας βιομηχανίας. Εξυπακούεται ότι η κάλυψη των αμυντικών αναγκών και η οικοδόμηση της αμυντικής ισχύος μας είναι αδιάρρηκτη συνδεδεμένη με τις οικονομικές δυνατότητες της χώρας. Αδυναμία κατανόησης αυτού του γεγονότος και των αντίστοιχων περιορισμών, οδηγεί αναπόφευκτα και ταχύτατα στην οικονομική ή και κοινωνική κατάρρευση με ανάλογα τραγικά αποτελέσματα στην εθνική άμυνα και μάλιστα χωρίς ο αντίπαλος να χρειαστεί να καταφύγει στη χρήση βίας.
Επιπρόσθετα όμως σε όλο το φάσμα του κρατικού μηχανισμού υπάρχει μια καταφανής έλλειψη ή απροθυμία χρησιμοποίησης εξειδικευμένων στελεχών ικανών τεχνοοικονομικά να καταρτίσουν και να υλοποιήσουν αντίστοιχα μακροχρόνια προγράμματα προμήθειας αμυντικών υλικών (όπως και άλλων πολλών υλικών). Η αδυναμία αυτή είναι καταφανής στην κατάρτιση του συγκεκριμένου θεσμικού πλαισίου υλοποίησης των αμυντικών προσπαθειών. Πολιτική ατολμία, έλλειψη κατευθύνσεων, χρήση ακατάλληλων κομματικών προσώπων σε καίριες θέσεις οδήγησαν σε θεσμοθέτηση ασυνάρτητων κειμένων που θέτουν τροχοπέδη σχεδόν σε κάθε εξοπλιστική προσπάθεια. Επιπλέον παρατηρείται καταφανής αδυναμία συνεννόησης των αρμοδίων κρατικών υπηρεσιών, από τις ένοπλες δυνάμεις μέχρι και τους τελευταίους φορείς της τοπικής αυτοδιοίκησης να επιλέξουν κοινά συστήματα και μέσα –όπου αυτό είναι δυνατόν και είναι σε πάμπολλες περιπτώσεις- περιορίζοντας την κοστοβόρα πολυτυπία.
Αντίστοιχες όμως και οι ευθύνες των στρατιωτικών ηγεσιών που δεν τόλμησαν ή δεν μπόρεσαν να καταστήσουν στον πολιτικό κόσμο σαφώς κατανοητή την αναγκαιότητα ύπαρξης μακροχρόνιου σχεδιασμού κάλυψης των αμυντικών αναγκών. Επίσης, παγιδευμένες στην πραγματική ανάγκη κάλυψης επιτακτικών αναγκών απεδέχθησαν άνωθεν επιβαλλόμενες διαδικασίες, λύσεις και αποφάσεις προμηθειών που δεν εξασφάλιζαν τις επιζητούμενες επιχειρησιακές απαιτήσεις. Απολύτως αποδεκτή η πολιτική επιλογή της πηγής μιας αμυντικής προμήθειας όταν μέσω αυτής εξασφαλίζεται η αναγκαία πολιτική, διπλωματική ή οικονομική υποστήριξη μιας μεγάλης δυνάμεως (με την προϋπόθεση βέβαια ότι ο στόχος αυτός επιτυγχάνεται και ότι το οπλικό σύστημα είναι εντός των επιχειρησιακών απαιτήσεων που έχουν τεθεί έστω και αν είναι υποδεέστερο των ανταγωνιστών του). Σε κάθε όμως περίπτωση, οι στρατιωτικές ηγεσίες, δεν κατόρθωσαν να επιβάλλουν την ύπαρξη ενός μακροχρόνιου σχεδιασμού που θα προβλέπει όχι απλά ασυντόνιστες αμυντικές προμήθειες αλλά την απόκτηση αλληλοϋποστηριζόμενων οπλικών συστημάτων, ορθά υποστηριζόμενων και συντηρούμενων, εγκαίρως αναβαθμιζόμενων και αποσυρόμενων την κατάλληλη χρονική στιγμή με ενδεχόμενη λογική αξία μεταπώλησης.
Σε όλους τους χώρους της δημόσιας διοίκησης, η συνήθης προμήθεια κρισιμότατων οπλικών συστημάτων μέσω διαδικασιών «απορρήτου και κατεπείγοντος» έχει πολλαπλές αρνητικές συνέπειες αναφορικά με την αξιολόγηση, τις προσφερόμενες τιμές, την υποστήριξη, την κατάρτιση και την πληρότητα των συμβάσεων. Χαμηλή επίσης και η πρόνοια της «εν συνεχεία υποστήριξης (follow on support)» των νέων οπλικών συστημάτων και μέσων καθώς οι διαθέσιμες πιστώσεις και η «λαγνεία των αριθμών» οδηγούσαν στην παραμέληση του σημαντικότερου ίσως στοιχείου της κάθε επιλογής, την υποστήριξη που εξασφαλίζει την υψηλή διαθεσιμότητα. Η συμμετοχή της ελληνικής βιομηχανίας ασήμαντη, περισσότερο υπό μορφή «φιλοδωρήματος» των ξένων εταιρειών (στην καλύτερη περίπτωση), χαμηλής τεχνολογικής αξίας και κυρίως χωρίς την πρόβλεψη υπηρέτησης μιας στοχευμένης εθνικής πολιτικής άμυνας και ανάπτυξης. Πανσπερμία υλικών και μέσων, σε κάθε κλάδο, όπλο, σώμα και κρατική υπηρεσία που παρεμποδίζουν την επιδίωξη δημιουργίας «οικονομιών κλίμακος» με βελτίωση της υποστήριξης και μείωση του κόστους λειτουργίας. Οπλικά συστήματα που αγοράζονται εσπευσμένα με χρονικό ορίζοντα την συμμετοχή τους στην παρέλαση που προηγείται των επερχόμενων βουλευτικών εκλογών. Κινήσεις πρόχειρες, συχνά υπό το κράτος πανικού ως αποτέλεσμα αβελτηρίας ετών. Εκατοντάδες δυστυχώς οι περιπτώσεις των λανθασμένων επιλογών και κυρίως των αποτυχημένων ενεργειών υλοποίησης των προμηθειών.
Δικαίως λοιπόν (υπό αυτήν την άποψη), οι παραπάνω ανωμαλίες τροφοδοτούν την «φαρέτρα» των αντιπάλων των αμυντικών εξοπλισμών. Απλά, οι καλόπιστοι αρνητές της ύπαρξης της εξ ανατολών απειλής, χωρίς ίσως να το αντιλαμβάνονται, αδυνατίζουν την αποτρεπτική (άρα και διαπραγματευτική) ικανότητα της χώρας και οδηγούν στην πραγμάτωση των εξοπλισμών, που θέλουν διακαώς να αποφύγουν, υπό τις δυσμενέστερες συνθήκες υλοποίησης.
Συνοψίζοντας, απαιτούνται άμεσες και αποφασιστικές ενέργειες – κυρίως εκ μέρους της πολιτικής ηγεσίας – για τον εξορθολογισμό της συνολικής διαδικασίας των εξοπλιστικών προγραμμάτων, από την θέσπιση λειτουργικού νομικού πλαισίου μέχρι και την κατάρτιση συντονισμένων και μακροχρόνιων προγραμμάτων προμηθειών και υποστήριξης των οπλικών συστημάτων με έμφαση και στην τόνωση της εγχώριας συμμετοχής και τεχνογνωσίας.
Ολοκληρώνοντας θα ήθελα να ξεκαθαρίσω ότι η απόκτηση στρατιωτικών εξοπλισμών δεν έχει πάντοτε ως επιδιωκόμενο στόχο την πλήρη συντριβή του αντιπάλου σε μια ενδεχόμενη μεγάλης κλίμακος σύγκρουση. Στόχος των εξοπλισμών είναι κυρίως η απόκτηση της επικαλούμενης αποτρεπτικής ικανότητας, δηλαδή η ενσυνείδητη αποφυγή εκ μέρους του αντιπάλου, ενεργειών που διακινδυνεύουν μια πολεμική σύγκρουση αντιλαμβανόμενος το αναπόφευκτο «δυσβάστακτο» κόστος παρόμοιων περιπετειών.
ΥΓ: Ο γράφων, ως ανώτατος αξιωματικός επί διετία και ασχοληθείς στο παρελθόν με προμήθειες αμυντικού υλικού διατηρεί τις ευθύνες του για τα παραπάνω περιγραφόμενα σφάλματα και αδυναμίες, απλά ευελπιστεί στη βελτίωση των διαδικασιών και κυρίως στον τρόπο αντίληψης, πολιτικών και στρατιωτικών προσώπων, των ζητημάτων που αφορούν τις εξοπλιστικές προσπάθειες.
*Ο κ. Ιπποκράτης Δασκαλάκης είναι Υποστράτηγος (εα)
- Πτυχιούχος τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών Παντείου Πανεπιστημίου
- Μεταπτυχιακό στις Διεθνείς Σχέσεις και Στρατηγικές Σπουδές στο Πάντειο Πανεπιστήμιο
- Μέλος του Ελληνικού Ινστιτούτου Στρατηγικών Μελετών (ΕΛΙΣΜΕ)
- Συνεργάτης του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων (ΙΔΙΣ)
- Διαλέκτης στη ΣΕΘΑ
- 0030-210-6543131, 0030-6983457318
- [email protected]